Η νίκη των Τούρκων στην Κωνσταντινούπολη το 1453 έφερε το τέλος της χιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και άνοιξε την ανατολική Ευρώπη στην εξάπλωση του Ισλάμ. Αν και η μάχη κατέλυσε την κυριαρχία του χριστιανισμού στην περιοχή, οι πρόσφυγες από την ηττημένη Αυτοκρατορία επηρέα σαν σε μεγάλο βαθμό την παιδεία, τις τέχνες και το εμπόριο στην Ιταλία και στις γύρω χώρες , συμβάλλοντας σημαντικά στην Αναγέννηση
Πριν από την τελική μάχη των Βυζαντινών, η Κωνσταντινούπολη λειτουργούσε επί χίλια και πλε’ον χρόνια ως ανάχωμα μεταξύ του μουσουλμανικού και του χριστιανικού κόσμου. Η φυσική οχύρωση της με νερό από τρεις πλευρις και το τριπλό τείχος στη χερσαία πρόσβαση της είχαν αντέξει σε περισσότερες από είκοσι επιθέσεις ανά τους αιώνες. Η άμυνα της πόλης είχε περαιτέρω ενισχυθεί με ένα τείχος κατά μήκος της ακτογραμμής της και με μια χοντρή αλυσίδα που έκλεινε την είσοδο στο λιμάνι της μέσα στον Κεράτιο κόλπο. Πίσω από αυτό το φράγμα υπήρχαν 26 γαλέρες για μεγαλύτερη ενίσχυση της άμυνας.
Αν και η άμυνα της Κωνσταντινουπόλεως ήταν ισχυρή, η ίδια η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε αρχίσει να συρρικνώνεται. Μετά την απώλεια των ανατολικών περιοχών από τους μουσουλμάνους στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071 και μετά την καταστροφή που υπέστη το 1204 από τους Φράγκους της 4ης Σταυροφορίας, η Αυτοκρατορία έφθινε. Στα μέσα του 15ου αιώνα η Κωνσταντινούπολη δεν ξεπερνούσε τα όρια της ευρύτερης περιοχής της. Εντός των τειχών, ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ΙΑ’ διέθετε μόλις 5.000 στρατιώτες για να υπερασπιστεί την πόλη και την αυτοκρατορία του. Το αίτημα του προς τη χρι στιανική Δύση για βοήθεια κατά της αναμενόμενης μουσουλμανικής επίθεσης απέφερε μόλις 3.000 στρατιώτες ακόμη, επειδή η Ρώμη και η δυτική Ευρώπη θεωρούσαν την ορθόδοξη Εκκλησία της Αυτοκρατορίας εξ ίσου απεχθή με τους μουσουλμάνους. Ωστόσο, ανάμεσα σε εκείνους που ανταποκρίθηκαν στην έκκληση ήταν ο Τζοβάνι Τζουστινιάνι, ένας Ιταλός τυχοδιώκτης γνωστός για την ικανότητα του να υπερασπίζεται οχυρωμένες πόλεις.
Οι χώρες ανατολικά της Κωνσταντινουπόλεως είχαν περιέλθει στους μουσουλμάνους. Επί τέσσερις αιώνες μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ οι μουσουλμάνοι πολεμούσαν τόσο μεταξύ τους όσο και εναντίον εισβολέων μέχρι περίπου το 1400, οπότε ο έλεγχος της περιοχής περιήλθε στους Οθωμανούς Τούρ κους. Μετά τους πολέμους με τον Ταμερλάνο και τους Μογγολους του, οι Οθωμανοί επιδίωξαν περισσότερο να επεκταθούν παρά να υπερασπιστούν απλώς τα εδάφη τους.
Το 1451 ο Μωάμεθ Β’ ανέλαβε την ηγεσία των Οθωμανών Τούρκων και α ποφάσισε να καταστρέψει τα υπολείμματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τον Απρίλιο του 1453 στράφηκε κατά της Κωνσταντινουπόλεως με στρατό 80.000 ανδρών, περισσότερα από 300 πλοία και 70 κανόνια που ήταν λάφυρα από τα Βαλκάνια. Μεταξύ τους βρισκόταν ένα μεγάλο κανόνι μήκους εννέα μέτρων, το οποίο μπορούσε να εξακοντίζει λίθινα βλήματα βάρους 270 κιλών.
Στις 6 Απριλίου το μουσουλμανικό πυροβολικό άρχισε καταιγισμό πυρός εναντίον των τειχών της πόλης. Μετά από δώδεκα ήμερες κανονιοβολισμών, ο Μωάμεθ διέταξε το πεζικό του να επιτεθεί. Οι Βυζαντινοί στρατιώτες και οι δυτικοί σύμμαχοί τους πολέμησαν με την απελπισμένη αποφασιστικότητα εκείνον που η ζωή, η οικογένεια και η πατρίδα εξαρτάται από τους ίδιους. Μετά από σκληρές συγκρούσεις, οι μουσουλμάνοι υποχώρησαν. Ακολούθως, οι Ευρωπαίοι μηχανικοί του Μωάμεθ προσπάθησαν να σκάψουν στοές κάτω από τα τείχη για να τοποθετήσουν εκρηκτικά και να ανατινάξουν το εμπόδιο. Ωστόσο, οι στρατηγοί του Κωνσταντίνου τους αντιλήφθηκαν και πλημμύρισαν τις στοές με νερό ή τις ανατίναξαν με εκρηκτικά. Την 1η, τη 12η και την 21η Μαΐου ο Μωάμεθ διέταξε αδιάκοπο καταιγισμό πυροβολικού, τον οποίο ακολούθησαν χερσαίες επιθέσεις. Για μία ακόμη φορά οι Βυζαντινοί, υπό την ικανή ηγεσία τον Τζουστινιάνι, άντεξαν και επιδιόρθωσαν μάλιστα τις ζημιές του τείχους.
