Διαβάστε το:
Στις 21 Ιουλίου 1957, ο Τσε προάγεται για πρώτη φορά στον βαθμό του «κομαντάντε», δηλαδή του στρατιωτικού διοικητή. Μέχρι τώρα, παρά την συμμετοχή του στις μάχες που κάποιες φορές έφτανε τα όρια του ηρωισμού, τα επίσημα καθήκοντά του περιορίζονταν σε αυτά του γιατρού της ομάδας. Στις σημειώσεις του, που αργότερα συνοψίστηκαν στο έργο «Ανταρτοπόλεμος», ο Τσε, γράφει τις σκέψεις του για την μεθοδολογία του αντάρτικου, μία εμπειρία που απέκτησε κυρίως την εποχή του αντάρτικου στην Σιέρα Μαέστρα και κατά την πορεία προς την Αβάνα. Σε ό,τι αφορά τα χαρακτηριστικά του ανταρτοπόλεμου, ο Τσε Γκεβάρα προέβαλε για πρώτη φορά την άποψη ότι πρόκειται για μια μορφή πολέμου όπως όλες οι άλλες και επομένως έχει τα βασικά χαρακτηριστικά που έχει κάθε πόλεμος, όπως πολιτικό στόχο, αυξημένη σημασία του αστάθμητου παράγοντα και της φθοράς, τον ζωτικό ρόλο του στρατιωτικού διοικητή κ.ά.
Κατά την άποψη του, φορέας της επαναστατικής αλλαγής είναι ο επαναστατικός στρατός. Ο επαναστατικός πόλεμος μπορεί να κερδηθεί ή να χαθεί ανάλογα με τον βαθμό της τεχνικής προετοιμασίας, της στρατιωτικής εμπειρίας και πάνω απ’ όλα της στρατιωτικής πειθαρχίας του στρατιωτικού πυρήνα, του «foco», όπως τον ονόμαζε. Ωστόσο αργότερα ο Τσε δεν έπαυε να τονίζει ότι το αντάρτικο δεν είναι πάντα πανάκεια για την αλλαγή μίας κοινωνίας. Όταν μια κυβέρνηση είναι δημοκρατικά εκλεγμένη και έχει αφήσει χώρο για την έκφραση διαφορετικών πολιτικών απόψεων, η ένοπλη επανάσταση δεν ξεσπάει εύκολα και δεν πρέπει να αποκλείεται η ειρηνική δράση και αντίσταση ως «όπλο» για τις επιθυμητές πολιτικές αλλαγές.
Το έμψυχο υλικό ενός αντάρτικου κινήματος, σύμφωνα με τον Τσε στρατολογείται κυρίως από τον ανεκπαίδευτο πληθυσμό της υπαίθρου, ενώ αναφέρει λεπτομερώς πώς πρέπει να αντιμετωπιστούν προβλήματα όπως η υποτυπώδης δομή και η πειθαρχία. Από αυτή την πεποίθησή του προκύπτει και η μεγάλη σκληρότητά που έδειχνε στους άνδρες του, όταν πίστευε ότι έβαζαν σε κίνδυνο τον αγώνα. Εκτελούσε αμέσως τους προδότες και τους λιποτάκτες, ενώ αντίθετα ήταν μεγαλόψυχος με τους στρατιώτες του εχθρού.
Ο Τσε θεωρούσε απαραίτητους για την επανάσταση όσους έφεραν όπλα και μπορούσαν να συμμετέχουν σε μάχες. Αυτούς, θεωρούσε κύριους φορείς της επαναστατικής δράσης, ενώ τις φοιτητικές και εργατικές οργανώσεις στις πόλεις τις θεωρούσε απαραίτητες, μόνο σε ρόλο επιμελητείας και ανεφοδιασμού.
Ο Τσε πιστεύει ότι το κίνημα στις πόλεις είναι ανεπαρκές: «Μπορείτε να εκπαιδεύσετε τους ανθρώπους σας να αντέχουν τα χειρότερα βασανιστήρια στη φυλακή, αλλά δεν μπορείτε να τους μάθετε να χρησιμοποιούν πολυβόλο», παρατηρεί σε έναν από τους ηγέτες των πόλεων.
