Τα τελευταία χρόνια χιλιάδες είναι οι Έλληνες που, λόγω της κρίσης, μετανάστευσαν στην Αυστραλία.
Ελάχιστοι ήρθαν με την κανονική μεταναστευτική βίζα. Πολλοί ήρθαν με τουριστική βίζα και αναγκάστηκαν να φύγουν μόλις έληξε αφού δεν έχουν δικαίωμα παραμονής, άλλοι πάλι ήρθαν με φοιτητική βίζα και αυτοί είναι που αντιμετωπίζουν και τα περισσότερα προβλήματα- οικονομικά και όχι μόνο και οι πιο πολλοί είναι αυτοί που έχουν την αυστραλιανή υπηκοότητα και δεν είχαν πρόβλημα να επιστρέψουν στην Αυστραλία. Τα προβλήματα για πολλούς απ΄’ αυτούς αρχίζουν μετά την άφιξή τους.
Όπως γράφει σε σχετική έρευνά του ο «Νέος Κόσμος» πολλοί οι ενδιαφερόμενοι Έλληνες να τολμήσουν το μακρινό ταξίδι, λίγοι όμως εκείνοι που μπαίνουν στον κόπο να ερευνήσουν λίγο πιο πέρα από το ότι «άκουσαν ότι στην Αυστραλία υπάρχουν μεγάλες ευκαιρίες, πολλές δουλειές και ακόμη περισσότερα χρήματα».
Αποτέλεσμα, συχνά, να φεύγουν άρον-άρον από τη σημερινή εφιαλτική κατάσταση της Ελλάδας και να φτάνουν σε μια -για κείνους- εξωπραγματική. Να μένουν, στην καλύτερη περίπτωση, άφωνοι και να λένε «καλά, αυτή είναι η Αυστραλία;»
Ελάχιστοι εκείνοι που μπαίνουν στον κόπο -και έχουν την προνοητικότητα- να μάθουν ορισμένα πράγματα για τη χώρα, τον τρόπο ζωής, την αγορά εργασίας, και να μην… πέφτουν, όπως οι απληροφόρητοι, από τα σύννεφα.
«Φεύγουν από μια τραγική, συχνά, κατάσταση και φτάνουν σε μια πραγματικότητα που ούτε στον χειρότερο εφιάλτη τους δεν είχαν δει» θα πει χαρακτηριστικά, ο Γιάννης Αθανασόπουλος, στον οποίο οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος, η πρωτοβουλία της συγκρότησης σωματείου στήριξης των νεοφερμένων Ελλήνων στη Μελβούρνη, παλινοστούντων ή νέων μεταναστών, Hellenic Australian Community Support Association.
Ευαισθητοποιημένος ο ίδιος από το γεγονός ότι ανήκει στην κατηγορία των παλιννοστούντων -έστω και αν αυτό έγινε πριν… 28 χρόνια- με πολύ καλύτερες από τις σημερινές συνθήκες, θεωρεί ότι «η ομογένεια ήταν απροετοίμαστη για να δεχτεί αυτό το κύμα των ανθρώπων που σε πολλά σημεία θυμίζει τη μαζική μετανάστευση του ’50, αναφορικά με τις προσδοκίες από τη νέα Γη».
Είναι γεγονός ότι τότε, οι άνθρωποι εγκατέλειπαν την πατρίδα τους από ανάγκη. Την Αυστραλία, την έβλεπαν σαν τη χώρα που θα τους επέτρεπε να δραπετεύσουν από την ανέχεια και να χτίσουν μια άνετη ζωή για τους ίδιους, αυτούς που άφησαν πίσω τους και την οικογένεια που θα δημιουργούσαν. Από λίγο έως πολύ, οι συνθήκες και το κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο των τότε μεταναστών ήταν παρόμοιο, το ίδιο και η ηλικιακή τους κλίμακα. Οι περισσότεροι ήταν κάτω των τριάντα. Σήμερα, η Αυστραλία, φαντάζει ξανά σα μία διέξοδος, οι άνθρωποι όμως που τη βλέπουν σα σωσίβιο μέσα στην τρικυμία της οικονομικής κρίσης που μαστίζει την Ελλάδα, διαφέρουν μεταξύ τους, τόσο κοινωνικο-οικονομικά, όσο και ηλικιακά» θα πει ο Γιάννης Αποστολόπουλος.
