Η θέση της Δημοκρατικής Αριστεράς για ένα σοβαρό ζήτημα όπως η ΑΟΖ,όπως εκφράζεται από το Γεράσιμο Γεωργάτο, υπεύθυνο του Τομέα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής.
Χρήσιμοι ορισμοί και διευκρινήσεις με βάση τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας
Η νέα Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, που θεσμοθετήθηκε το 1982, δημιούργησε μια νέα θαλάσσια ζώνη, την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Αναφέρεται στο άρθρο 56 της Σύμβασης των Η.Ε, που καθορίζει τις αρμοδιότητες και υποχρεώσεις του παράκτιου κράτους, μέσα σε αυτήν την αποκλειστική οικονομική ζώνη. Η παράκτια χώρα έχει το δικαίωμα να ορίσει ως ΑΟΖ μια ζώνη πλάτους μέχρι 200 ν. μίλια από τις ακτές της, εντός της οποίας το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα σε θέματα που έχουν σχέση με την εξερεύνηση, εκμετάλλευση, διατήρηση και διαχείριση των φυσικών πηγών και πόρων, ζώντων ή μη, των υπερκείμενων υδάτων, του βυθού και του υπεδάφους της θάλασσας και με την προϋπόθεση ότι δε θα συναντάει την ΑΟΖ της απέναντι χώρας, οπότε το όριο καθορίζεται από τη μέση απόσταση ή μέση γραμμή. Ένα παράκτιο κράτος αποκτά ΑΟΖ με μονομερή δήλωση ανακήρυξης. Στη συνέχεια, συνάπτει συμφωνίες οριοθέτησης με τα γειτονικά κράτη. Εάν δεν καταστεί δυνατή η συμφωνία οριοθέτησης, οι γειτονικές χώρες λύνουν τη διαφορά τους με παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο.
Στη σχετική ψηφοφορία, στις 30 Απριλίου 1982, στη Νέα Υόρκη για τη νέα Σύμβαση, 130 κράτη ψήφισαν υπέρ, τέσσερα κατά και 17 αποχή. Μέχρι το τέλος του 2008 επικύρωσαν τη Σύμβαση 157 χώρες, μεταξύ των οποίων η Κύπρος (12 Δεκεμβρίου 1988) και η Ελλάδα (21 Ιουλίου 1995). Η Τουρκία και η Βενεζουέλα αρνήθηκαν να υπογράψουν τη Σύμβαση επειδή έχουν μπροστά τους νησιά που δεν τους ανήκουν και έτσι εκ των πραγμάτων έχουν περιορισμένη ΑΟΖ. Μέχρι σήμερα την έχουν αξιοποιήσει 140 παράκτια κράτη
Η Υφαλοκρηπίδα ως νομική έννοια καθιερώθηκε με τη Σύμβαση της Γενεύης, το 1958. Με αυτή τη σύμβαση αναγνωρίστηκαν ειδικά κυριαρχικά δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην υφαλοκρηπίδα, δηλαδή σε περιοχή του βυθού και του υπεδάφους του, που εκτείνεται πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης σε βάθος έως 200 μέτρα. Στη Σύµβαση των Η.Ε του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας αναφέρεται σαφώς ότι κάθε κράτος έχει το δικαίωµα να καθορίσει το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης του μέχρι το όριο των 12 ναυτικών μιλίων. Αντικείμενο αυτών των ειδικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην υφαλοκρηπίδα είναι η έρευνα και εκμετάλλευση μη ζώντων φυσικών πόρων, κυρίως φυσικού αερίου και πετρελαίου.
Η Υφαλοκρηπίδα υπάρχει αφ’ εαυτής και δεν χρειάζεται να ανακηρυχθεί. Χρειάζεται όμως να οριοθετηθεί μεταξύ όμορων κρατών και, σε περίπτωση διαφωνίας, να παραπεμφθεί με κοινό συμφωνητικό προς επίλυση στο αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο. Η ΑΟΖ, από την άλλη πλευρά, πρέπει να ανακηρυχθεί και ακολούθως να οριοθετηθεί από τα ενδιαφερόμενα κράτη.
