«Έχουν ανθρώπινα δικαιώματα οι στρατιωτικοί» ειδικά τώρα με «πρώτη φορά Αριστερά»;

Με κυβέρνηση “πρώτη φορά Αριστερά” το θέμα αποκτά άλλο ενδιαφέρον. Έχουν οι στρατιωτικοί ανθρώπινα δικαιώματα, που να προσεγγίζουν έστω αυτά των πολιτών; Υποτίθεται τουλάχιστον ότι η Αριστερά έχει μια άλλη άποψη για το θέμα και προεκλογικά τουλάχιστον δεσμευόταν ότι σ΄ ότι έχει να κάνει με τις Ενώσεις των στρατιωτικών θα έλυνε το θέμα οριστικά νομοθετώντας. Μέχρι στιγμής δεν κινείται τίποτα.

Η ομιλία του νομικού συμβούλου των στρατιωτικών Ενώσεων Γιώργου Αντωνακόπουλου στο πρόσφατο συνέδριο του Euromil στην Αθήνα θέτει το θέμα στην σωστή του -νομίζουμε- διάσταση.

Τι υποστήριξε στην ομιλία του:

Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι εννοιολογικά αδιαίρετα και ορίζουν το κοινωνικό δικαίωμα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Πράγματι, η άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως το δικαίωμα στη ζωή ή την απαγόρευση των βασανιστηρίων και της δουλείας, δεν μπορεί καθόλου να περιοριστεί. Ωστόσο, δικαιώματα του ανθρώπου δύνανται να προσαρμοστούν ή να περιοριστούν κάτω από ορισμένες συνθήκες και καταστάσεις.


Συγκεκριμένα, όσον αφορά το στρατιωτικό προσωπικό, η εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορεί να περιορίζεται λόγω των απαιτήσεων που σχετίζονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της στρατιωτικής ζωής. Οι ιδιαιτερότητες της στρατιωτικής ζωής που χρησιμοποιούνται, για να δικαιολογήσουν περιορισμούς στην άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στους στρατώνες, συχνά σχετίζονται με τη διατήρηση της τάξης και της πειθαρχίας στο στρατό, για την εμπέδωση της πολιτικής ουδετερότητας των ενόπλων δυνάμεων (Ε.Δ.), τη διατήρηση της επιχειρησιακής ικανότητας των Ε.Δ., την προστασία διαβαθμισμένων πληροφοριών, την υπακοή στις διαταγές των ανωτέρων και τη διατήρηση της ιεραρχικής δομής της στρατιωτικής οργάνωσης.

Σε ορισμένα κράτη, η άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων περιορίζεται, δυσανάλογα, από το Σύνταγμα ή το νόμο. Για παράδειγμα, σε πολλές χώρες, στο προσωπικό των Ε.Δ. δεν επιτρέπεται να ασκήσουν πλήρως τα δικαιώματα της ελευθερίας του λόγου και της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι. Κατά συνέπεια, το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων εμποδίζεται από το να μιλούν για τον εαυτό τους (τους ίδιους), ή να εκφράζουν την ανησυχία τους για περιπτώσεις παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεδομένου ότι αυτή η κατάσταση μπορεί να επιδεινωθεί από τον αδιαφανή, στεγανό χαρακτήρα των στρατιωτικών θεσμών, είναι σημαντικό για τις κυβερνήσεις να εξασφαλίσουν, ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα προστατεύονται στο στρατώνα.

Αντίθετα, άλλα κράτη φρονούν ότι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του στρατιωτικού έχει μόνο σχετική σημασία, διότι οι στρατιωτικοί -σύμφωνα με τάσεις του 20ου αιώνα- υπόκεινται σε «αποστρατικοποίηση» (αποκτούν περισσότερα δικαιώματα σαν αυτά των πολιτών), ως αποτέλεσμα πολιτικών, νομικών, πολιτιστικών, τεχνολογικών και οικονομικών πιέσεων από την κοινωνία.

