Τον Ιούλιο του 1875 οι χριστιανοί χωρικοί της Ερζεγοβίνης εξεγέρθηκαν εναντίον των μουσουλμάνων κυρίων τους και των οθωμανικών αρχών. H εξέγερση, που δεν άργησε να μεταδοθεί στη Βοσνία και στη Σερβία, η οποία ήταν τότε αυτόνομο πριγκιπάτο υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Μεγάλες Δυνάμεις επιχείρησαν να μεσολαβήσουν ανάμεσα στους εμπολέμους, αλλά οι προσπάθειές τους δεν ευδοκίμησαν. Τότε οι ηγεμόνες της Σερβίας Μίλος Οβρένοβιτς Δ’ και του επίσης αυτόνομου Μαυροβουνίου Νικόλαος A’ δεν μπόρεσαν παρά να ενδώσουν στην πίεση των υπηκόων τους και στις 30 Ιουνίου 1876 κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Τουρκίας.
H στρατιωτική δύναμη της Σερβίας ήταν εξαιρετικά περιορισμένη και μολονότι ρώσος στρατηγός είχε αναλάβει τη διοίκηση του στρατού της και ρώσοι εθελοντές τον είχαν ενισχύσει, η Ρωσία δεν είχε προσφέρει σε αυτή τη φάση την αναμενόμενη στρατιωτική βοήθεια. H προσπάθεια των σερβικών δυνάμεων να εισβάλουν στη Βοσνία απέτυχε και παρ’ όλο που οι μοναδικοί σύμμαχοί τους, οι Μαυροβούνιοι, μάχονταν αποτελεσματικά στην Ερζεγοβίνη, οι Σέρβοι, ηττώμενοι, αντιμετώπιζαν τουρκική προέλαση προς το Βελιγράδι. Μόνο τότε η Ρωσία απέστειλε τελεσίγραφο στην Τουρκία και την υποχρέωσε να δεχθεί ανακωχή. H Τουρκία και η Σερβία συνήψαν συνθήκη ειρήνης με βάση το status quo την 1η Μαρτίου 1877.
Ανάλογα γεγονότα διαδραματίζονταν την ίδια περίοδο και στη Βουλγαρία. H εξέγερση που εκδηλώθηκε στις 6 Απριλίου (παλαιό ημερολόγιο) / 2 Μαΐου (νέο) 1876 αντιμετωπίστηκε από τους Τούρκους με απίστευτη ωμότητα. Στη Φιλιππούπολη τούρκοι άτακτοι κατέσφαξαν 15.000 Βουλγάρους.
Οι τουρκικές αγριότητες προκάλεσαν την αγανάκτηση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Ευρωπαίοι πολιτικοί ήρθαν σε διαπραγματεύσεις με τον σουλτάνο προσπαθώντας να του αποσπάσουν εγγυήσεις για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που θα βελτίωναν τη θέση των χριστιανών υπηκόων του. Οταν πέρασαν δύο χρόνια χωρίς οι διαπραγματεύσεις να αποδώσουν καρπούς, στις 24 Απριλίου 1877 η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου την ακολούθησαν η Σερβία και το Μαυροβούνιο.
Οι Ρώσοι επιτέθηκαν από τη Βουλγαρία και προήλασαν στη Θράκη, και τον Ιανουάριο 1878 κατέλαβαν την Αδριανούπολη.