Η κύρια διαφορά της ΑΟΖ από την υφαλοκρηπίδα έγκειται στο ότι, με το άρθρο 56 της Σύμβασης των Η.Ε., το παράκτιο κράτος που θεσπίζει ΑΟΖ, ασκεί ειδικά κυριαρχικά δικαιώματα έρευνας, εκμετάλλευσης, διαχείρισης, στον βυθό, το υπέδαφός του, αλλά και στα υπερκείμενα θαλάσσια ύδατα. Κατά συνέπεια όχι μόνο σε μη ζώντες φυσικούς πόρους (ορυκτά), αλλά και σε ζώντες, δηλαδή κυρίως στην αλιεία. Μια άλλη σημαντική διάσταση είναι ότι σύμφωνα με ρητές διατάξεις του άρθρου 77 της Σύμβασης των Η.Ε., τα δικαιώματα στην Υφαλοκρηπίδα υπάρχουν και διατηρούνται ανεξάρτητα απ’ το εάν το παράκτιο κράτος την ερευνά ή την εκμεταλλεύεται και χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ανακήρυξή της, όπως για την ΑΟΖ. Δηλαδή, η ΑΟΖ, ως νομικό δικαίωμα ενός κράτους, είναι μεν ευρύτερο της υφαλοκρηπίδας, αλλά γεωγραφικά επικαλύπτονται.
Επιπλέον, στο άρθρο 121, παράγραφος 2 της Σύμβασης των Η.Ε για το Δίκαιο της Θάλασσας αναφέρεται ότι όλα τα κατοικημένα νησιά διαθέτουν ΑΟΖ και ότι η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα ενός νησιού καθορίζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που καθορίζονται και για τις ηπειρωτικές περιοχές.
Η ΑΟΖ στο Αιγαίο, Κύπρος και Τουρκία
Στις 12 Δεκεμβρίου 1988, η Κύπρος προχώρησε στην επικύρωση της Σύμβασης των Η.Ε για το Δίκαιο της Θάλασσας. Το Φεβρουάριο του 2003 και τον Ιανουάριο του 2007, η Κύπρος υπέγραψε αντιστοίχως συμφωνία για την οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο και το Λίβανο. Τον Δεκέμβριο του 2010 ακολούθησε η υπογραφή συμφωνίας μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ, για την οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών.
Η Τουρκία, αν και δεν υπέγραψε ούτε επικύρωσε τη Σύμβαση του 1982, υιοθέτησε περί το τέλος του 1986 ΑΟΖ στη Μαύρη Θάλασσα και ήρθε σε συμφωνία με την τότε Σοβιετική Ένωση για τις επικαλυπτόμενες περιοχές, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της μέσης γραμμής. Αργότερα άρχισε συνομιλίες με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία για το ίδιο θέμα και ήρθε σε παρόμοια συμφωνία που είχε συνάψει με τους Σοβιετικούς. Έτσι, ενώ η Τουρκία έχει προχωρήσει σε συνεργασία με παρευξείνια κράτη στην οριοθέτηση της ΑΟΖ στη Μαύρη Θάλασσα – μιας «κλειστής ή ημίκλειστης θάλασσας», όπως και η Μεσόγειος – αρνείται να πράξει το ίδιο και στη Μεσόγειο, τη στιγμή που η ίδια δημιούργησε προηγούμενο στη Μαύρη Θάλασσα. Αντιθέτως, στη Μεσόγειο προωθεί την αντίληψη ότι η Κύπρος αποτελείται από δύο κράτη και η αποκαλούμενη «νότιος» Κύπρος έχει μια περιορισμένη ΑΟΖ. Επιπλέον, αρνείται να αναγνωρίσει δικαιώματα ΑΟΖ στην Κρήτη και στα Δωδεκάνησα και ειδικά στο Καστελόριζο και τη Στρογγύλη, γιατί θα στερηθεί τα θαλάσσια σύνορα με την Αίγυπτο και επιπλέον παρεμποδίζει ενδεχόμενα θαλάσσια σύνορα Ελλάδας – Κύπρου.