Για τον Τσε ο λαός της υπαίθρου δίνει τους καλύτερους μαχητές του αντάρτικου, που γνωρίζουν τον τόπο, τους κατοίκους και τα ήθη της περιοχής, και που είναι συνηθισμένοι στη σκληραγωγία της βουνίσιας ζωής. Ως δεξαμενή στρατολόγησης, ο Τσε πίστευε ότι πιο κατάλληλη ήταν η αγροτική παρά η εργατική τάξη, αφού στις τότε συνθήκες της νοτίου Αμερικής επαναστατικό υποκείμενο, δηλαδή το κοινωνικό στρώμα που είχε λόγους να κάνει επανάσταση, δεν ήταν οι βιομηχανικοί εργάτες, όπως κήρυσσε η ορθόδοξη μαρξιστική θεωρία, αλλά οι αγρότες. Αυτό γιατί στις χώρες του Τρίτου Κόσμου και ειδικά στη Λατινική Αμερική, δεν υπήρχε ανεπτυγμένη βιομηχανία ώστε να υπάρξει και υπολογίσιμος αριθμός δυσαρεστημένων εργατών που να έχουν αποκτήσει επαναστατική συνείδηση και να επιθυμούν επαναστατικές αλλαγές.
Ο Τσε πίστευε ότι η δημιουργία μικρών «πυρήνων», αρκούσε για να προκαλέσει την έναρξη μίας επαναστατικής διαδικασίας, τουλάχιστον στην Λατινική Αμερική της εποχής εκείνης. Mια επιτυχία ενός αντάρτικου κινήματος η υποστήριξη του πληθυσμού θεωρείται αναγκαίος όρος, δηλαδή οι αντάρτες χρειάζονται την λαϊκή υποστήριξη. Ο Τσε δεν έπαυε να τονίζει ότι «η γνώση του εδάφους και η συνεργασία του λαού αποτελούν απαραίτητα συστατικά της επιτυχίας. Όποιος δεν αντιλαμβάνεται αυτή την αναμφισβήτητη αλήθεια, δεν μπορεί να γίνει αντάρτης μαχητής… Οι εχθροπραξίες πρέπει να γίνονται πάντα σε έδαφος ευνοϊκό για τους αντάρτες».
Στο άρθρο του «Ανταρτοπόλεμος, μια μέθοδος» και σε ό,τι αφορά την συνεργασία των ανταρτών με τον λαό, o Τσε Γκεβάρα είναι σαφής: «Αυτοί που θέλουν να κάνουν αντάρτικο ξεχνώντας την πάλη των μαζών, ως εάν επρόκειτο για δύο αντίπαλες πάλες, είναι άξιοι επικρίσεως. Είμαστε αντίθετοι σ΄ αυτή τη θέση. Το αντάρτικο είναι πόλεμος του λαού, δηλαδή μαζική πάλη. Το να ισχυρισθεί κανείς πώς θα κάνει ανταρτοπόλεμο χωρίς την υποστήριξη του πληθυσμού, είναι σα να πηγαίνει σε αναπόφευκτη πανωλεθρία. Το αντάρτικο είναι η μαχόμενη πρωτοπορία του λαού …στηριζομένη στην πάλη των μαζών των χωρικών και των εργατών της περιοχής και όλου του χώρου στον οποίο βρίσκεται. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις δεν είναι παραδεκτός ανταρτοπόλεμος».
Αυτό είναι για τον Τσε το δίδαγμα όχι μόνο της κουβανέζικης επανάστασης, μα όλων των λαϊκών πολέμων, και ιδιαιτέρως, του επαναστατικού στρατού του Β. Βιετνάμ, που ήταν στα μάτια του Τσε, το παράδειγμα του πιο «ολοκληρωμένου οργανικού δεσμού μεταξύ μιας ένοπλης πρωτοπορίας και του λαού», όπου «ο ανταρτοπόλεμος δεν είναι παρά η έκφραση της πάλης των μαζών». Για τον Τσε σημαντικό είναι επίσης και το δίδαγμα της κινέζικης επανάστασης:
Σε μια συνέντευξη του Απριλίου 1959 σε δημοσιογράφο της Λαϊκής Κίνας, υπογραμμίζει ότι είχε μελετήσει «προσεκτικά» τα στρατιωτικά κείμενα του Μάο τσε Τουνγκ, γεγονός που πιθανώς αναφέρεται όχι μόνο στις στρατιωτικές απόψεις των κειμένων του, αλλά επίσης και στην πολιτική τους βαρύτητα: την ανάλυση των δεσμών μεταξύ του αντάρτικου και των αγροτικών μαζών. Και γενικά για τον Τσε ο λαός είναι «η καρδιά του αντάρτικου» που βρίσκεται πίσω από κάθε ενέργεια, είναι ο αόρατος συνεργάτης που παρακολουθεί τον εχθρό, μεταφέρει ειδήσεις, εξασφαλίζει τον εφοδιασμό, παρέχει στους μαχητές την αποτελεσματική του υποστήριξη τη συμμετοχή του, τη γενναιόδωρη προστασία του.
