Ο «Μαύρος Σεπτέμβρης» του ελληνισμού ξετυλίγεται στο βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος με τίτλο «Σμύρνη 1922 – Η καταστροφή μιας πόλης», της αρμένισσας καθηγήτριας λογοτεχνίας στο αμερικανικό πανεπιστήμιο Κολούμπια, Μάρτζορι Χουσεπιάν Ντόμπκιν (1922-2013) που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, δύο μήνες αφότου ο παππούς της σκοτώθηκε από Tούρκο στρατιώτη στη φωτιά της Σμύρνης.
Πρόκειται για επανέκδοση ενός ιστορικού ντοκουμέντου 350 σελίδων, βασισμένο στην αμερικανόγλωσση κυρίως βιβλιογραφία και σε μαρτυρίες Αρμενίων που επέζησαν από τη φρίκη εκείνου του ολοκαυτώματος.
Όπως γράφει ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης στον πρόλογο, ο ελληνικός και αρμενικός πληθυσμός της Σμύρνης και της υπόλοιπης Ιωνίας, ήταν ανενημέρωτος, τόσο για τις προθέσεις του Κεμάλ να επιβάλλει την «τελική λύση» της εθνοκάθαρσης, όσο και τις προθέσεις των συμμάχων να τηρήσουν ουδετερότητα αλλά και την βούληση της μοναρχικής κυβέρνησης των Αθηνών να μην υπερασπιστεί τις Ιωνικές πατρίδες, έστω και για την τιμή των όπλων, αφήνοντας τον άμαχο πληθυσμό στο έλεος των Κεμαλικών.
Υπογραμμίζει μάλιστα, ότι μέχρι και την τελευταία στιγμή η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος έμεινε πιστή στο νόμο 2870/1922 ο οποίος είχε ψηφιστεί επί πρωθυπουργίας Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη με την υπογραφή του Βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος απαγόρευε την έξοδο των Ελλήνων και των Αρμενίων από τη Μικρά Ασία, χωρίς την άδεια των Συμμαχικών αρχών.
Απαγορεύτηκε επίσης η δράση της οργάνωσης «Μικρασιατική Αμυνα» η οποία υπό την ηγεσία του Χρυσοστόμου Σμύρνης αποσκοπούσε στη συγκρότηση ελληνικού μικρασιατικού στρατού και την ανακήρυξη αυτόνομου ιωνικού κράτους.
Έτσι, τα ελληνικά πλοία αναχωρούσαν από το λιμάνι της Σμύρνης τον Σεπτέμβριο του ’22 χωρίς να πάρουν μαζί τους ούτε έναν Έλληνα ή Αρμένιο!
Τον νόμο αυτό… σεβάστηκαν και τα ναυλοχούντα αμερικανικά, βρετανικά, ιταλικά και γαλλικά πολεμικά τα πληρώματα των οποίων έριχναν καυτό νερό σε όσους απελπισμένους πλησίαζαν με βάρκες για να τους σώσουν. Έπρεπε να καταστραφούν τα εννέα δέκατα της πόλης, από τη φωτιά, να λεηλατηθούν τα ελληνικά και αρμένικα σπίτια, να βιαστούν γυναίκες από λυσσασμένους για εκδίκηση -όπως ισχυριζόταν- Tούρκους άτακτους και στρατιώτες, να σφαγιαστούν εκατοντάδες πρόσφυγες, για να αποφασίσουν Αμερικάνοι και Γάλλοι κυβερνήτες να μεταφέρουν στο τέλος του Σεπτέμβρη τους δεδιωγμένους στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Η συγγραφέας, αφού κάνει μια ιστορική επισκόπηση από τις απαρχές της αρχαιότητας μέχρι την 15η Μαΐου 1919, ώρα 8 το πρωί, όταν μπήκαν στο λιμάνι τα ελληνικά πολεμικά, δεν παραλείπει να καταγράψει ότι ενώ οι Έλληνες στρατιώτες προήλαυναν, Έλληνες πολίτες θέλοντας να ανταποδώσουν τις τουρκικές βιαιότητες επιτέθηκαν σε μουσουλμάνους κλέβοντας, βιάζοντας και σκοτώνοντας.
Ο στρατηγός Αλί Ναντί Πασάς, διοικητής της τουρκικής μονάδας, ισχυρίστηκε ότι την πρώτη μέρα είχε σαράντα νεκρούς και διαμαρτυρήθηκε γιατί, λέει, οι Ελληνες είχαν αναγκάσει τους στρατιώτες του να φωνάζουν «Ζήτω η Ελλάδα, Ζήτω ο Βενιζέλος».
Η συγγραφέας επισημαίνει τη μεταστροφή των Συμμάχων υπέρ του εθνικιστή Κεμάλ Ατατούρκ, καθώς θεωρούσαν δόλια τη συμπεριφορά του γερμανόφιλου Κωνσταντίνου στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά τον εκμηδενισμό πέντε ελληνικών μεραρχιών και τη σύλληψη 50.000 αιχμαλώτων, η ελληνική υποχώρηση μετατράπηκε σε πανικόβλητη φυγή μέσα από μια μισητή γη, τα χωριά της οποίας πυρπολούσαν.
Από εκεί και πέρα, το βιβλίο περιγράφει πλήθος περιστατικών κόλασης μετά την είσοδο των Τούρκων στη «Σμύρνη των απίστων». Σκηνές βαναυσότητας, απανθρωπιάς και κτηνωδίας με στόχο πρώτα τον αρμένικο πληθυσμό και αμέσως μετά τον ελληνικό. Φρικτή είναι η περιγραφή του πως μαρτύρησε ο μητροπολίτης Χρυσόστομος ο οποίος κλήθηκε από τον στρατηγό Νουρεντίν στην αίθουσα συνεδριάσεων του διοικητηρίου. Τον έφτυσε, του έδειξε ένα φάκελο πάνω στο γραφείο του με την απόφαση επαναστατικού δικαστηρίου της Αγκυρας για καταδίκη σε θάνατο και τον παρέδωσε στον όχλο προτρέποντας να εφαρμόσει τη δικαστική απόφαση. «Του ξύρισαν τα γένια, του έβγαλαν τα μάτια, του έκοψαν τα αυτιά, τη μύτη και τα χέρια. Καμιά δεκαριά Γάλλοι ναύτες που είχαν συνοδεύσει τον Χρυσόστομο στο διοικητήριο στέκονταν παράμερα».
Αποστομώνοντας την μέχρι σήμερα τουρκική προπαγάνδα ότι την φωτιά την έβαλαν Ελληνες ή Αρμένιοι, το βιβλίο παραθέτει μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν ότι Τούρκοι στρατιώτες, υπό την επίβλεψη αξιωματικών, μετέφεραν πετρέλαιο στην ελληνική και αρμενική συνοικία πυρπολώντας σπίτια και καταστήματα, αφήνοντας βέβαια άθικτο τον τουρκικό μαχαλά. Την Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 1919, μετά από ένα τριήμερο πυρπολήσεων η φωτιά είχε αρχίσει να καταλαγιάζει γιατί δεν είχε απομείνει τίποτα για κάψιμο. Για πολλά βράδια οι πυρπολητές φόρτωναν σε φορτηγά τους νεκρούς και τους πήγαιναν στην ενδοχώρα για τελειωτικό κάψιμο…