«Ένας διπλωμάτης είναι πιο χρήσιμος από ένα στρατιωτικό Σύνταγμα«,είχε πει παλαιότερα ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Θόδωρος Πάγκαλος,που αυτές τις ημέρες έχει τη …τιμητική του στο χώρο των «αντιπαραγωγικών» Ενόπλων Δυνάμεων. Παρόλα αυτά ίσως θα πρέπει και ο ίδιος να παραδεχτεί ότι τα τελευταία 15 χρόνια η μόνη χειροπιαστά αποτελεσματική διπλωματία που έχουμε να επιδείξουμε είναι η λεγόμενη «στρατιωτική διπλωματία» .Κάποιοι ίσως την ταύτισαν ή και να την ταυτίζουν με την «εξοπλιστική διπλωματία«,αλλά βέβαια δεν υπάρχει καμία απολύτως σχέση. Εκτελεστικός βραχίωνας αυτής της στρατιωτικής διπλωματίας είναι οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες που υπηρετούν από το Αφγανιστάν έως τη Δ.Σαχάρα. Αυτοί που κατορθώνουν κάθε μέρα να βάζουν λίγο …Ελλάδα στη ψυχή ανθρώπων που ακόμη και θεωρητικά «δεν τους πάνε τους Έλληνες». Δεν είναι τυχαίο ότι όλα αυτά τα χρόνια που ελληνικές ένοπλες δυνάμεις έχουν αναπτυχθεί σε πολλά ταραγμένα σημεία του πλανήτη,έχουμε θρηνήσει ένα νεκρό από λάθος ενέδρα στη Σομαλία. Οι Έλληνες στρατιωτικοί καταφέρνουν να γίνονται αποδεκτοί ακόμη και σε περιοχές όπως το Κόσσοβο. Όχι τυχαία.Η ιστορία μιας 13χρονης Αλβανίδας αποκαλύπτει το γιατί.
Η 13χρονη, πριν από μερικά χρόνια χτυπήθηκε από τον καρκίνο. Ο τότε διοικητή της Ελληνικής Δύναμης Κοσσόβου (ΕΛΔΥΚΟ), κινητοποιήθηκε άμεσα και φρόντισε η μικρή να έρθει στην Ελλάδα και να χειρουργηθεί. Χρειάστηκε να ακρωτηριαστεί το ένα της πόδι για να επιβιώσει.
Η μικρή Αλβανίδα έμαθε ελληνικά επιστρέφοντας στο Κόσσοβο κι έχοντας πια αναπτύξει σχέσεις η ίδια και η οικογένειά της με τους Έλληνες στρατιώτες. Δυστυχώς πριν από μερικούς μήνες διαπιστώθηκε ότι ο καρκίνος επέστρεψε με μετάσταση στο κεφάλι. Για δεύτερη φορά μεταφέρθηκε στην Ελλάδα για ιατρική βοήθεια.
Τα έξοδα για τα φάρμακα που χρειάζεται η μικρή προστατευόμενη της ΕΛΔΥΚΟ καλύπτονται από το ταμείο της μονάδας,αλλά αυτό είναι το λιγότερο που προσφέρουν οι Έλληνες στρατιώτες. Στις αρχές του καλοκαιριού φρόντισαν να κάνουν ένα πάρτι έκπληξη στη μικρή για τα γενέθλιά της.
Η παρουσία της ΕΛΔΥΚΟ στο Ουρόσεβατς είναι πλήρως αποδεκτή από το τοπικό πληθυσμό. Η περίπτωση της 13χρονης δεν είναι η μοναδική που «ευθύνεται» γι’ αυτό.