Οι κινήσεις της Ελλάδας στο Αιγαίο και το Ιόνιο
Κλειδί για οριοθέτηση ελληνικής ΑΟΖ είναι το Καστελόριζο, νησί το οποίο κατοικείται και, κατά συνέπεια, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι διαθέτει Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, το σύμπλεγμα του Καστελλόριζου εξασφαλίζει την επαφή της ελληνικής με την κυπριακή ΑΟΖ. Οι δύο αυτές παρεμβάλλονται μεταξύ τουρκικής και αιγυπτιακής, γεγονός που περιορίζει σημαντικά την τουρκική ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο. Προς το παρόν, όμως, ελληνική ΑΟΖ δεν υπάρχει, επειδή η Αθήνα δεν την έχει ανακηρύξει. Η Αίγυπτος θα μπορούσε να διαθέτει θαλάσσια σύνορα με τη Τουρκία μόνο αν δεν αναγνωρισθούν τα δικαιώματα του Καστελόριζου.
Εάν η Ελλάδα δεχτεί να προχωρήσει σε οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο χωρίς τον υπολογισμό του Καστελόριζου, η εμφανής συνέπεια θα είναι η Ελλάδα να μην έχει θαλάσσια σύνορα με την Κύπρο.
Με την Λιβύη, μοναδικό αγκάθι είναι ένας μεγάλος κόλπος, τον οποίο η κυβέρνηση της χώρας θέλει να τον κλείσει και ν’ αρχίσει να μετράει την οριοθέτηση έξω από αυτόν. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα θα μπορούσε να συμφωνήσει, εξασφαλίζοντας ελάχιστα μικρότερη ΑΟΖ από ότι με βάση την αρχή της μέσης γραμμής.
Οι συζητήσεις με τη Λιβύη και την Αίγυπτο, που ξεκίνησαν το 2009, προσέκρουσαν εξαρχής στα ζητήματα της ΑΟΖ του Καστελλόριζου και της Κρήτης (Γαύδος), γεγονός που ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα τουρκικών παρεμβάσεων στα δύο αυτά αραβικά κράτη, όπως και η υπαναχώρηση του Λιβάνου από τη συμφωνία του με την Κύπρο το 2007.
Ως προς την ΑΟΖ με την Ιταλία, υπάρχει ήδη οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας ανάμεσα στις δύο χώρες και θα είναι πολύ εύκολο να υπάρξει και οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ τους.
Στις 20 Μαρτίου 2009, μονογραφήθηκε στα Τίρανα η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Βάση της συμφωνίας είναι η «αναγνώριση πλήρων δικαιωμάτων στο συνολικό έδαφος των δύο χωρών, δηλαδή σε όλα τα χερσαία και νησιωτικά εδάφη, σε νήσους, νησίδες, βράχους και υφάλους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας». Με άλλα λόγια, η οριοθέτηση με την Αλβανία έγινε «με βάση την αρχή της μέσης γραμμής», δηλαδή της ίσης απόστασης ανάμεσα στις δύο χώρες.
Δυστυχώς, στις 27 Ιανουαρίου 2010 το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας αποφάσισε να ακυρώσει τη συμφωνία. Σύμφωνα με τα αλβανικά ΜΜΕ, η συμφωνία ακυρώθηκε ομόφωνα από το 9μελές Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας, με το επιχείρημα ότι η κατάρτισή της έγινε βάσει λανθασμένων διαδικασιών, για αυτό και προτείνεται η επαναδιαπραγμάτευσή της.
Τα επιχειρήματα υπέρ της ανακήρυξης ΑΟΖ
Ήδη, πολλά παράκτια κράτη έχουν ορίσει την ΑΟΖ, ανάμεσά τους οι ΗΠΑ (όρισε το 1983 ζώνη 200 μιλίων) και η Τουρκία, η οποία αν και δεν έχει προσχωρήσει στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, έχει οριοθετήσει τη δική της ΑΟΖ στη Μαύρη Θάλασσα, με βάση τη μέση απόσταση από τις ακτές της Ρωσίας, της Ουκρανίας κ.λπ. Δεν έχει κάνει το ίδιο όμως και στις νότιες ακτές της στη Μεσόγειο, γιατί, αν εφάρμοζε την ίδια αρχή, θα έπρεπε να αποδεχθεί την ΑΟΖ του Καστελόριζου και της Κύπρου, που κλείνουν την τουρκική ΑΟΖ προς τη Μεσόγειο και ειδικότερα προς την Αίγυπτο και τη Λιβύη. Επομένως, η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να προχωρήσει σε ανακήρυξή της.
