Ο ΥΦΕΘΑ για τις αποχωρήσεις σπουδαστών από τις στρατιωτικές σχολές και τις αλλαγές στα στρατιωτικά νοσοκομεία

Στο μειωμένο ενδιαφέρον των νέων να επιλέξουν τις στρατιωτικές σχολές αλλά και τα υψηλά ποσοστά αποχώρησης τους από αυτές και στις ρυθμίσεις για τα στρατιωτικά νοσοκομεία αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας (ΥΦΕΘΑ) Γιάννης Κεφαλογιάννης, σε συνέντευξη του στο«libre.gr».

Για το γεγονός ότι το ποσοστό των αποχωρήσεων σπουδαστών από τις στρατιωτικές σχολές, το πρώτο έτος φοίτησης, το 2020 ήταν 6%, το 2021 20%, το 2022 15% και το 2023 σε 18%,ο κ Κεφαλογιάννης σχολίασε ότι «υφίσταται υπαρκτός κίνδυνος να οδηγηθούν οι Ένοπλες Δυνάμεις σε αδυναμία στελέχωσης και υποστήριξης των οπλικών συστημάτων. Κατάσταση που με τη σειρά της θα δημιουργήσει πρόβλημα στην αποτελεσματική επιτέλεση της εθνικής τους αποστολής, που είναι η υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας και της ασφάλειας των Ελλήνων. Είναι μια πραγματικότητα που διαμορφώνεται και που πρέπει να την αντιμετωπίσουμε συνολικά, κατά πρόσωπο και με απόλυτη ειλικρίνεια».

«Εάν η Πατρίδα θέλει να έχει στη διάθεσή της τους καλύτερους, τους ικανότερους τους ικανότερους, θα πρέπει να υπάρχει ένα άλλο μισθολόγιο συνέχισε . Η λύση του προβλήματος, ωστόσο, είναι πολύ πιο μεγάλη και πολύ πιο βαθιά. Αφορά στην ουσία τον ριζικό εκσυγχρονισμό του συστήματος εξέλιξης των αξιωματικών και των Υπαξιωματικών με άξονες ένα νέο καθηκοντολόγιο, ένα νέο σύστημα μεταθέσεων και ένα νέο πλαίσιο υποστήριξης και διοικητικής μέριμνας των στελεχών και των οικογενειών τους.

Θα πρέπει να υπάρχει ένα άλλο μισθολόγιο, να δημιουργήσουμε ένα σύγχρονο σύστημα μεταθέσεων, ένα νέο καθηκοντολόγιο και ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο υποστήριξης του στελέχους και της οικογένειας του από την πρώτη ημέρα που θα μπει στη Σχολή μέχρι την ημέρα που θα αποστρατευτεί και θα καλύπτει ζωτικές ανάγκες- από την παροχή στέγης και υποστηρικτικών δομών, όπως οι βρεφονηπιακοί σταθμοί, μέχρι την παροχή σύγχρονων υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης».

«Δεν προβλέπονται συγχωνεύσεις στρατιωτικών νοσοκομείων»

Επίσης, ο ΥΦΕΘΑ διευκρίνισε ότι «δεν προβλέπει καμία συγχώνευση και καμία ενοποίηση» στρατιωτικών νοσοκομείων η νέα δομή δυνάμεων.

«Δεν είναι αυτά τα προβλήματα των στρατιωτικών νοσοκομείων. Υπάρχουν διαχρονικές παθογένειες που σχετίζονται τόσο με την οργάνωση και λειτουργία τους όσο και με τη διαχείριση του υγειονομικού προσωπικού που εργάζεται σε αυτές.

Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, τα στρατιωτικά νοσοκομεία αποκτούν οικονομική αυτοτέλεια που διασφαλίζει σταθερότητα στα έσοδα τους από τον προϋπολογισμό των Γενικών Επιτελείων, στη βάση κοστολογημένων ιατρικών πράξεων προς τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων. Θωρακίζονται θεσμικά οι ίδιοι πόροι τους από τις εμπορικές εκμεταλλεύσεις και τα έσοδα από τον ΕΟΠΥΥ, τα οποία θα προορίζονται αποκλειστικά για την ανάπτυξη των υποδομών τους, τη βελτίωση της λειτουργίας τους και τη βελτίωση του εισοδήματος του υγειονομικού προσωπικού», πρόσθεσε.

Επιπλέον, καθιερώνονται διαδικασίες διακλαδικών προμηθειών υγειονομικού υλικού, για την εξοικονόμηση πόρων και τη μείωση της γραφειοκρατίας, η διακλαδική χρήση των υγειονομικών υπηρεσιών, ο διακλαδικός σχεδιασμός στην ανάπτυξη των υποδομών, η διακλαδική στελέχωσή τους, όταν αυτό απαιτείται, ενώ καθιερώνονται δείκτες ποιότητας των προσφερόμενων υγειονομικών υπηρεσιών, όπως είπε ο ΥΦΕΘΑ.

Το οικιστικό πρόγραμμα των ΕΔ και το ουκρανικό 

Για το οικιστικό πρόγραμμα των Ενόπλων Δυνάμεων σε συνδυασμό με το κλείσιμο στρατοπέδων ο κ. Κεφαλογιάννης ανέφερε ότι «τα στρατόπεδα που θα κλείσουν θα αξιοποιηθούν εμπορικά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, προκειμένου να αποφέρουν έσοδα που θα αξιοποιηθούν για την κατασκευή νέων κατοικιών».

Τέλος για τη στάση της Ελλάδας στο ουκρανικό ζήτημα ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας σχολίασε ότι «οποιαδήποτε διαφορετική προσέγγιση, θα αυτοαναιρούσε τις θέσεις μας ενάντια σε κάθε μορφή αναθεωρητισμού. Για να μην πω ότι δεν θα έπαιρνε κανένας πλέον στα σοβαρά τις διαχρονικές προσπάθειές για τον τερματισμό της τουρκικής κατοχής στην Κύπρο και την εξεύρεση δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής, αμοιβαία αποδεκτής λύσης του Κυπριακού ζητήματος, στο πλαίσιο των σχετικών Αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και του ευρωπαϊκού κεκτημένου», κατέληξε.