Έτοιμος να προσφέρει στους λάτρεις της ιστορίας νέα «ταξίδια» στο ένδοξο, ναυτικό παρελθόν της Ελλάδας είναι ο τυχερός «Μπαρμπα-Γιώργης» του Πολεμικού Ναυτικού, το «Θωρηκτό Αβέρωφ».
Οι εργασίες συντήρησης στο θωρακισμένο καταδρομικό, στο Πλωτό Μουσείο του Πολεμικού Ναυτικού, ολοκληρώθηκαν και πλέον από την Τρίτη μπορεί να ξαναδεχθεί επισκέπτες και σχολεία , στη μόνιμη θέση ελλιμενισμού του, στη Μαρίνα Φλοίσβου, στο Τροκαντερό.
Όπως έγινε γνωστό από το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού, οι επισκέψεις μαθητών και οργανωμένων ομάδων προγραμματίζονται μόνιο μετά από τηλεφωνική κράτηση στο 210-9888211, από Τρίτη έως Παρασκευή και από 09:00-14:00.
Το ωράριο επισκέψεων για το κοινό έχει ως εξής:
Από Τρίτη έως Παρασκευή : 09:00 – 14:00 και
Σάββατο-Κυριακή-Αργίες: 10:00-17:00
Ο θρύλος του Θ/Κ «Αβέρωφ»
Το ενδοξότερο πλοίο της νεότερης Ελλάδας, το μοναδικό ελληνικό έδαφος το οποίο δεν υποδουλώθηκε ποτέ σε ξένο κατακτητή, είναι το μοναδικό πλοίο που σώζεται σε ολόκληρο τον κόσμο, που πήρε μέρος στις δύο παγκόσμιες συρράξεις του 20ου αιώνα.
Από τη στιγμή που αποκτήθηκε, όταν η Ελλάδα βρισκόταν υπό τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, το θωρηκτό Αβέρωφ συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του με τη διαμόρφωση ιστορικών γεγονότων της χώρας.
Ο «Τυχερός Μπάρμπα Γιώργης», παρατσούκλι που πήρε από το πλήρωμά του μετά τη ναυμαχία της «Έλλης» ήταν η ναυαρχίδα του ελληνικού στόλου στους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους, με παρουσία συνεχή σε όλα τα πολεμικά δρώμενα της χώρας μέχρι και το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στη ναυμαχία της Λήμνου, στις επιχειρήσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας, με εσωτερικούς αντιπάλους, κατά το Κίνημα του 1935, όταν όντας το ισχυρότερο πλοίο των κινηματιών βομβαρδίστηκε -χωρίς επιτυχία- από αεροπλάνα των κυβερνητικών, με αποκορύφωμα τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι και τις τελετές ενσωμάτωσης των Δωδεκανήσων και την ολοκλήρωση των συνόρων της σύγχρονης Ελλάδας, το Αβέρωφ καταξιώθηκε στη συνείδηση του λαού ως εθνικό σύμβολο.
Το θωρακισμένο καταδρομικό, όπως στην πραγματικότητα είναι, παρά την ονομασία του ως θωρηκτού, ναυπηγήθηκε στα Ναυπηγεία Ορλάντο στο Λιβόρνο της Ιταλίας την περίοδο 1908-1911 και εντάχθηκε στο Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό.
Τα στρατηγικά, τεχνολογικά και επιχειρησιακά δεδομένα ενός ενδεχόμενου ναυτικού πολέμου στις ελληνικές θάλασσες κατά το 1909 απαιτούσαν την ένταξη στον ελληνικό στόλο θωρηκτής μονάδας μεγάλης ταχύτητας.
Η υλοποίηση του στόχου αυτού αναλήφθηκε από το Κίνημα στου Γουδή και συγκεκριμένα από τον πλοίαρχο Δαμιανό, τον Υπουργό Ναυτικών της φιλικής προς το Κίνημα κυβέρνησης Μαυρομιχάλη και τον τμηματάρχη υλικού του Υπουργείου αυτού, πλοίαρχο Γούδα.
Οι δύο άνδρες προώθησαν την αγορά του Αβέρωφ, του τρίτου πλοίου της σειράς Πίζα. Ο «Αβέρωφ» αγοράστηκε στις 30 Νοεμβρίου 1909, αντί 22.300.000 δραχμών και το ένα τρίτο της δαπάνης καλύφθηκε από το κληροδότημα του εθνικού ευεργέτη Γ. Αβέρωφ.