Ολοένα και περισσότερο, το στρατιωτικό επάγγελμα γίνεται απλώς σαν «μια ακόμη δουλειά», με κανονικές συνθήκες εργασίας. Με οικονομικά κίνητρα, ασφάλεια της θέσεως εργασίας και ελκυστικές συνθήκες εργασίας, αντί για ένα ειδικό θεσμό που έχει σαν βάση την πατρίδα, το καθήκον και την τιμή. Επομένως, δεν αμφισβητείται ότι οποιοιδήποτε περιορισμοί στην άσκηση δικαιωμάτων από τους «πολίτες με στρατιωτική στολή», θα πρέπει να έχουν ειδικό χαρακτήρα, που να προβλέπεται ρητά από το νόμο και να εφαρμόζεται με συνέπεια κατά τρόπο αυστηρό ανάλογο προς τον σκοπό του νόμου.

Τυχόν περιορισμοί σχετικά με τα δικαιώματα του προσωπικού των ενόπλων δυνάμεων που λειτουργούν με βάση τη φυλή, την εθνικότητα, τη θρησκεία, το φύλο ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό, πρέπει να ελέγχονται προσεκτικά δεδομένου του πιθανολογούμενου χαρακτήρα τους και της απαίτησης για σαφή αιτιολόγηση. Η ευθύνη, της απόδειξης της αναγκαιότητας του περιορισμού των δικαιωμάτων του προσωπικού των ενόπλων δυνάμεων, πρέπει να εναπόκειται κυρίως στους ίδιους τους στρατιωτικούς.

Οι περιορισμοί αυτοί θα πρέπει επίσης να είναι σύμφωνοι με τις διεθνείς συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Θα πρέπει να τονιστεί σε αυτό το σημείο, ότι δεν προτίθεμαι να προβώ σε ενδελεχή και εμπεριστατωμένη ανάλυση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο στρατό. Έτσι, το επίκεντρο αυτής της παρέμβασης είναι, κυρίως, η αναγνώριση των επαγγελματικών στρατιωτικών συνδέσμων και σωματείων στην Ελλάδα, στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών εξελίξεων. Επιπλέον, πρόκειται να συμπεριλάβω ορισμένες πρόσθετες παρατηρήσεις, σχετικά με την πρόσφατα εκδοθείσα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο), το οποίο κήρυξε την «αρχή της ειδικής μεταχείρισης των μισθών» που αναγνωρίζεται στο στρατιωτικό προσωπικό.

Είναι γνωστό ότι η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι είναι ένα θεμελιώδες δικαίωμα που αναγνωρίζεται σαφώς στις κυριότερες συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, και αυτό επεκτείνεται και στην ελευθερία συμμετοχής σε επαγγελματικούς φορείς και συνδικάτα. Η συλλογική δράση μπορεί να περιλαμβάνει δημόσιες διαδηλώσεις ή δημόσιες δηλώσεις που αντιπροσωπεύουν συμφέροντα μελών των ενόπλων δυνάμεων. Στρατιωτικοί σύνδεσμοι ή σωματεία μπορούν να προάγουν την κοινωνική θέση των μελών τους, ασκώντας πίεση σε διάφορα επίπεδα της πολιτειακής διοίκησης και να διαπραγματεύονται μαζί τους, προκειμένου να επιτυγχάνονται οι βέλτιστες λύσεις για το προσωπικό των Ε.Δ. Άλλωστε τα ανθρώπινα δικαιώματα προστατεύονται από τα περισσότερα εθνικά συντάγματα σε όλη την Ευρώπη.

H ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι αναγνωρίζεται σαφώς στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και άλλων κύριων συνθηκών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, περιλαμβανομένων των Διεθνών Συμφώνων για τα Ατομικά, Πολιτικά και Οικονομικά Δικαιώματα, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη.

