«Ελλάδα,πατρίδα της ψυχής μου».Το γράφει μια αυστριακή

Ενα καταπληκτικό ρεπορτάζ δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της Deutsche Welle. Το θέμα του η  αυστριακή φωτογράφος Γερτρούδη Όρτνερ που δημοσίευσε έναν τόμο για τη Δρυόπη Τροιζηνίας  την οποία ανακάλυψε πριν χρόνια και έκτοτε της παραμένει πιστή. Τίτλος του βιβλίου: «Ελλάδα. Πατρίδα της ψυχής μου». Το ρεπορτάζ είναι του Σπύρου Μοσκόβου και »απαντά»- τρόπος του λέγειν και έτσι όπως τα έφεραν τα  πράγματα – στις τρέλλες  περί δήθεν επιθυμίας κάποιων κατοίκων της Ικαρίας να …περάσει το νησί τους σε …αυστριακή κυριαρχία!!!
 Ιδού το ρεπορταζ για το βιβλίο της αυστριακής φωτογράφου Γερτρούδης Όρτνερ: 

Μια αυστριακή φωτογράφος, ο άνδρας της, δάσκαλος, τα δυο παιδιά τους. Το 2005 αναζητούν έναν τόπο παραθερισμού στην Ελλάδα, πέρα από τις γνωστές και πολύβουες τουριστικές λεωφόρους. Στο διαδίκτυο ανακαλύπτουν ένα ορεινό χωριουδάκι πάνω από τα νερά του Αργοσαρωνικού, τη Δρυόπη Τροιζηνίας. Πηγαίνουν εκεί, τους αρέσει, κάθονται, αγοράζουν ένα παλιό πέτρινο σπίτι 60 τετραγωνικών, πηγαίνουν, ξαναπηγαίνουν, γνωρίζονται με τους κατοίκους του χωριού. Η Δρυόπη θα γίνει η δεύτερη πατρίδα της Γερτρούδης Όρτνερ. Δεν είναι μόνο οι φυσικές καλλονές που την καθηλώνουν στο χωριό, είναι πάνω απ’ όλα οι ανθρώπινες αρετές. Η Όρτνερ βρήκε στη Δρυόπη την ιδανική Αρκαδία, το όνειρο πολλών ρομαντικών ψυχών εδώ και αιώνες στην Κεντρική Ευρώπη, έναν τόπο απέριττο, όπου μπορεί να ζήσει κανείς με πνευματική διαύγεια και ψυχική ισορροπία.
Ανταπόδοση για την «Αρκαδία»

Και τώρα η Όρτνερ ανταποδίδει. Αφιερώνει στη Δρυόπη ένα δίγλωσσο τόμο με κείμενα και φωτογραφίες που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο «Ελλάδα. Πατρίδα της ψυχής μου». Μέσα από το πλούσιο φωτογραφικό υλικό σεργιανίζουμε κι εμείς για λίγο στη Δρυόπη με τους λιγοστούς κατοίκους της, ένα χωριό, όπου οι συντάξεις καταβάλλονται ακόμα από τον ταχυδρόμο σε ρευστό, όπου οι λογαριασμοί της ΔΕΗ πληρώνονται στο καφενείο του χωριού, το καφενείο της Ελένης, όπου το σχολείο λειτουργεί με τέσσερις όλους κι όλους μαθητές. Η Δρυόπη δεν γίνεται μέσα απ’ αυτό το βιβλίο ευγνωμοσύνης σύμβολο κάποιου σύγχρονου αναχωρητισμού, γίνεται σύμβολο μιας λιγότερο νευρωτικής, λιγότερο αποσπασματικής, λιγότερο αποξενωτικής κοινωνίας απ’ αυτή τη μεγάλη που ζούμε οι περισσότεροι μέσα της. Μέσα από το βιβλίο αυτό αναπνέουμε κι εμείς καθαρό αέρα, καθόμαστε στο καφενείο της Ελένης, μιλάμε με τις θειάδες και μετά βγαίνουμε από το χωριό και πάμε για μπάνιο πιο χαμηλά, στον κόλπο της Νιζήσας όπου κάποτε έφθαναν δεκαπέντε εμπορικά καράβια την ημέρα, ή για βόλτα πιο ψηλά στην κορφή του Άνω Φαναριού με τις ορχιδέες και τις χελώνες.
Πάνθεον και πανόραμα


Η Μαρία
Για μας το πιο ενδιαφέρον μέρος αυτού του τόμου είναι η σειρά των φωτογραφιών με τους κατοίκους της Δρυόπης, ένας κατάλογος μορφών συνεσταλμένων, αμάθητων να εκτίθενται στην κοινή θέα. Ο βοσκός Νάκος που θυμόταν πολύ καλά τα γερμανικά από τον καιρό που ήταν μετανάστης, η 92 χρονών Θεοδότη που οι Γερμανοί εκτέλεσαν τον άντρα της το ’44 στον Καρατζά, η Αγγελική από το Σικάγο που επέστρεψε στο χωριό ύστερα από σαράντα ολόκληρα χρόνια, η Κατίνα, ο Χαράλαμπος, η Ευτυχία, ο Δημήτρης και η Μαρία, η Σπυριδούλα, ο Σπύρος και η Φανή, λιόδεντρα, βουκαμβίλιες, αγκινάρες, βαφτίσια, γάμοι, κηδείες, και πάει λέγοντας, το βιβλίο της Όρτνερ είναι ένα πάνθεον και πανόραμα της ελληνικής ζωής από τη χαμηλή σκοπιά. Να κλείσουμε με μια από τις αφιερώσεις της συγγραφέως: «Αφιερώνω το βιβλίο στο μηχανικό αυτοκινήτων στο Ναύπλιο που επισκευάζοντας το αυτοκίνητό μας στο συνεργείο του μοιράστηκε μαζί μας το κολατσιό του, το ζυμωτό ψωμί του, τις ελιές, τη ντομάτα και το τυρί του».