Το κυριότερο όμως και αμιγώς στρατιωτικό χαρακτηριστικό ενός ανταρτοπόλεμου, είναι ότι πρόκειται για έναν πόλεμο χωρίς σταθερές στρατιωτικές επιδιώξεις. «Χτύπα και τρέξε, περίμενε, στήσε ενέδρα, χτύπα ξανά και πάλι τρέξε κι αυτό συνέχεια ώστε ο εχθρός να μην ξεκουράζεται ποτέ. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η παραπάνω λογική εμφανίζει κάποια αρνητικά χαρακτηριστικά, μία υποχωρητική διάθεση που αποφεύγει τη μετωπική σύγκρουση. Παρ΄ όλα αυτά, απορρέει από την γενικότερη στρατηγική αντιμετώπιση του αντάρτικου που σε τελική ανάλυση έχει τον ίδιο στόχο με οποιανδήποτε εμπλέκεται σε έναν πόλεμο: την συντριβή του εχθρού και την νίκη», γράφει στον «Ανταρτοπόλεμο».
«Η μάχη δεν πρέπει να διαρκεί πολύ, αντίθετα πρέπει να είναι ταχύτατη και εξαιρετικά αποτελεσματική, δηλαδή να διαρκεί λίγα λεπτά και να ακολουθείται από άμεση υποχώρηση», συνεχίζει. «Το θεμελιώδες χαρακτηριστικό μίας αντάρτικης ομάδας είναι η κινητικότητα… Υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις προκειμένου να επιβιώσει μία αντάρτικη δύναμη που έχει μόλις αρχίσει να αναπτύσσεται: συνεχής μετακίνηση, συνεχής ετοιμότητα, συνεχής δυσπιστία». «Η υπερβολική ανάπτυξη της περιοχής που εκδηλώνεται το αντάρτικο πρέπει να αποφευχθεί», συνεχίζει εννοώντας ότι ένας αντάρτικος στρατός δεν διεκδικεί εδάφη αλλά προσπαθεί να φθείρει τον αντίπαλο.
Η στρατιωτική τακτική του είναι κλασσική και έχει μελετηθεί από όλους τους σύγχρονους στρατούς. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη έκδοση στρατιωτικών κειμένων του Τσε Γκεβάρα στην Ελλάδα, δεν έγινε από κάποια αριστερή ομάδα ή κόμμα αλλά από το Γενικό Επιτελείο Στρατού την δεκαετία του 60… Ένα άλλο χαρακτηριστικό του ανταρτοπόλεμου, που απασχόλησε τον Τσε είναι οι περιορισμένοι πόροι των δυνάμεων που τον διεξάγουν. Ανέκαθεν στον ανταρτοπόλεμο κατέφευγαν όσοι γνώριζαν ότι δεν μπορούσαν να κερδίσουν έναν συμβατικό πόλεμο. Βασική θέση του Τσε είναι η πεποίθηση ότι ένας αντάρτικος στρατός μπορεί να υπερισχύσει ενός τακτικού, εφ όσον εκμεταλλευθεί σωστά τις περιστάσεις. Η κατά μέτωπο αντιπαράθεση αποφεύγεται αφού σχεδόν πάντα ο τακτικός στρατός είναι ισχυρότερος και καλύτερα εξοπλισμένος από έναν αντάρτικο.
Η στρατηγική του ανταρτοπόλεμου συνίσταται στην αποκέντρωση των δυνάμεων. Οι αντάρτες έχουν την ικανότητα να είναι «πανταχού παρόντες» ώστε να αποτελέσουν τον εφιάλτη ενός τακτικού στρατού. Οι αντάρτικες δυνάμεις συγκεντρώνονται βάσει σχεδίων για συγκεκριμένες επιχειρήσεις, αλλά η συγκέντρωση αυτή καλύπτει περιορισμένο χώρο και γίνεται για περιορισμένο χρόνο. Σε επιχειρησιακό επίπεδο, ο ανταρτοπόλεμος χαρακτηρίζεται από έμφαση στην ευκινησία, τον αιφνιδιασμό και τη νυχτερινή δράση, ιδίως όταν το έδαφος είναι δυσμενές για τους αντάρτες.
