Συνέντευξη έδωσε ο ΑΝΥΕΘΑ Παναγώτης Ρήγας στην εφημερίδα «Νεα Σελίδα» όπου ρωτήθηκε για όλτα φλέγοντα θέματα της εθνικής άμυνας.
Η συνέντευξη του ΑΝΥΕΘΑ
Τις τελευταίες ημέρες διαπιστώσατε και δημόσια «κλιμάκωση» της τουρκικής προκλητικότητας. Έχει αλλάξει το επίπεδο σχέσεών μας με τη γειτονική χώρα και που οφείλεται αυτή η κλιμάκωση κατά τη γνώμη σας;
Η τουρκική προκλητικότητα αποτελεί μια κατάσταση διαρκείας με διακυμάνσεις. Αντιμετωπίζουμε διαχρονικά αυτή την κατάσταση με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα, έχοντας αποτρέψει οποιαδήποτε βλαπτική συνέπεια και τη δημιουργία κάποιου τετελεσμένου σε βάρος των εθνικών μας συμφερόντων. Η τουρκική ηγεσία έχει εργαλειοποιήσει γεωπολιτικά την παραβατικότητα, μια τέτοια κατάσταση όμως δεν μπορεί να σταθεί πουθενά και να παράγει αποτελέσματα.
Πρόκειται για μια αδιέξοδη τακτική, που το μόνο που προσφέρει στην τουρκική πλευρά είναι η απομόνωση. Εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος η απομόνωση αυτή των γειτόνων μας να ανατροφοδοτεί ένα φαύλο κύκλο νέων εντάσεων και προκλήσεων. Είναι κάτι που το λαμβάνουμε σοβαρά υπόψιν και παίρνουμε τα μέτρα μας. Θα πρέπει όμως να γίνει κατανοητό από όλους ότι στην εποχή μας δεν μπορεί να ασκείται διεθνής πολιτική με το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν και σε μεγαλοϊδεατισμούς επανασύστασης αυτοκρατοριών.
Η χώρα μας είναι προσηλωμένη στη διαμόρφωση συνθηκών σταθερότητας και όχι αστάθειας στην ευρύτερη περιοχή της Αν. Μεσογείου. Οι διμερείς και τριμερείς συναντήσεις με πρωτοβουλίες της Ελλάδας ενισχύουν τις πολιτικές ασφάλειας, αλλά και την οικονομική ανάπτυξη στην περιοχή. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που συνιστά πόλο σταθερότητας και αυτό αποτελεί το γεωπολιτικό μας πλεονέκτημα.
Στο ίδιο πλαίσιο, εκτιμάτε ότι η αγορά πυραυλικού συστήματος τύπου S-400 από την Τουρκία επηρεάζει καταλυτικά την υπεροπλία της; Πώς παρακολουθείτε αυτήν την εξέλιξη στο Πεντάγωνο, αλλά και ως κυβέρνηση;
Το ζήτημα της ισορροπίας των εξοπλισμών αποτελεί ένα σύνθετο σύστημα, το οποίο εμείς το βλέπουμε από τη σκοπιά της αποτροπής. Κανένα όπλο δεν είναι απόλυτο και κανένας δε μένει στην κορυφή της εξοπλιστικής πυραμίδας για πάντα. Η απόκτηση ενός προηγμένου αντιαεροπορικού συστήματος από την άλλη πλευρά του Αιγαίου δεν οδηγεί αναγκαστικά σε υπεροπλία, επιβάλλει ωστόσο αναπροσαρμογές που πιθανόν να ήταν έτσι κι αλλιώς αναγκαίες. Οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις και το οπλοστάσιο που διαθέτουν, με δεδομένο το υψηλό επίπεδο ετοιμότητας που τις διακρίνει, είναι σε θέση να προασπίσουν τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Από εκεί και πέρα αξιολογούμε τα όποια νέα δεδομένα και σχεδιάζουμε την αμυντική μας πολιτική, είτε σε επίπεδο εξοπλισμών είτε σε επίπεδο δομής δυνάμεων, με γνώμονα τη διατήρηση και ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ισχύος.
Τί απαντάτε στις δηλώσεις του Τούρκου ομολόγου σας «περί αποστρατικοποίησης των ελληνικών νησιών»; Θα επηρεάσουν τέτοιου είδους δηλώσεις την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην ΕΕ και την εν γένει στάση της Ελλάδας απέναντι σε αυτό;
Όπως σας είπα και προηγουμένως οι Τούρκοι αρέσκονται να προκαλούν, προβάλλοντας εξωφρενικές αξιώσεις. Δεν υφίσταται ως θέμα η «αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου». Το δικαίωμα άμυνας και προάσπισης της εδαφικής ακεραιότητας μιας χώρας είναι συστατικό στοιχείο της υπόστασής της.
Δεν υπάρχουν περιοχές της ελληνικής επικράτειας που τελούν υπό καθεστώς περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας, ως εκ τούτου οργανώνουμε την άμυνα του εθνικού μας χώρου όπως εμείς και μόνο εμείς αποφασίζουμε. Ειδικότερα για το θέμα της «αποστρατιωτικοποίησης», γίνεται εδώ και χρόνια μια προσπάθεια από την Τουρκία να συμψηφίσει την αμυντική θωράκιση των ελληνικών νησιών με την επιθετική διάταξη των δικών της δυνάμεων στα απέναντι παράλια. Επαναλαμβάνω κατηγορηματικά, δεν υπάρχει κανένα τέτοιο θέμα.
Αναφορικά με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην ΕΕ, αυτή εξ αρχής συνδέθηκε με τη συμπεριφορά της. Η τουρκική ηγεσία εμφανίζεται να αδιαφορεί για την προοπτική ένταξής της στην ευρωπαϊκή οικογένεια και συνεπώς πρέπει να συνυπολογίσουμε και αυτή τη διάσταση. Το γεωπολιτικό μας περιβάλλον έχει γίνει πολύ σύνθετο για να απαντάει κάποιος μονοσήμαντα.
Η Συμφωνία των Πρεσπών έχει επιδράσει στις διμερείς σχέσεις μας στον τομέα ευθύνης σας και τι σηματοδοτεί για τη χώρα μας η ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ;
Η Συμφωνία των Πρεσπών παράγει τόσο άμεσα, όσο και μεσομακροπρόθεσμα αποτελέσματα στην περιοχή μας. Αποτελεί παράγοντα σταθεροποίησης στα Βαλκάνια, αλλά και υπόδειγμα επίλυσης χρόνιων προβλημάτων. Στο πεδίο της αμυντικής συνεργασίας, η Ελλάδα και η Βόρεια Μακεδονία οικοδομούν μια συνεργασία στη βάση της ισότητας και του αμοιβαίου οφέλους. Η συνεργασία αυτή, πέρα από τη διάσταση που λαμβάνει στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, έχει και χαρακτηριστικά διμερούς αμυντικής συνεργασίας. Και οι δύο χώρες έχουν να αποκομίσουν οφέλη από την εδραίωση της σταθερότητας στην περιοχή.