«Τους νοιώθω απόλυτα» θα πει χαμηλόφωνα, ο άνθρωπος που γεννημένος στη Μελβούρνη, σε ηλικία 6 χρόνων τον πήραν οι γονείς του στην Ελλάδα, στο ταξίδι της δικής τους επανόδου, μετά από 7 χρόνια στην Αυστραλία.
Ο πατέρας του, θα πει σήμερα, υπήρξε νοσταλγός του τόπου που γεννήθηκε. Γύρισε στην Καλαμάτα και η Αυστραλία ήταν απλώς μια χώρα στην οποία είχε ζήσει κάποια χρόνια της ζωής του. Όσο για τον ίδιο, «είχα μνήμες που δεν έσβηναν. Το πάρκο, τον Αη Δημήτρη, το Λούνα Παρκ, το ατελείωτο καλοκαίρι, τα παιχνίδια με τους φίλους μου».
Στα 19 του, ο Γιάννης αποφασίζει να γυρίσει στην Αυστραλία για διακοπές. Γνωρίζει, όμως, τη Μαγδαληνή, τον έρωτα της ζωής του και παρ’ ότι επιχειρεί να γυρίσει στην Ελλάδα, όταν ζει εκεί μερικούς μήνες, νοιώθει ότι δεν μπορεί να μείνει: «Ένοιωθα ανασφάλεια για την οικογένεια. Η Αυστραλία μού ενέπνεε ένα αίσθημα ασφάλειας, ιδίως για το μέλλον των δυο αγοριών μου».
«Πονάει πολύ», θα πει ο Γιάννης σήμερα, «να βλέπεις ανθρώπους που ήταν καλά εγκατεστημένοι στην Ελλάδα ν’ αρχίζουν από το μηδέν. Νέοι να νοιώθουν απόγνωση, το χειρότερο όμως να μη βρίσκουν βοήθεια από πουθενά.
Ακριβώς, η διαπίστωση αυτή ώθησε εμένα και δέκα άλλα άτομα πριν τρία χρόνια να συσπειρωθούμε προκειμένου να βοηθήσουμε τους νεοφερμένους. Το HACSA προσφέρει ανθρωπιστική, ηθική, ψυχολογική και υλική βοήθεια. Από το να υποδεχτεί τους νεοφερμένους στο αεροδρόμιο, να τους βρει σπίτι, να τους βοηθήσει να βρουν τα απαραίτητα έπιπλα και να μετακομίσουν, μέχρι το κυριότερο που είναι να βρουν δουλειά» θα πει ο Γιάννης, ο οποίος έρχεται σε καθημερινή σχεδόν επαφή με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νεομετανάστες.
«Είναι απίστευτο το ότι, μετά από πάνω από μισό αιώνα, επαναλαμβάνεται το ίδιο σενάριο με διαφορετικά πρόσωπα. Να έρχονται εδώ άνθρωποι που δεν έχουν πού να σταθούν, πώς να βρουν δουλειά και, κυρίως, πώς να αντιμετωπίσουν μια πραγματικότητα που δεν είναι αυτή που φαντάστηκαν.
Η απομυθοποίηση της Αυστραλίας είναι το μεγαλύτερο ίσως εγχείρημα σ’ αυτήν την περίπτωση.
Οι περισσότεροι έρχονται εδώ, χωρίς να γνωρίζουν τις συνθήκες ζωής, εύρεσης εργασίας και πέφτουν από τα σύννεφα».