Είναι σύνηθες, σε πολλές χώρες, η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι των δημοσίων υπαλλήλων, πολύ δε περισσότερο των μελών των ενόπλων δυνάμεων, να είναι περιορισμένη. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση, σε σχέση με τους άλλους εργαζομένους πολίτες, μπορεί να δικαιολογείται λόγω του δημόσιου συμφέροντος και της μη αποδιοργάνωσης βασικών δημοσίων υπηρεσιών. Μπορεί να υποστηριχθεί, ότι τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων δεν είναι απλώς εργαζόμενοι με τη συμβατική έννοια.

Καθότι με την ένταξή τους στο στρατό υπόκεινται σ’ ένα ολοκληρωμένο σύστημα περιορισμών, στο πλαίσιο του συστήματος στρατιωτικής πειθαρχίας, που είναι πολύ πιο εκτεταμένο και αυστηρό από ότι ο συνηθισμένος έλεγχος του εργοδότη πάνω σε έναν υπάλληλο.

Η συμμετοχή στρατιωτικών σε επαγγελματικές ενώσεις ή σε άλλα συλλογικά όργανα εκπροσώπησης θέτει δύο διακριτά προβλήματα. Το πρώτο είναι το ζήτημα της στρατιωτικής πειθαρχίας και της πιθανής παρεμβολής στο «ομαδικό πνεύμα» (esprit de corps). Η προβολή συλλογικών παραπόνων εκ μέρους των μελών των ενόπλων δυνάμεων έχει παραδοσιακά θεωρηθεί, ως ισοδύναμη με ανυποταξία ή ακόμα και το σοβαρό στρατιωτικό αδίκημα της ανταρσίας. Υποστηρίζεται ακόμα, ότι η πειθαρχημένη φύση των ενόπλων δυνάμεων απαιτεί, ότι οι διαταγές των ανωτέρων δεν θα πρέπει να τίθενται υπό αμφισβήτηση. Το δεύτερο ζήτημα σχετίζεται με την υποταγή και την εξωτερική επιρροή στο στράτευμα. Η συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις θεωρείται ανεπιθύμητη, επειδή τα μέλη μιας ένωσης μπορούν να δράσουν συλλογικά σύμφωνα με τις οδηγίες των στελεχών των οργανώσεων (για παράδειγμα, στην ανάληψη συνδικαλιστικής δράσης), και αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως αντίπαλος πηγή εξουσίας και υποταγής στην αλυσίδα της διοίκησης εντός των ενόπλων δυνάμεων.

Στην Ελλάδα, δεν είναι μακρινό παρελθόν η στιγμή που ο συνδικαλισμός του στρατιωτικού προσωπικού είχε προβληθεί, ως αντίθετος με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των στρατιωτικών και του ρόλου τους στη διατήρηση της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης. Δεδομένου ότι, στην ελληνική νομοθεσία προβλέπεται η σύσταση επαγγελματικών ενώσεων για τα ενεργά μέλη της αστυνομίας, δεν υπήρχε μια αντίστοιχη διάταξη για τα ενεργά μέλη του στρατού. Το 2005, το δικηγορικό μας γραφείο υπέβαλε αίτηση προκειμένου να ιδρυθεί ένα επαγγελματικό σωματείο από τα ενεργά μέλη των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Στην αρχή, το πρωτοδικείο και το εφετείο απέρριψαν την αίτηση, με την αιτιολογία ότι το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι για τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων πρέπει να είναι περιορισμένο και οι περιορισμοί αυτοί πρέπει να παρέχονται από την ύπαρξη νομοθετικής ρύθμισης. Τα προαναφερθέντα δικαστήρια κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, ελλείψει μιας τέτοιας ρύθμισης, δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν τη νομιμότητα της ίδρυσης στρατιωτικών συνδικάτων.

