«Ο Καπετάνιος έφυγε» – Ο Αντώνης Κακαράς γράφει για τον Νίκο Παππά

Γράφει ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΚΑΡΑΣ*
 
Έρχονταν να τον χαιρετήσουν, να πάρουν βεβαίως κάτι κι απ’ αυτόν, αμ τι νομίζετε γίνεται και τούτο με το που πλησιάζεις τέτοιους, είναι η αύρα τους, έτσι λένε, κάποιος πέταξε πως πολλά έχουν γραφτεί κι ακουστεί γι’ αυτόν, γιατί θαρρείς εσύ που μερικοί στραβομουτσουνιάζουν, Νισάφι, λένε, κι άλλοι κάνανε αντίσταση, και εννοούν τον εαυτό τους, ή ακόμα χειρότερα εννοούν, πως κι αν δεν αντέδρασαν οι ίδιοι, το αποφύγανε γιατί του λόγου τους δεν περιφέρανε στη Μεσόγειο τα όπλα που τους εμπιστεύτηκε η πατρίδα και μάλιστα σε χώρα που κάποτε μας επιτέθηκε, τ’ ακούς και μελαγχολείς γιατί δικαιώνονται όσοι ισχυρίζονται πως με κάτι τέτοια αδυνάτισε κι ο κοινωνικός ιστός και φτάσαμε για φούντο, Άντε ρε που φταίει η κοινωνία  για το ρημαδιό που γίναμε…

Τέλος πάντων, όπως και να ‘χει τέτοιες μέρες σε τέτοια μάζωξη, ο κόσμος τη συζήτηση την έφερνε στην κρίση, αντιπαραβάλλοντας τη συγκεκριμένη πράξη τότε του καπετάνιου και των ανθρώπων του με το τι γίνεται σήμερα, Ορίστε που ξεσπαθώσουν οι χουντικοί πάλι, πέταξε κάποιος άλλος, τι θα τους πεις σαν ισχυρίζονται πως δικός τους δεν έκλεψε, δεν καταχράστηκε, δεν σκόρπισε δισεκατομμύρια σε παράγοντες και λαμόγια, Τι θες να πεις, όρμισε ο κατέχων την αλήθεια, μήπως δεν έφαγαν και τότε οι ίδιοι που τρώνε και σήμερα, ήταν σύμπτωση που η χούντα έπεσε εκεί πάνω που άρχισαν να ευημερούν οι αριθμοί στην οικονομία, Δεν ήταν μόνο οι αριθμοί που ευημερούσαν, άστα αυτά, πετάχτηκε ο άλλος, σε ρωτάω λαμόγια είχαμε τότε, τουλάχιστον τόσα που μας προκύψανε αργότερα επί σοσιαλιστών και νεοφιλελεύθερων που τους μπερδεύω τώρα αυτουνούς, τόσο ίδιοι είναι σαν τι νομίζεις εσύ, είχαμε για πες μας, ρώτησε και συμπλήρωσε, Και μη μπερδεύουμε το θέμα της δημοκρατίας με το μέλι και τους εραστές του, αυτό πάντα τραβάει τις μύγες και τις αρκούδες, αν κι ο νοικοκύρης τις αφήσει τότε βρωμίζουν τα πάντα,  αυτό λοιπόν έγινε τα τελευταία χρόνια ….

Μα τι πιάσατε για συζήτηση, μπήκε στη μέση ενοχλημένος κάποιος από δίπλα, ήρθαμε για το Μεγάλο και καθόμαστε να….Ορίστε κι ο άλλος, δεν μπόρεσε να μην έρθει να πάρει μεράδι από τη δόξα, θα μιλήσει κιόλας, λέει, Αφού είναι υπουργός της άμυνας να μη μιλήσει, πάλι καλά που η πολιτεία τιμάει τον δικό μας, Η πολιτεία δεν τιμάει τον δικό μας, εμείς τον τιμάμε, οι παλιοί του ναύτες τον τιμάνε, η πολιτεία απλά αναγνωρίζει πως έκανε αυτό που έκανε επί χούντας, αν είχαν μυαλό θα βάζανε στα βιβλία της ιστορίας την υπόθεση αυτή, ήταν ή δεν ήταν γεγονός μεγάλης σημασίας αλλά και η όλη προετοιμασία για κίνημα, οι συλλήψεις, οι κακουχίες τους, κι αυτό το εκρηκτικό με το ΒΕΛΟΣ, μην τα ισοπεδώνουμε όλα να πάρει η ευχή να πάρει, ξεχνάτε τι χαμός έγινε, δηλαδή πώς έπρεπε να αξιοποιήσει ένας κυβερνήτης το πλοίο που κυβερνούσε και κυρίως τον κόσμο που διοικούσε και κουμαντάριζε τέτοιο όπλο, υπήρχε καλύτερη χρήση ενός πολεμικού απ’ αυτήν, κι ας λένε ότι θένε όσοι προτιμούσαν να μη γίνει τίποτε διότι, εκτεθήκαμε, λένε, στο ΝΑΤΟ, έτσι εκτίθεσαι βρε άσχετε και κυρίως στο ΝΑΤΟ, εδώ ακούστηκε πως ακόμα κι εκεί χαρήκανε, αν είναι δυνατόν, που πλοίο ελληνικό έκανε την ανταρσία, και ενθουσιάστηκαν διότι διακήρυξαν οι αντάρτες του ΒΕΛΟΣ πως δεν τα βάζουν με το

Σύμφωνο, προσωπικά θα προτιμούσα να βγουν και να πουν πως κι αυτό το ρημάδι έχει ευθύνη που στέριωσε η χούντα, ξέχασες τον άλλο τον πλανητάρχη που ζήτησε προ ετών συγχωροχάρτι  για τη δικτατορία…