Ο πόλεμος έληξε με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, χωριού στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, η οποία υπογράφτηκε στις 3 Μαρτίου 1878. H συνθήκη μετέβαλλε ριζικά την κατάσταση των ευρωπαϊκών κτήσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τερμάτιζε κάθε είδους τουρκικό έλεγχο επί της Βαλκανικής Χερσονήσου. Ο κυριότερος όρος της προέβλεπε την ίδρυση ανεξάρτητου βουλγαρικού πριγκιπάτου, της λεγόμενης Μεγάλης Βουλγαρίας, η οποία περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και εκτεινόταν από το Αιγαίο Πέλαγος ως τον Εύξεινο Πόντο. Με τη συνθήκη αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Ρουμανίας. Τα σύνορα της Σερβίας και του Μαυροβουνίου επεκτείνονταν και η Ρουμανία παραχωρούσε στη Ρωσία τη Νότια Βεσσαραβία λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα τη Δοβρουτσά από την Τουρκία. H Βοσνία και η Ερζεγοβίνη ανακηρύσσονταν αυτόνομες. H Τουρκία παραχωρούσε στη Ρωσία μέρη των ασιατικών εδαφών της και υποχρεωνόταν να καταβάλει υψηλή πολεμική αποζημίωση. Ο σουλτάνος παρείχε εγγυήσεις για την ασφάλεια των χριστιανών υπηκόων του.
Με τις ρυθμίσεις της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου η Αυστρία αντιλαμβανόταν ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψει τις βλέψεις της για τα Βαλκάνια, όπου θα αυξανόταν και θα εδραιωνόταν η ρωσική επιρροή. H Αγγλία από την πλευρά της έβλεπε ότι κινδύνευε η κυριαρχία της στη Μεσόγειο, όπου η Ρωσία, πραγματοποιώντας το παλαιότατο όνειρό της, θα μπορούσε επιτέλους να έχει πρόσβαση μέσω της Μεγάλης Βουλγαρίας, η οποία δεν θα ήταν παρά απλός δορυφόρος της.
Οι εργασίες του Συνεδρίου του Βερολίνου, που συγκλήθηκε με σκοπό την αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, κράτησαν από τις 13 Ιουνίου ως τις 13 Ιουλίου 1878. Την προεδρία του προσφέρθηκε να ασκήσει ο πολύς καγκελάριος της Γερμανίας Οθων Βίσμαρκ, ο οποίος και κυριάρχησε σε αυτό. Οι περισσότερες από τις ρυθμίσεις του συνεδρίου συμφωνήθηκαν προκαταβολικά σε ιδιωτικές διπλωματικές διαπραγματεύσεις αλλά επικυρώθηκαν με τη Συνθήκη του Βερολίνου. H συνθήκη προέβλεπε τη δημιουργία αυτόνομου πριγκιπάτου της Βουλγαρίας. Νοτίως του πριγκιπάτου δημιουργήθηκε η αυτόνομη επαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας υπό τουρκική κυριαρχία αλλά με χριστιανό ηγεμόνα διοριζόμενο από τον σουλτάνο. Επικυρώθηκε η ανεξαρτησία της Σερβίας και του Μαυροβουνίου και τους παραχωρήθηκαν εδάφη. Αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Ρουμανίας, η οποία έλαβε τη Βόρεια Δοβρουτσά σε αντάλλαγμα για τη Βεσσαραβία, την οποία παραχώρησε στη Ρωσία. H κατοχή του Καυκάσου από τη Ρωσία επικυρώθηκε. Στην Αυστροουγγαρία δόθηκε το δικαίωμα να καταλάβει τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, και στην Αγγλία το δικαίωμα να καταλάβει την Κύπρο. Στην Κρήτη παραχωρήθηκε αυτονομία.
Σε γενικές γραμμές οι ρυθμίσεις του Συνεδρίου του Βερολίνου παρέμειναν σε ισχύ σχεδόν επί 30 χρόνια. H κυριότερη από τις αρνητικές πλευρές του συνεδρίου, εκτός από την ταπείνωση της Ρωσίας, ήταν ότι με τις αυθαίρετες αποφάσεις του ρύθμισε τις τύχες λαών των οποίων αγνόησε τις πραγματικές επιθυμίες, θέτοντας έτσι τις βάσεις για τις κρίσεις που επρόκειτο να εκδηλωθούν τα κατοπινά χρόνια.