Σημειώνεται ότι τα νησιά – εκτός από τους βράχους που δεν έχουν οικονομική ζωή – με βάση το ισχύον Δίκαιο της Θάλασσας, έχουν το ίδιο δικαίωμα σε ΑΟΖ όπως οι ηπειρωτικές περιοχές, πράγμα που σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος του Αιγαίου θα αποτελεί ελληνική ΑΟΖ με κοινά θαλάσσια σύνορα με την Κύπρο. Η Ελλάδα, επομένως, θα αποκτήσει μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη – και για το κυπριακό – απέναντι στην Τουρκία.
Από τότε που θεσμοθετήθηκε η νέα Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας, κανένα κράτος στον κόσμο δεν έχει ζητήσει μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας από το Διεθνές Δικαστήριο, αλλά ζητά πάντα την ταυτόχρονη οριοθέτηση και της ΑΟΖ. Και επειδή η ΑΟΖ δεν έχει γεωλογική έννοια, η Τουρκία δεν θέλει να συζητήσει το θέμα, γιατί θα απολέσει το επιχείρημα ότι τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου επικάθονται επί της τουρκικής υφαλοκρηπίδας.
Είναι λάθος όλων των ελληνικών κυβερνήσεων, που επιμένουν μονότονα ότι η μοναδική διαφορά της Ελλάδας με την Τουρκία είναι νομικής φύσεως και αφορά στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου Πελάγους, όταν εδώ και 25 χρόνια η έννοια αυτή (της Υφαλοκρηπίδας) έχει υπερκερασθεί από εκείνη της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.
Με την ΑΟΖ δημιουργείται ενιαίος θαλάσσιος από οικονομική πλευρά χώρος και για την αλιεία, τον βυθό και το έδαφος κάτω από το βυθό (πετρέλαια, φυσικό αέριο). Ο βασικός οικονομικός λόγος που δεν ήθελε μέχρι τώρα η Τουρκία τον καθορισμό της Υφαλοκρηπίδας (την οποία διαθέτουν και τα νησιά μας) ήταν για να μην τυχόν εκμεταλλευτεί η Ελλάδα τα πετρέλαια του Αιγαίου, όπως π.χ. ανοιχτά της Θάσου. Η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη όμως, υπερκαλύπτει την Υφαλοκρηπίδα και κατοχυρώνει απόλυτα, αναμφισβήτητα, ακλόνητα και χωρίς καμία δυνατότητα νομικής αντίδρασης από την Τουρκία, τα ελληνικά εθνικά και οικονομικά συμφέροντα.
Η ΑΟΖ δεν είναι μόνο θέμα της Ελλάδας, αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όταν το μεγαλύτερο μέρος του Αιγαίου αποτελεί μια ελληνική ΑΟΖ, στα πρώτα 12 μίλια που είναι κυριαρχικό δικαίωμα κάθε κράτους ανεξάρτητα αν έχει χωρικά ύδατα 12 ναυτικά μίλια, θα αλιεύουν μόνο οι έλληνες ψαράδες. Στα διεθνή ύδατα, μετά τα 12 μίλια, θα έχουν δικαίωμα αλιείας τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, οι Τούρκοι που αυτή τη στιγμή δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα περιοριστούν καθώς δεν θα δικαιούνται να αλιεύουν εντός της ελληνικής ΑΟΖ.
Τα επιχειρήματα υπέρ της επιμονής στην Υφαλοκρηπίδα
Η υφαλοκρηπίδα είναι αρχαιότερη της ΑΟΖ. Η Υφαλοκρηπίδα νομικά είναι πιο ισχυρή από την ΑΟΖ, που είναι μια ζώνη εθνικής δικαιοδοσίας των παράκτιων κρατών, την οποία διαθέτουν τα κράτη αφής στιγμής διακηρύξουν ότι έχουν. Αντίθετα, Υφαλοκρηπίδα έχουν κληρονομικώ δικαίω όλα τα κράτη. Δεν υπάρχει κράτος στον κόσμο με ηπειρωτικές ή και νησιωτικές ακτές που να μην έχει ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα. Υπάρχουν πολλά κράτη, όμως, στον κόσμο που δεν έχουν ΑΟΖ.
