Ένα βιβλίο-ντοκουμέντο για την πρώτη ελληνική στρατιωτική επέμβαση έξω από τα εθνικά μας σύνορα, κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Κέδρος».
Τίτλος: «Η εκστρατεία της Ουκρανίας (Ιανουάριος- Μάιος 1919)». Συγγραφέας ο στρατηγός Κωνσταντίνος Νίδερ (1865-1943) γιος του Βαυαρού γιατρού Φραγκίσκου Νίδερ, ο οποίος ήρθε με τον Όθωνα στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι αποκτώντας την ελληνική υπηκοότητα. Ο γιος του Κωνσταντίνος, απόφοιτος της σχολής Ευελπίδων, υπήρξε διοικητής του Α’ Σώματος Στρατού που οργάνωσε την εκστρατεία εναντίον των Μπολσεβίκων του Λένιν. Ύστερα από την υποχώρηση από τα ουκρανικά εδάφη ανέλαβε διοικητής του ελληνικού στρατού που κατέλαβε την Μικρά Ασία το 1919. Όπως αναφέρει ο επιμελητής-σχολιαστής της έκδοσης των 606 σελίδων, Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, η εργασία αυτή επανέρχεται για πρώτη φορά στην δημοσιότητα μετά τη δημοσίευσή της στη Στρατιωτική και Ναυτική εγκυκλοπαίδεια σε έκδοση του 1930.
Πρόκειται για μια εξαντλητική προσωπική καταγραφή αυτής της επιχείρησης, η οποία έγινε κάτω από τις εντολές των γαλλικών δυνάμεων, προκειμένου να χτυπηθεί η κοινωνική επανάσταση στη Ρωσία, η οποία είχε εξολοθρεύσει το απολυταρχικό καθεστώς του Τσάρου και απειλούσε τα άλλα καπιταλιστικά καθεστώτα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος διέθεσε στους Συμμάχους τις δυνάμεις αυτές, θεωρώντας ότι άνοιγε τον δρόμο προς την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη για την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας.
Μέσα από το πλούσιο υλικό του βιβλίου, που περιλαμβάνει ημερολόγιο στρατιωτικών γεγονότων, τις εξελίξεις στα μέτωπα της Οδησσού και της Κριμαίας καθώς και επιτελικά κείμενα, αναδεικνύεται η τραγική ιστορία των πέντε μηνών που ακολούθησε τις νικηφόρες μάχες των Ελλήνων στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να εξαπλώσουν την Ελλάδα από το δυτικό άκρο της χερσονήσου του Αίμου μέχρι σχεδόν τα στενά των Δαρδανελίων με τη συνθήκη των Σεβρών.
Ο στρατηγός, γράφοντας σε αξιοσημείωτη ψύχραιμη γλώσσα, βοηθάει τον αναγνώστη να ενημερωθεί για τις προετοιμασίες, τις επιχειρήσεις, και την ήττα. Και να «ζήσει» την άτακτη υποχώρηση Γάλλων και Ελλήνων από την Ουκρανία στην Βεσσαραβία (τη σημερινή Μολδαβία) και Ρουμανία. Επιπλέον, να δει την επικράτηση των επαναστατών σε όλη την έκταση της ρώσικης επικράτειας , την ανικανότητα των Λευκορώσων να αξιοποιήσουν τις συμμαχικές ενισχύσεις, την αιφνιδιαστική συμμαχία των Νεότουρκων του Κεμάλ με τους επαναστάτες του Λένιν, τον ανταγωνισμό των ευρωπαϊκών δυνάμεων και την αναδυόμενη οικονομική- πολιτική ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η ηγέτιδα πολιτική τάξη της εποχής εύκολα πίστεψε ότι οι σύμμαχοι θα ανεχόταν την επέκταση των εθνικών συνόρων στη Μικρά Ασία με επίκεντρο τη Σμύρνη. «Ο ρόλος που είχε παίξει η Ελλάδα τα χρόνια των Βαλκανικών Πολέμων ως την άφιξη στη Σμύρνη ήταν μεγάλος για μια μικρή χώρα. Και η χώρα απέδειξε πως ήταν πραγματικά μικρή: Δεν έπαψε να στοιχηματίζει στα λάθη της» υπογραμμίζει ο επιμελητής.
Το βασικό συμπέρασμα από την πληθώρα των στοιχείων, των γεγονότων, των προσωπικών περιστατικών και των στρατηγικών επιλογών κάθε πλευράς ,είναι ότι η άκριτη συμμετοχή τού υπό διαμόρφωση ελληνικού κράτους σε αυτό τον πόλεμο διευκόλυνε την ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ του αστικού κινήματος των Νεότουρκων και της λενινιστικής επανάστασης.
Χαρακτηριστική είναι η είδηση που δημοσίευσε η εφημερίδα «Εμπρός» στις 12 Ιουλίου 1920 υπό τον τίτλο «Ο Κεμάλ μπολσεβίκος!». Επικαλούμενη το πρακτορείο Reuters αναγγέλλει ότι «η κυβέρνησις της Μόσχας σκέφτεται να αποστείλλει όσον το δυνατόν ταχύτερον στρατιωτικήν συνδρομή προς τους Κεμαλιστάς». Και συνεχίζει: «Τηλεγράφημα εκ Κωνσταντινουπόλεως αγγέλλει ότι ο Κεμάλ απηύθυνε προκήρυξιν προς τους πληθυσμούς της Μικράς Ασίας καθαρώς μπολσεβικικήν, εξαίρων τα αγαθά του σοβιετισμού».
Ο επιμελητής εξηγεί στον πρόλογο ότι απέφυγε να λάβει υπόψη του τις κατηγορίες και των δύο πλευρών –κατηγορίες περί προδοσίας ή ιμπεριαλιστικών σχεδίων- προτιμώντας αντί καταδικαστικών σχολίων να παραθέσει στο παράρτημα ανταποκρίσεις των εφημερίδων της εποχής, πρακτικά της ελληνικής Βουλής από επίμαχες συνεδριάσεις, άρθρα συγγραφέων για τα αίτια της εκστρατείας, εκθέσεις του Γενικού Επιτελείου Στρατού και της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, μαρτυρίες μέσα από ημερολόγια στρατιωτών και αρχειακά τεκμήρια. Ξεχωρίζει, βέβαια, το κείμενο του Αναστάσιου Πεπονή για τον Νικόλαο Πλαστήρα ο οποίος ήταν ο διοικητής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων.
Το συμπέρασμα του Φίλιππου Δρακονταειδή συνιστά διαχρονική προειδοποίηση: «Θα έλεγε κανείς πως η Ελλάδα έφτασε στην Ουκρανία με τον τρόπο που την διακρίνει. Ενθουσιώδης υπερβολικά, ανοργάνωτη υπερβολικά, αστόχαστη υπερβολικά. Εκεί πολέμησε ηρωικώς υπερβολικά και ηττήθηκε σιωπηρώς υπερβολικά»…
Είναι ένα διδακτικό αφήγημα τεκμηρίων για μια εκστρατεία που είχε 398 νεκρούς, 675 τραυματίες και- συνήθως- αποσιωπάται από την κρατική ιστορία. Και όμως! Υπήρξε η εισαγωγή για την τραγωδία του 1922…