Η συνηθέστερη μορφή τακτικών επιχειρήσεων του ανταρτοπόλεμου είναι η ενέδρα. Η στρατηγική του αντάρτικου στρατού συνοψίζεται το να φθείρει τον αντίπαλο, να καταφεύγει στα βουνά και να καθιστά την παρουσία του αντιπάλου στις πεδιάδες και στις πόλεις αβέβαιη και ασύμφορη. Πρωταρχικός όμως στόχος των ανταρτών είναι η ίδια η επιβίωσή τους. Μάχη δίνουν μόνο αν η επιτυχία είναι εξασφαλισμένη, αν υπάρχει κέρδος σε εφόδια και αν οι απώλειες είναι λίγες. Σημαντικό ρόλο όμως παίζει και η μορφολογία του εδάφους και η καλή γνώση του από τους αντάρτες. Από τα διαφορετικά είδη εδάφους, οι ορεινοί όγκοι, οι ζούγκλες και τα δάση ευνοούν τον ανταρτοπόλεμο. Το ίδιο ισχύει και για τις ελώδεις περιοχές.
Ο ΤΣΕ ΣΤΟ ΚΟΝΓΚΟ, 1965.
Μία από τις σημαντικότερες επινοήσεις του Τσε ήταν η έννοια της «ένοπλης προπαγάνδας», δηλαδή η ιδέα ότι οι αντάρτικες κινήσεις δεν έχουν ως αποκλειστικό στόχο την άμεση στρατιωτική νίκη επί του εχθρού, αλλά χρησιμεύουν και στο να υποσκάπτουν το ηθικό του, να ξεσκεπάζουν τις αδυναμίες του και να εδραιώνουν την πίστη του λαού στην επανάσταση. Η πολιτική δραστηριότητα του αντάρτικου, για τον Τσε δεν περιορίζεται καθόλου στην «κλασσική» προπαγάνδα: διεξάγει την «προπαγάνδα διά των γεγονότων», από τη μια με τις ίδιες τις ένοπλες δραστηριότητες, που δείχνουν το τρωτό του αντιπάλου, από την άλλη, με την εφαρμογή, στις περιοχές που ελέγχει, κοινωνικών μέτρων επαναστατικού χαρακτήρα: «απαλλοτρίωση», κατοχή και διανομή των γαιών στους χωρικούς, οργάνωση συνεταιρισμών, εγκαθίδρυση δικαστηρίου και διοίκησης, έκδοση επαναστατικών νόμων κ.λπ. «Το αντάρτικο παρουσιάζεται έτσι σταδιακά ως εξουσία κατ’ εναλλαγή αντίθετη στην εγκατεστημένη εξουσία, σαν νέα νομιμότητα που αντικαθιστά το νόμο του κράτους: επαναστατική εξουσία και νομοθεσία που εξυπηρετούν τα συμφέροντα και τις κοινωνικές βλέψεις των λαϊκών μαζών και που εξουδετερώνουν το όργανο καταπίεσης της κυρίαρχης τάξης».
Τέλος σε ό,τι αφορά τον εξοπλισμό, ο Τσε ως ιδανικό όπλο της εποχής του θεωρούσε το αμερικανικής κατασκευής Μ-1, γνωστό ως Garand, καθώς και όπλα μεγάλου βεληνεκούς που επιτρέπουν στους αντάρτες να πυροβολούν τον αντίπαλο από απόσταση. «Η ιδανική σύνθεση για μια αντάρτικη ομάδα της τάξεως των 25 ανδρών θα ήταν: 10 με 15 τουφέκια και δέκα αυτόματα όπλα είτε Garand είτε περίστροφα, συμπεριλαμβανομένων των ελαφρών και εύκολα μεταφερόμενων όπλων όπως το Μπράουνινγκ και το μοντέρνο βελγικό FAL και ημιαυτόματα όπλα Μ-14», αναφέρει στον «Ανταρτοπόλεμο».
Ο ίδιος ο Τσε ποτέ δεν φαντάστηκε τον αντίκτυπο που θα έχουν οι στρατιωτικοπολιτικές προτάσεις του και η θεωρία του για τον ανταρτοπόλεμο. Το εγχειρίδιο περί ανταρτοπόλεμου που συνέγραψε υπήρξε αληθινό «Ευαγγέλιο» για μια σειρά από επαναστατικά κινήματα σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Τσε το συνέγραψε έναν χρόνο μετά την πτώση του Μπατίστα και την κατάληψη της εξουσίας στην Κούβα, το 1960.
* Ο Πάνος Πικραμένος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το κείμενο περιλαμβάνεται στη μονογραφία «Τσε Γκεβάρα: Ο Τελευταίος Πραγματικός Επαναστάτης», εκδόσεις Αμυντική Γραμμή.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
“Κόλπος των χοίρων” οι 72 ώρες μιας απόβασης που οι Αμερικάνοι δεν θέλουν να θυμούνται-ο ρόλος της CIA
Το «ημερολόγιο μοτοσυκλέτας» έκλεισε. «Έφυγε» ο σύντροφος του Τσε.