Κίτρινη Κορδέλα: Η κόλαση των στρατιωτικών επιχειρήσεων στο Ιράκ

Δέκα ακριβώς χρόνια μετά την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ, ένας νεαρός Αμερικανός συγγραφέας έρχεται να αποκαλύψει, χωρίς να πέσει ούτε μία φορά στην παγίδα της καταγγελίας και της πολιτικολογίας, την καθημερινή κόλαση των στρατιωτικών επιχειρήσεων και τις εκατόμβες των νεκρών τόσο από τη μια όσο και από την άλλη πλευρά.

Γεννημένος το 1980 στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια, ο Κέβιν Πάουερς κατατάχθηκε στον αμερικανικό στρατό και πολέμησε στο Ιράκ από το 2004 ώς το 2005 με την ειδικότητα του πυροβολητή. Η σκληρή εμπειρία του πολέμου τον οδήγησε γρήγορα στη λογοτεχνία και στο πρώτο του μυθιστόρημα, που δημοσιεύτηκε κατά τη διάρκεια της περσινής χρονιάς στην Αμερική, υπό τον τίτλο «Κίτρινη κορδέλα», κερδίζοντας αμέσως τόσο τους αναγνώστες όσο και την κριτική. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με σαφώς αυτοβιογραφική βάση και πυκνούς λυρικούς τόνους, που χρωματίζουν αμέσως με εξαιρετική ζωηράδα την αντίθεση ανάμεσα στον σπαραγμένο εσωτερικό κόσμο του ήρωα και τη φονική πραγματικότητα με την οποία έρχεται αντιμέτωπος κάθε ώρα και κάθε λεπτό της ημέρας.

Πρωταγωνιστικό ρόλο στην «Κίτρινη κορδέλα», που κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά, σε μετάφραση Μυρσίνης Γκανά (εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 262), αναλαμβάνουν ο Μπαρτ και ο Μερφ. Η διμοιρία τους βρίσκεται στην Ταλ Αφάρ και μπλέκεται από την πρώτη στιγμή σε εξοντωτικές μάχες. Οι νεκροί σχηματίζουν σωρούς τόσο στο ιρακινό όσο και στο αμερικανικό στρατόπεδο και οι σχεδόν αμούστακοι ήρωες (ο Μπαρτ είναι είκοσι ενός ετών και ο Μερφ δεκαεννιά) νιώθουν να χάνουν βαθμιαία όλες τις ψυχικές και τις σωματικές τους δυνάμεις.

Υποχρεωμένοι να αποδυθούν σ’ έναν αγώνα άγριας επιβίωσης, ο Μπαρτ και ο Μερφ θα δουν τα πάντα να τινάζονται στον αέρα τριγύρω τους σ’ έναν πόλεμο δίχως άκρη και δίχως ορατό τερματισμό. Οι συνάδελφοί τους πέφτουν αιμόφυρτοι στο έδαφος ή ακρωτηριάζονται εν ριπή οφθαλμού, οι ίδιοι δέχονται βροχή από σφαίρες και όλμους, τα αμερικανικά ελικόπτερα σαρώνουν ολόκληρες συνοικίες με ανυπεράσπιστο πληθυσμό ενώ οι πάντες καταλαμβάνονται από τον πανικό και τον τρόμο. Οι καλύτερες συγγραφικές στιγμές του Πάουερς αναδεικνύονται όταν περιγράφει τους όρους εξάπλωσης αυτού του τρόμου: από τον σιωπηρό τρόπο με τον οποίο αποτυπώνεται στο βλέμμα αξιωματικών και υπαξιωματικών μέχρι τις ενδημικές διαστάσεις τις οποίες αποκτά μεταξύ των στρατιωτών.

Ο Μπαρτ και ο Μερφ δεν θα εξαιρεθούν, βεβαίως, από τον σιδερένιο κανόνα του τρόμου. Με τη διαφορά ότι στην περίπτωσή τους θα ισχύσει και κάτι άλλο: η ασυγκράτητη χαρά και, ταυτοχρόνως, η βαριά ενοχή για το ότι μπορεί να πεθαίνουν οι άλλοι αλλά όχι κι οι ίδιοι. Όταν, όμως, ο Μερφ θα συναντήσει με τη σειρά του τον θάνατο (έναν θάνατο ύπουλο και σκοτεινό, που θα παραμορφώσει φρικτά το κορμί του), η χαρά θα κάνει φτερά και ο Μπαρτ θα συντριβεί από το χειρότερο είδος επίγνωσης: την επίγνωση πως δεν κατάφερε να κάνει κάτι για να σώσει τον φίλο του.

Ο Μπαρτ θα επιστρέψει έτσι στην πατρίδα του ψυχικά ανάπηρος, σε μια κατάσταση μόνιμης δυσανεξίας και σύγχυσης. Αδειασμένος από το οποιοδήποτε συναίσθημα, θα δείξει παγερή αδιαφορία για τη μητέρα του και για τους παιδικούς του φίλους, θα βυθιστεί στην κατάθλιψη και θα φλερτάρει πολύ σοβαρά με την ιδέα της αυτοκτονίας, έχοντας χάσει την οποιαδήποτε προοπτική για το μέλλον: ένα φάντασμα ικανό να ζήσει μόνο με το στοιχειωμένο του παρελθόν, αλλά κι ένα πρόσωπο που θα κατανοήσει εντέλει βαθιά (πετυχαίνοντας την κάθαρση) τη ζωογόνο δύναμη της φιλίας και το εντελώς μάταιο μένος του πολέμου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η ιστορία ενός στρατιώτη 1918 – 1922

«Ημερολόγια πολέμου»! Η εισβολή στο Ιράκ, όπως δεν έχει ειπωθεί