Συγκλονιστικά στοιχεία για τα απόβλητα των στρατιωτικών νοσοκομείων ήρθαν στη δημοσιότητα με αφορμή ερώτηση που κατέθεσαν στη Βουλή βουλευτές της Δημοκρατικής Αριστεράς.
Τι προκύπτει από την απάντηση Βενιζέλου; Ότι εκτός από το 424 ΣΝ που οικοδομήθηκε τα τελευταία χρόνια,όλα τ΄ άλλα στρατιωτικά νοσοκομεία πετάνε τα νοσκομειακά απόβλητά τους στις αποχετεύσεις!
Σύμφωνα με την απάντηση του ΥΕΘΑ «διαπιστώθηκε ότι δεν υφίστανται (πλην του 424ΓΝΣΕ) οι απαιτούμενες υποδομές διαχείρισης των υγρών αποβλήτων που παράγονται από τα εργαστήρια (βιοχημικά, αιματολογικά, κλπ) των νοσοκομείων, ώστε να διαπιστωθεί η ύπαρξη χημικών βλαπτικών παραγόντων σε αυτά και να δρομολογηθεί η αντίστοιχη μέθοδος επεξεργασίας. Στην παρούσα φάση τα υπόψη υγρά απόβλητα απορρίπτονται στο κοινό αποχετευτικό δίκτυο. Η εν λόγω διαπίστωση καταγράφτηκε ως μείζων παρατήρηση και η εκτέλεση των σχετικών έργων θα προγραμματιστεί από τα Γ.Ε. ως πρώτης προτεραιότητας».
Τι έχει διαπιστωθεί; Σύμφωνα με τα στοιχεία που καταθέτουν στην ερώτησή τους οι βουλευτές της Δημοκρατικής Αριστεράς:
•Προβληματική εμφανίζεται η διαχείριση των νοσοκομειακών αποβλήτων στα δημόσια νοσοκομεία, με αποτέλεσμα τοξικές ουσίες να καταλήγουν στις χωματερές ή να εκπέμπονται στην ατμόσφαιρα. Αυτό επιβεβαιώνουν πρόσφατες σχετικές μετρήσεις που πραγματοποιούνται τα τελευταία τρία χρόνια στην υπολειμματική τέφρα των κλιβάνων τεσσάρων δημόσιων νοσοκομείων, στο υλικό δηλαδή που απομένει μετά τη θερμική επεξεργασία των επικίνδυνων και μολυσματικών υλικών που προκύπτουν από τη λειτουργία των νοσοκομείων.
•Από τις συγκεκριμένες μετρήσεις προκύπτει ότι, ενώ η υπολειμματική τέφρα από τους κλιβάνους θα πρέπει να ανέρχεται στο 30% της ποσότητας των υλικών που καταλήγουν για θερμική επεξεργασία, ωστόσο το 50%-70% των υλικών παραμένουν άκαυστα. Αυτό συμβαίνει, επειδή στους κλιβάνους πετιούνται ακατάλληλα υλικά, όπως θερμόμετρα, σύριγγες, μπουκάλια και άλλα μεταλλικά δοχεία που δεν καίγονται ή υγρά. Η θερμοκρασία του κλιβάνου πρέπει να ξεπερνά τους 800-900 βαθμούς Κελσίου προκειμένου να καταστραφούν τα τοξικά υλικά, όμως συχνά η θερμοκρασία καύσης είναι κατά πολύ χαμηλότερη.
•Επιπλέον, εκτός από τη θερμοκρασία, τα υλικά πρέπει να. επιλέγονται κατά ομάδες και πρέπει να παραμένουν για ορισμένο χρονικό διάστημα στον κλίβανο.
Η υπολειμματική αυτή τέφρα μπορεί να διατεθεί χωρίς περαιτέρω επεξεργασία, εφόσον οι διοξίνες και τα φουράνια που περιέχει -τοξικές και επικίνδυνες πολυχλωριωμένες ενώσεις που προκύπτουν από ατελή καύση-δεν ξεπερνούν το όριο που έχει καθοριστεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) δηλαδή στα 1.000 πικογραμμάρια/γραμμάριο. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι μετρήσεις του Πολυτεχνείου Κρήτης έδειξαν αυξημένη παρουσία διοξινών έως και 45 φορές πάνω από το όριο. Συγκεκριμένα, μετρήθηκαν διοξίνες σε υπολείμματα που φτάνουν τα
45.852 πικογραμμάρια/γραμμάριο.
Περισσότερο υψηλές ήταν και οι υπερβάσεις που καταγράφηκαν και στα φουράνια, για τα οποία έχει καθοριστεί το ίδιο όριο, έως και 53 φορές μεγαλύτερης περιεκτικότητας.
Υψηλά ήταν επίσης και τα επίπεδα των βαρέων μετάλλων που εντοπίστηκαν στην τέφρα, κυρίως μόλυβδος και υδράργυρος. Τα τοξικά αυτά απορρίμματα σύμφωνα με τη διαδικασία, καταλήγουν εν συνεχεία στους ΧΥΤΑ. Επειδή όμως, οι κλίβανοι αυτοί δεν διαθέτουν ειδική απορρυπαντική τεχνολογία, δηλαδή φίλτρα που να συγκραΤ01)ν τα σωματίδια, μια ποσότητα διοξινών διαχέεται στην ατμόσφαιρα.
•Σύμφωνα με έρευνες που έχουν διενεργηθεί κατά καιρούς, τεκμαίρεται ότι μεγάλες ποσότητες νοσοκομειακών αποβλήτων (που φτάνουν στο 80%) καθημερινά καταλήγουν, χωρίς καμία επεξεργασία, είτε σε οικιακούς κάδους απορριμμάτων είτε στο δημόσιο αποχετευτικό σύστημα.
Το γεγονός αυτό αναδεικνύει τις τεράστιες πολιτικές ευθύνες όλων των κυβερνήσεων για την μη ύπαρξη επαρκούς ελέγχου της διαχείρισης νοσοκομειακών αποβλήτων για όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και εφαρμογής του κείμενου θεσμικού πλαισίου καθώς και χωροθετημένων ΧΥΤΕΑ, σύμφωνα με την κοινοτική και ελληνική νομοθεσία καθώς και την αδυναμία προστασίας της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος.