Μια ιστορία που δημοσιεύεται στο τεύχος του Οκτωβρίου της Ναυτικής Ελλάδος:
Ήμουν στο Ναυτικό το 1952 και βρισκόμουνα στη Πλατεία Κλαυθμώνος, όχι όπως είναι σήμερα. Οι νεότεροι δεν γνωρίζουν πάρα πολλά από τα παλιά και απορούν οπόταν ακούν ορισμένα γεγονότα του τότε. Εκείνη τη στιγμή έπεφτε ο ήλιος και θα γνωρίζετε ότι με τη δύση του, γίνεται υποστολή της σημαίας. Τότε το Υπουργείο Ναυτικού ήταν εκεί και η σημαία κυμάτιζε ακόμα στο κτήριο. Σήμερα είναι άλλες υπηρεσίες του Ναυτικού.
Τότε πάντα κάθε πρωί, θα θυμούνται οι παλιοί, γινόταν έπαρση σημαίας και σταματούσαν τα πάντα, όπως και στη δύση του ηλίου γινόταν υποστολή. Ήταν στιγμές ωραίες , απίθανες που ζούσαν τότε οι άνθρωποι. Το άγημα αποδόσεως τίμων στο χώρο του, και ακούμε το σαλπιγκτή να δίνει το σύνθημα για την υποστολή της σημαίας. Το άγημα παρουσιάζει όπλα. Ο αξιωματικός χαιρετά και παίζεται ο Θούριος. ¨Ολοι οι παριστάμενοι εκεί και οι περαστικοί, όπως και εγώ σταθήκαμε σε στάση προσοχής. Αποδίδεις με αυτό τον τρόπο την τιμή στο ιερό μας σύμβολο, στη γαλανόλευκη σημαία. Τη στιγμή που ο αρμόδιος αξιωματικός χαιρετά, η ματιά του πέφτει λοξά και βλέπει κάτι παράξενο, και η ψυχή του ταράζεται, μ’ αυτό που θα σας πω παρακάτω.
Τελειώνοντας η διαδικασία της υποστολής της σημαίας, οι διαβάτες συνεχίζουν τον δρόμο τους, ενώ εγώ από παρέμεινα από συνήθεια λίγο ακόμα. Τότε βλέπω τον νεαρό αξιωματικό να κατευθύνεται θυμωμένος πρός έναν γεροδεμένο πλανόδιο καστανά. Βλέπετε τότε η πλατεία ήταν κενή και στις γωνίες ήταν πάντα στιλβωτές ( λούστροι ) και καστανάδες, που μας λείπουν τώρα. Και του είπε : <<γιατί δεν σηκώθηκες όρθιος για να τιμήσεις τη σημαία μας. Δεν έχεις φιλότιμο κλπ>>. Ο άνθρωπος έμεινε βουβός, ενώ εγώ παρακολούθησα έντρομος και φοβερά συγκλονισμένος το τι έγινε. Μετά βλέπω τον καστανά ότι έγινε κατακόκκινος και ότι άρχισε να τρέμει. Ήθελε να φωνάξει, αλλά τον είδα με έκπληξη να συγκρατείται, σκύβοντας το κεφάλι του και να αρχίσει να κλαίει με λυγμούς. Όμως συνήλθε γρήγορα, σκούπισε τα δάκρυά του και με τη δύναμη των χεριών του ( που ήταν γερά) στύλωσε το σώμα του δυνατά, έσπρωξε τον πάγκο με τα κάστανα μπροστά και φώναξε με όλη την ψυχη του στον νεαρό αξιωματικό δυνατά <<πώς να σηκωθώ κύριε; Της τα έδωσα της Πατρίδας μου και τα δύο>>. Και σηκώνοντας τα μπατζάκια του παντελονιού, φάνηκαν δύο πόδια, κομμένα πάνω από το γόνατα. Και ξανάρχισε να κλαίει. Ο κόσμος όπως και εγώ γύρω του έκλαιγε και χειροκροτούσε, όμως περισσότερο απο όλους έκλαιγε ο νεαρός αξιωματικός.
Έχουν περάσει περίπου 60 χρόνια. Ποιος ξέρει τι να γίνεται. Εκείνη τη στιγμή πάντως έγινε κάτι το αλησμόνητο, μια φοβερή σκηνή. Ο αξιωματικός σκύβει και αγκαλιάζει και φιλά τον καστανά, και στη συνέχεια στέκεται ευθυτενής μπροστά στον ήρωα, φέρνει το δεξί χέρι στην άκρη του γείσου του πηλίκιού του και τον χαιρετά στρατιωτικά. Του απονέμει <<τας κεκανονισμένας τιμάς>> που δεν μπόρεσε εκείνος τυπικά να αποδώσει στη σημαία μας, γιατί της χάρισε τα δύο πόδια του στα βορειοηπειρώτικα βουνά μας, για να μπορεί να κυματίζει σήμερα ψηλά η κυανόλευκη σημαία μας, σε λεύτερη πατρίδα. Και οι άλλοι, οι πολλοί να μπορούν να πηγαίνουν με γρήγορο βήμα στην ειρηνική απασχόλησή τους, χωρίς να γνωρίζουν ότι περνούν μπροστά από έναν ήρωα του αλβανικού μετώπου, τον Έλληνα ήρωα πολεμιστή, όποιο επάγγελμα και να ‘χει. Άλλοι δεν μιλούν, άλλοι όμως ειρωνεύονται.Γι αυτό οι νέες γενιές πρέπει να μάθουν, να διδαχθούν από την οικογένεια και από το Σχολείο για το Έπος του 1940.
Για το καλό της Πατρίδας μας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΤΟΥΛΙΑΣ
ΠΛΩΤΑΡΧΗΣ Π.Ν. εα