Θα πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι το ελληνικό Σύνταγμα δεν απαγορεύει τη δημιουργία στρατιωτικών συνδικάτων και την άσκηση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι σε γενικές γραμμές, αλλά απαγορεύει μόνον το δικαίωμα των μελών των ενόπλων δυνάμεων στην απεργία. Ήταν το 2012, και μετά από την εξάντληση των εθνικών νομικών ένδικων μέσων, που η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε ότι τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων πρέπει να απολαμβάνουν πλήρως το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι. Όταν ο στρατός δεν βρίσκεται σε επιχειρήσεις και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της υπηρεσίας τους, οι στρατιωτικοί μπορούν να ιδρύουν ή να εντάσσονται και να συμμετέχουν σε ενώσεις που συγκροτούνται για την προστασία των επαγγελματικών τους συμφερόντων, στο πλαίσιο των δημοκρατικών θεσμών. Το δικαίωμα της ίδρυσης επαγγελματικών στρατιωτικών σωματείων ασφαλώς αναγνωρίζεται με την απαγόρευση του δικαιώματος της απεργίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 23 παρ. 2 του ελληνικού Συντάγματος.

Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι στο ίδιο πνεύμα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει κρίνει και αποφάσισε, ότι η καθολική απαγόρευση ίδρυσης συνδικαλιστικών οργανώσεων εντός των ενόπλων δυνάμεων είναι αντίθετη προς το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Ειδικότερα, στην περίπτωση της προσφυγής του κ. Matelly κατά του γαλλικού κράτους, απόφαση η οποία εκδόθηκε στις 2 Οκτωβρίου 2014, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε, ομόφωνα, ότι η απόφαση των κρατικών αρχών -όσον αφορά τον κ. Matelly (με σκοπό να παραιτηθεί από μια ένωση της οποίας ήταν μέλος)- ισοδυναμεί με απόλυτη απαγόρευση για το στρατιωτικό προσωπικό να εντάσσεται σε συνδικαλιστική επαγγελματική ομάδα, με σκοπό την υπεράσπιση των επαγγελματικών και οικονομικών συμφερόντων τους, και ότι οι λόγοι για μια τέτοια απόφαση δεν ήταν ούτε σχετικοί ούτε επαρκείς. Κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι, ενώ η άσκηση από το στρατιωτικό προσωπικό της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι θα μπορούσε να υπόκειται σε νόμιμους περιορισμούς. Μια γενική απαγόρευση για την ίδρυση ή την ένταξη σε ένα σωματείο καταπατά την ίδια την ουσία της ελευθερίας αυτής, και ως εκ τούτου απαγορεύεται από τη Σύμβαση.

Πέρυσι, το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) έκρινε ότι, σύμφωνα με το Ελληνικό Σύνταγμα, τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων, λόγω του ρόλου τους στη διατήρηση της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης, πρέπει να αντιμετωπίζονται -όσον αφορά τους μισθούς τους- με ειδική μεταχείριση. Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι η «αρχή της ειδικής μεταχείρισης των μισθών» του ενεργού στρατιωτικού προσωπικού, πηγάζει μέσα από συγκεκριμένες διατάξεις του συντάγματος και θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τα νομοθετικά όργανα όταν ρυθμίζουν τις αποδοχές των μελών των ενόπλων δυνάμεων. Τούτου λεχθέντος, το ΣτΕ έκρινε ότι η τελευταία ρύθμιση με την οποία επιβάλλονταν υπερβολικές μειώσεις στους μισθούς του στρατιωτικού προσωπικού για τρίτη συνεχόμενη φορά, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου δύο ετών, είναι αντισυνταγματική και ως εκ τούτου έθεσε ένα όριο στη διαδοχικές μειώσεις των μισθών.

Η απόφαση αυτή είναι βαθιά ύψιστης σημασίας, διότι εκδόθηκε ως συνέπεια της αιτήσεως ακυρώσεως που υπέβαλε ενώπιον του ΣτΕ (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο), ένα αναγνωρισμένο στρατιωτικό σωματείο για λογαριασμό των συμφερόντων των μελών του. Έτσι, εκτός του ότι είναι μια ιστορική νομική νίκη κατά των πρόσφατων μέτρων
λιτότητας που επιβλήθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση, ήταν επίσης μια έμμεση αναγνώριση της ύψιστης σημασίας του ρόλου των στρατιωτικών συνδικάτων στην προώθηση των δικαιωμάτων των μελών τους (οικονομικά ή μη οικονομικά).