Η στέγαση, είναι το άλλο μεγάλο πρόβλημα, θα πει ο Γιάννης.
«Η εύρεση και ενοικίαση σπιτιού, είναι ένα πολύ δύσκολο θέμα, το οποίο πραγματικά μας απασχολεί πάρα πολύ όλους εμάς που ερχόμαστε σε άμεση επαφή μαζί του. Τα κτηματομεσιτικά γραφεία δεν ενοικιάζουν σε νεοφερμένους, αν δεν εγγυηθεί κάποιος που εγκρίνεται ή αν οι ζητούντες να ενοικιάσουν δεν έχουν τουλάχιστον ένα χρόνο στην Αυστραλία. Αυτό είναι όντως μεγάλο πρόβλημα.
Καταφέραμε να εξασφαλίσουμε ένα φορτηγάκι για τη μεταφορά επίπλων, αλλά εκείνο που χρειαζόμαστε επειγόντως είναι μία αποθήκη.
Ζητάμε από τους οργανισμούς να συσπειρωθούν και να βοηθήσουν, όσο μπορούν αυτούς τους ανθρώπους, που, από τη μια μέρα στην άλλη, βρέθηκαν χωρίς δουλειά, χωρίς στέγη, χωρίς μέλλον, μέσα στην ίδια την πατρίδα τους».
Στη συνέχεια, ο Γιάννης θα πει ότι ακόμη ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα είναι η προσαρμογή στις νέες συνθήκες ζωής. Πώς κάποιος, από υψηλόβαθμο στέλεχος σε εταιρία, να ψάχνει τώρα για δουλειά σε εργοστάσιο και, μάλιστα, να μη βρίσκει. Πώς να μην πέσει το ηθικό του. Πώς να μη θέλει να γυρίσει πίσω, αλλά την ίδια ώρα να διαπιστώνει ότι δεν μπορεί.
Βέβαια, υπάρχουν και οι περιπτώσεις εκείνων που δείχνουν τέτοιο ψυχικό θάρρος που πραγματικά προκαλούν το θαυμασμό. Που προσαρμόζονται και προσπαθούν να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους κάτω από δύσκολες, απίστευτα σκληρές συνθήκες. Που στα πενήντα τους, από ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, αναγκάζονται να κάνουν χειρονακτικές, βαριές δουλειές».
Εκείνο που θαυμάζει ο ίδιος, θα πει, στους νεοφερμένους, είναι το πνεύμα αλληλεγγύης. «Πώς κοιτάζει ο ένας να στηρίξει τον άλλον, να τον ενθαρρύνει, μ’ έναν καλό λόγο, αλλά και πρακτική βοήθεια. Είναι υπέροχο να βλέπεις αυτήν την πηγαία ανθρωπιά, την αδελφοσύνη, την αγάπη του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπο που αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα με εκείνον».
Η διασκέδαση, θα πει ο Γιάννης, είναι κάτι για το οποίο διψάνε. «Το έξω είναι, βέβαια, λόγω των συνθηκών, απαγορευτικό. Έτσι κοιτάζουν να συγκεντρώνονται πότε στο σπίτι του ενός και πότε του άλλου, να ακούνε μουσική και να διασκεδάζουν με τα ίδια απλά μέσα που διασκέδαζαν οι μετανάστες του ’50. Είναι απίστευτο!»
Μια συγκέντρωση που δεν θα πρέπει να λείψει κανείς, είναι εκείνη που διοργανώνει το σωματείο στις 2 Φεβρουαρίου στο Clayton, στο γήπεδο της Clarinda.
«Είναι μια ευκαιρία να γραφούν νέα μέλη, να γνωρίσουν οι νεοφερμένοι τους παλιούς και να διασκεδάσουν με μουσική και ελληνικά εδέσματα σ’ ένα περιβάλλον ζεστό που οι νεοφερμένοι το έχουν τόση ανάγκη».