του ΕΠΟΠ Σμηνία (ΟΧΡΝ) Διονυσίου Μπάστα
Πριν λίγες μέρες μιλούσα με ένα φίλο, νέο παλικάρι, χαμογελαστό μέχρι πριν λίγο καιρό και θυμάμαι ακόμα τα λόγια του… “Δεν υπάρχει αύριο” μου έλεγε “τα βάζεις όλα κάτω κι απλά δε βγαίνει πουθενά όλο αυτό γύρω μας, δε βγαίνει στα χαρτιά, δε βγαίνει λύση, δε βγαίνει…”
Μου μιλούσε για όλους και για όλα, για τη καθημερινότητα, την ανεργία και την υποτιθέμενη λύση της φυγής από την Αθήνα – λες και εκτός της πόλης τα πράγματα είναι ρόδινα – … “Ο Πατέρας μου στο νησί τον έβγαλε το χειμώνα χωρίς πετρέλαιο φέτος, και του χρόνου έτσι θα κάνει, δεν υπάρχει άλλος τρόπος … Εσύ που έχεις δουλειά, δουλεύεις μόνο για να διεκπεραιώνεις υποχρεώσεις, τίποτα για να χαμογελάς Εσύ ή κάποιος που Αγαπάς … κι αν έχεις δουλειά Εσύ, δεν έχει κάποιος άλλος στην οικογένεια σου, κι αν δεν έχεις ζηλεύεις αυτούς που έχουν…”
Με έκανε να απορώ για το που χάσαμε το δρόμο μας … “Κάποτε…” έλεγε “…οι πιο παλιοί είχαν όνειρο να φτιάξουν ένα σπίτι, να έχουν να μένουν και σα κλείσουν τα μάτια τους να τα αφήσουν σε Εμάς τους νέους για να φτιάξουμε τη ζωή μας, εγώ δε το σκέφτομαι καν πια αυτό, εγώ αναρωτιέμαι αν ποτέ με ευλογήσει Ο Θεός να κάνω οικογένεια αν θα αφήσω στα παιδιά μου τίποτα άλλο μα ανεξόφλητα χρέη…”
Βέβαια εδώ στη πόλη έχει όντως ξεφύγει η κατάσταση “… Όπου κι αν τριγυρνώ είναι καθημερινό φαινόμενο πια … περπατάς στο δρόμο, και κάθε δύο – τρεις πόρτες βλέπω αλλού «ενοικιάζεται» κι αλλού «πωλείται» και κάθε μερικά σκαλοπάτια έναν άνθρωπο με ανοικτό το χέρι να ζητά ελεημοσύνη, και νιώθω τόσο ανήμπορος να τους βοηθήσω όλους αυτούς, κι απ΄ την άλλη πιάνω το εαυτό μου κάποιες φορές να κάνω πως δε βλέπω, για να μη σκεφτώ πως μπορεί κι εγώ να βρεθώ σε αυτή τη κατάσταση ή μη τυχόν και δω κάποιο παλιό γνωστό που μέχρι χθες τον ήξερα αλλιώς …”
Έψαχνε να δει αν έχει ξεμείνει κανένα κέρμα μες τη τσέπη του και συνέχιζε να μιλά, είχε πάρει φόρα και δε σταμάταγε, έβγαζε τη ψυχή κι ότι τον έπνιγε “Αν δεν έχεις να πληρώσεις απαγορεύεται…να μετακίνησε μη πάει και πέσεις σε ελεγκτή ή δε θα ΄χεις να βάλεις βενζίνη και να πληρώσεις διόδια … απαγορεύεται να αρρωστήσεις γιατί ποιος πληρώνει το εισιτήριο στο Δημόσιο κατά τα άλλα νοσοκομείο και όσο πάνε τα φάρμακα .. .Όλα ακριβαίνουν αλλά αν δεν έχεις να πληρώσεις απαγορεύεται να ζεις…”
“Ξέρεις…” συνέχισε “ δε ζήτησα ποτέ διασκεδάσεις, ανέσεις, καλοπέραση και άλλα τέτοια, μια αξιοπρεπή Ζωή ήθελα μόνο κι αύριο μεθαύριο να με αφήσουν να μεγαλώσω ανθρώπους καλύτερους και πιο άξιους από μένα, να κάνω καλό και να δίνω ένα χαμόγελο και λίγη Ελπίδα γύρω μου. Τώρα το μόνο που βλέπω γύρω μου αντί για Ζωή είναι βίος αβίωτος … από οικονομικά δε ξέρω και πολλά και δε με ενδιέφερε ποτέ να μάθω, συγνώμη προτιμούσα πάντα το χάδι και το Συναίσθημα από διαγράμματα και στατιστικές … κι εξάλλου κι αυτοί που λένε πως ξέρουν τι κατάφεραν; … απλά δε ξέρω σε ποιόν να φωνάξω να με ακούσει πως είμαστε κι εμείς εδώ και δεν είμαστε ούτε ψηφία ούτε υποδιαστολές ή νούμερα, αλλά σάρκα αίμα και ψυχή και διψάμε για Ζωή, Αξιοπρέπεια Δικαιοσύνη και τόσα άλλα ακόμα που δε βλέπω σε αυτό το αύριο …”
Δεν ήξερα τι να του πω … τι υπάρχει να πει κανείς σε κάποιον που βλέπει τα πάντα γύρω του να γκρεμίζονται … και ποιος δεν έχει ακούσει παρόμοια λόγια από κάποιον κοντινό του άνθρωπο αυτή την εποχή … το μόνο που σκεφτόμουν ήταν την αποστολή που έχουμε αναλάβει εμείς οι Δια Βίου Στρατιώτες, όχι από μισαλλοδοξία προς άλλους φτωχούς πέραν των εδώ – και το δικό τους στομάχι με τον ίδιο τρόπο διαμαρτύρεται όταν είναι άδειο και τα δικά τους παιδιά με τον ίδιο τρόπο κλαίνε και γελάνε – αλλά από Αγάπη σε όλους εκείνους που ίδρωσαν πριν από εμάς και από Αγάπη για όλους εκείνους τους καλούς ανθρώπους που βλέπω γύρω μου κάθε μέρα, αυτός όμως ο φίλος μου που θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε νιώθει πως δεν έχει μείνει τίποτα να ελπίζει …