Το 10.200 τόνων θωρακισμένο καταδρομικό, το «διαβολοβάπορο» για τους Τούρκους (σεϊτάν παπόρ), είχε ιταλικές μηχανές 19.000 ίππων, 22 γαλλικούς λέβητες, γερμανικές γεννήτριες και αγγλικά πυροβόλα 190 και 234 χιλιοστών τύπου ARMSTRONG, με μέγιστη ταχύτητα 23 κόμβους. Καθελκύστηκε στις 12 Μαρτίου 1910, παραλήφθηκε στις 16 Μαΐου 1911 και την 1η Σεπτεμβρίου 1911 κατέπλευσε στον Πειραιά.
Με πλήρωμα 20 αξιωματικών και 670 ναυτών, ήταν την εποχή εκείνη το πιο σύγχρονο και ισχυρό πλοίο στην Ανατολική Μεσόγειο και ιδιαίτερα στο Αιγαίο και έγινε αμέσως η ναυαρχίδα του απαρχαιωμένου ελληνικού στόλου.
Με την έναρξη του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, τον Οκτώβριο του 1912, το «Αβέρωφ», επικεφαλής του Στόλου του Αιγαίου υπό τον Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, απέπλευσε προς τα Δαρδανέλια. Ναυμάχησε τον οθωμανικό στόλο δύο φορές, στη Ναυμαχία της Έλλης, στις 3 Δεκεμβρίου 1912 και στη Ναυμαχία της Λήμνου στις 5 Ιανουαρίου 1913.
Κατέλαβε τη Λήμνο και στον όρμο του Μούδρου, εγκαταστάθηκε το προχωρημένο αγκυροβόλιο του Στόλου. Ακολούθησε η κατάληψη του Αγίου Όρους, των νησιών του βορείου και ανατολικού Αιγαίου. Ήταν η αρχή της γέννησης του μύθου. Η έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και η πρώτη διετία αποτέλεσαν για τον Αβέρωφ μια εργώδη περίοδο, με την συμμετοχή του στη φρούρηση της εξόδου των Δαρδανελίων, τους τελευταίους μήνες του 1914.
Την περίοδο 1921-1922 χρησιμοποιήθηκε ως ναυαρχίδα του Πρώτου Στόλου με ορμητήριο την Κωνστα- ντινούπολη και είχε ως κύρια ευθύνη την διενέργεια περιπολιών στη Μαύρη Θάλασσα. Κατά τη διάρκεια αυτών βομβάρδισε τη Σαμψούντα την 25η Μαΐου 1922.
Μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης συμμετείχε στην καταστολή του κινήματος των στρατηγών Λεοναρδόπουλου και Γαργαλίδη. Μια δωδεκαετία αργότερα πρωτοστάτησε στο βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 κατά τη διάρκεια του οποίου βομβαρδίστηκε, ανεπιτυχώς, από την κυβερνητική αεροπορία.
Η αποψίλωση του Στόλου από βαθμοφόρους και κατώτερα στελέχη, αμέσως μετά την καταστολή του βενιζελικού κινήματος, οδήγησε στο να περιέλθει σε κατάσταση εφεδρείας με το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματός του να μεταφέρεται στον Ελληνικό Στρατό. Με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Ελληνικός Στόλος αποδημεί στην Αλεξάνδρεια και μαζί του φεύγει και το «Γ. Αβέρωφ».
Από την Αλεξάνδρεια το Θωρηκτό θα βρεθεί στη Βομβάη, περιπολώντας στον Ινδικό Ωκεανό. Με το τέλος του πολέμου, αγκυροβόλησε, μαζί με τον υπόλοιπο στόλο, στο Φάληρο, στις 17 Οκτωβρίου 1944, φέρνοντας πίσω την τότε κυβέρνηση. Το 1947 συμμετείχε στους εορτασμούς για την Απελευθέρωση των Δωδεκανήσων και γερασμένο πια το 1952 διατάχθηκε ο παροπλισμός του.
Δίνοντας την τελευταία του μάχη με την ιστορική μνήμη, πέρασε για τριάντα χρόνια στο περιθώριο, έως το 1984 όταν το Πολεμικό Ναυτικό αποφάσισε να το αποκαταστήσει ως μουσείο, όπου λειτουργεί ως σήμερα, αγκυροβολημένο στο Φαληρικό, στη θέση Τροκαντερό.