Ο Μωάμεθ σταμάτησε τις επιθέσεις μέχρι να σύρει 70 ελαφρά σκάφη διά ξηράς κοντά στο Πέραν και να τα ρίξει στον Κεράτιο κόλπο πίσω απο το εμπόδιο της αλυσίδας. Έχοντας έτσι αποκλείσει πλήρως την πόλη, διέταξε άλλον έναν καταιγισμό πυροβολικού και επίθεση του πεζικού του. Στις επικεφαλής μονάδες του μουσουλμανικού στρατού υπήρχε ένα ανώμαλο μόρφωμα των θρησκευτικών διαφορών στην περιοχή. Την επίθεση οδηγούσαν πάνω απο 12.000 επίλεκτοι στρατιώτες γνωστοί ως γενίτσαροι, οι περισσότεροι από τους οποίους ανήκαν σε χριστιανικές οικογένειες και είχαν ενταχθεί βιαίως στον οθω μανικό στρατό από μικρά παιδιά.
Οι εξαντλημένοι και λιγότεροι αριθμητικά Βυζαντινοί πολέμησαν γενναία,αλλά οι γενίτσαροι κατάφεραν να περάσουν το τείχος και να μπουν στην Πόλη στις 29 Μαίου. Ακολούθησαν χιλιάδες μουσουλμάνοι στρατιώτες. Ο Κωνσταντίνος ρίχτηκε πάνω στους εισβολείς με το σπαθί στο χέρι φωνάζοντας, όπως αναφέρεται: «Ο Θεός δεν μου επιτρέπει να είμαι αυτοκράτωρ χωρίς αυτοκρατορία! Αν πέσει η πόλη μου. θα πεθάνω μαζί της!»
Πράγματι, ο Κωνσταντίνος σκοτώθηκε μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του. Οι ελάχιστοι επιζήσαντες και οι κάτοικοι της πόλης είτε εκτελέστηκαν είτε πουλήθηκαν σκλάβοι. Ο Μωάμεθ επέτρεψε στον στρατό του να βιάζει και να λεηλατεί επί τρεις ημέρες πριν αποκατασταθεί η τάξη και ακολούθως έγιναν προσευχές προς τον Αλλάχ στην ιστορική εκκλησία της πόλης, την Αγία Σοφία. Ο μουσουλμάνος ηγέτης γλύτωσε τα περισσότερα κτίρια της πόλης από την καταστροφή όχι από οίκτο, άλλα επειδή σκόπευε να κάνει την Κωνσταντινούπολη κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Πόλη διατήρησε αυτό τον ρόλο περισσότερο από 4.5 αιώνες ακόμη, μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η άμεση συνέπεια της μάχης της Κωνσταντινουπόλεως ήταν το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ανοιξε επίσης τον δρόμο για τη μουσουλμανική επέκταση προς τη Δύση, η οποία έφθασε μέχρι τη Βιέννη πριν σταματήσει οριστικά.
Ενώ η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως και η επακόλουθη απώλεια της Ελλάδας και των γύρω χωρών τερμάτισε μια σπουδαία περίοδο προόδου σης τέχνες και στην πνευματική ανάπτυξη της περιοχής, ενθάρρυνε εν τούτοις την επέκταση του πολιτισμού. Πολλοί «Ελληνες φιλόσοφοι, δάσκαλοι, έμποροι και καλλιτέχνες διέφυγαν στη Δύση και εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία, στη Γαλλία και σε άλλες περιοχές, όπου είχαν σημαντική συμβολή σ’ αυτό που ονομάστηκε Αναγέννηση. Η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως μπορεί να κατέστρεψε έναν από τους μεγάλους προστάτες του παγκόσμιου πολιτισμού, η ήττα της όμως διέσπειρε τους παραγωγικότερους και επιφανέστερους πολίτες της σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η μάχη επηρέασε επίσης ευθέως το εμπόριο και τις εξερευνήσεις. Με την Κωνσταντινούπολη και το μεγαλύτερο μέρος της Μεσογείου σε μουσουλμανικά χέρια, τα χριστιανικά ευρωπαϊκά κράτη αναγκάστηκαν να αναζητήσουν νέες εμπορικές οδούς. Μέσα σε πενήντα χρόνια οι Ευρωπαίοι θαλασσοπόροι πέρασαν το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας στην Αφρική και διέσχισαν τον Ατλαντικό για να εξερευνήσουν τον Νέο Κόσμο. Αυτές οι εξερευνήσεις, φυσικά, θα γίνονταν τελικά ανεξαρτήτως της μάχης της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά ασφαλώς η πτώση της τις επιτάχυνε.
Από το βιβλίο του Μ.Λ.Λάνινινγκ «Οι 100 μεγαλύτερες μάχες όλων των εποχών»-Εκδόσεις ΕΝΑΛΙΟΣ