Άσε ρε παιδί μου τώρα, στην ώρα του το καθένα …ορίστε και αξιωματικοί που ποτές τους δεν είπαν κουβέντα κατά της χούντας τότε, ήρθαν και τέτοιοι σήμερα εδώ, Ναι γιατί ο δικός σου δεν τους κυνήγησε όπως περίμεναν πως θα ‘κανε μόλις έφτανε στην κορυφή, βέβαια δεν τους χάιδεψε, αλλά δεν τους έκανε ζημιά, ούτε καν  σ’ όσους είχαν στραφεί ανοιχτά εναντίον του τότε, τέλος πάντων….Ρε συ τον βρήκα μια μέρα στο χωριό του σκαρφαλωμένο σε μια συκαμινιά μ’ ένα αλυσσοπρίονο, εβδομήντα χρονών και πάνω, να κόβει κλαριά μέσα στον ήλιο, τι είναι τούτος ρε, Αμ κάθε καλοκαίρι δεν παιδεύει μια παμπάλαια βάρκα, την καλαφατίζει, τη χαϊδεύει, τη βάφει και σαν ξεκινάει για ψάρεμα, μπάζει νερά και πάλι απ’ την αρχή, κάθονται και τον χαζεύουν οι χωριανοί του, σκέψου τώρα κατάσταση, αληθεύει πως….

Μάλλον αληθεύει αλλά δε λέει κουβέντα, είναι σκυλί στη δουλειά, έχει και την κυρά του να του μουρμουράει όλη μέρα, Τι όλη μέρα, πενήντα ένα χρόνια είπε ο ίδιος απ’ το μικρόφωνο πως τον πιλατεύει και τον μαλώνει, αλλά πού αυτός, φαντάσου ζευγάρι τώρα, αυτός αντάρτης της θάλασσας, πειρατής θα ‘τανε σ’ άλλη ζωή, να κουμαντάρει κάθε πλεούμενο, από βάρκα μέχρι όλων των ειδών τα πολεμικά και εμπορικά κι απ’ την άλλη να βάζει η Πούπα τα χέρια στη μέση και να του φωνάζει μπροστά σ’ όλους, και τούτος τι κάνει, Τι κάνει, τίποτα δεν κάνει, ούτε απαντάει, την έχει στα ώπα ώπα, μάνα των παιδιών του και σύντροφός του είναι, τον προσέχει, τον ντύνει, τον στολίζει, ας του φωνάζει από πάνω, μακάρι να κάνανε όλες έτσι, αλλιώτικος θα ‘τανε ο κόσμος, πρόσεξες τι είπε ο μικρός που ‘γραψε το βιβλίο,

Ποιος μικρός λες τώρα, Εννοώ πως ήτανε μικρός σαν έφυγε μαζί του έξω με το καράβι τους, Έτσι πες ντε, ο άνθρωπος είναι ασπρομάλλης, η κόρη του είναι η κούκλα εκείνη η μελαχρινή, κοτζάμ φοιτήτρια, τη βλέπεις εκεί πέρα με την αδερφή της, Βρε ποια αδερφή, μάννα της είναι συντρόφισσα του μικρού που είπες, καλήηη και τούτη, μέλι τρέχει απ’ την πέννα του δικού της σαν αναφέρεται στις γυναίκες του, μέλι, άκου μικρός, Θυμάσαι τι είχε γράψει τότε στη μεταπολίτευση για κείνο το πάρτυ τ’ αλλουνού του τρανού σοσιαλιστή με τα χαβιάρια, τις σαμπάνιες, τα κρέατα και τα τέτοια, πολύ το χάρηκα αδερφέ, Εγώ δεν το χάρηκα καθόλου, εννοώ το πάρτυ, αυτό δεν ήταν γιορτή, ήταν πρόκληση και προσβολή, άσε που τιμώρησε ο Aρχηγός τον σημερινό συγγραφέα τότε για το γράμμα και τελικά παραιτήθηκε, βλέπεις πως η στάση ζωής δεν έχει αλλάξει, οι αυτοχειριασμοί τέτοιου είδους και επιπέδου αποδεικνύουν …

Λοιπόν, λέω, πως δεν ήταν τυχαίο ότι τα τριάντα τόσα παιδιά που τον ακολούθησαν στην ανταρσία, αργάσανε το πετσί τους και γαλουχήθηκαν απ’ την απόφαση του Καπετάνιου τους και τη σύμπραξή τους κι εκεί και στη συνέχεια, κανείς τους δεν ξόκειλε μια ζωή μετά, όση επαγγελματική επιτυχία κι αν είχαν κάποιοι απ’ αυτούς, η ποιότητα έμεινε αναλλοίωτη, η στάση συνεπής με τα τότε, με τα μαθήματα που πήραν στον αγώνα και για τη ζωή και κατά της χούντας, αμούστακοι ακόμα….
Να ζούσε λέω κι ο Ζησιμόπουλος σήμερα, άδικο ήταν   να πάρει η ευχή, άδικο το τέλος του, Άδικο αλλά ηρωικό, Ναι αλλά αναρωτιέμαι εκείνον τον ηρωισμό που θαυμάζουμε, πόσοι τον ζηλεύουν σήμερα. Θυμάσαι αλήθεια τότε….εκεί που….
……………………………..
 
Τώρα… σήμερα… πριν λίγο… έφυγε κι ο Καπετάνιος, τα λένε με το Ζησιμόπουλο, το Μουστακλή, το Μήνη…

*Απόστρατος αξιωμταικό ΠΝ-Συγγραφέας