Το μέγιστο εύρος της ΑΟΖ κάθε κράτους μπορεί να είναι 200 μίλια. Το ίδιο ισχύει, σύμφωνα με την ισχύουσα τώρα Σύμβαση των Η.Ε και για την Υφαλοκρηπίδα. Τούτο σημαίνει ότι μόνο όπου η απόσταση των γραμμών από τις οποίες μετράται το εύρος των χωρικών υδάτων αντίπερα χωρών είναι τουλάχιστον 400 μίλια, δεν γεννάται ζήτημα οριοθέτησης. Οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 74 για την ΑΟΖ είναι ταυτόσημες με εκείνες του άρθρου 83 για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι με τη θέσπιση ΑΟΖ το ζήτημα της οριοθέτησης στο Αιγαίο δεν ξεπερνιέται. Και με τις δύο εκδοχές, η οριοθέτηση και χάραξη της ΑΟΖ αντιμετωπίζονται υπό τις ίδιες γεωγραφικές προϋποθέσεις και με τις ίδιες διαδικασίες που ισχύουν και για την υφαλοκρηπίδα. Επιπλέον, η γραμμή οριοθέτησης της ΑΟΖ δεν θα διέφερε από τη γραμμή οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, αν τυχόν αυτή είχε προηγηθεί.
Για το ερώτημα εάν η θέσπιση από την Ελλάδα ΑΟΖ ισχυροποιεί τη θέση της ως προς τα νησιά, το άρθρο 121 της Σύμβασης των Η.Ε. αναγνωρίζει στα νησιά και ΑΟΖ. Είναι όμως η ίδια διάταξη (παρ. 2), με την οποία αναγνωρίζεται στα νησιά και η Υφαλοκρηπίδα, όπως επίσης χωρικά ύδατα και συνορεύουσα ζώνη. Άρα η θέσπιση ΑΟΖ δεν προσφέρει πρόσθετη υποστήριξη στο ζήτημα των νησιών, σε σύγκριση με εκείνη που προσφέρει η έννοια της υφαλοκρηπίδας. Επιπλέον, δεν υπάρχει απόφαση του διεθνούς Δικαστηρίου η οποία να μην αναγνωρίζει σε νησί Υφαλοκρηπίδα.
Τα ειδικά κυριαρχικά δικαιώματα που έχει αναγνωρίσει το Διεθνές Δίκαιο στα παράκτια κράτη ασκούνται κατά κύριο λόγο στο πεδίο της οικονομίας. Όπως σημειώθηκε, η ΑΟΖ θεσπίζει κυριαρχικά δικαιώματα με αντικείμενο την εξερεύνηση, εκμετάλλευση, διαχείριση, ζωντανών και μη ζωντανών φυσικών πόρων από την επιφάνεια της θάλασσας έως τον βυθό και το υπέδαφός του. Αλλά για τα δικαιώματα με αντικείμενο το βυθό και το υπέδαφός του, δηλαδή για κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, δεν προβλέπονται ειδικές για την ΑΟΖ ρυθμίσεις, αλλά ισχύουν και εφαρμόζονται οι διατάξεις για την υφαλοκρηπίδα (Σύμβαση των Η.Ε., άρθρο 56, παρ. 3).
Στην περίπτωση της υφαλοκρηπίδας η άσκηση δικαιωμάτων εξερεύνησης και εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων δεν υπόκειται σε περιορισμούς. Τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους είναι αποκλειστικά και απόλυτα. Οποιαδήποτε δραστηριότητα τρίτων (κράτους, επιχειρήσεων, ερευνητικών φορέων), εξαρτάται απολύτως από τη συναίνεση του παράκτιου κράτους (άρθρο 77, παρ. 2, Σύμβ. Η.Ε.). Πρόκειται για ένα σοβαρό συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι της ΑΟΖ.
Η θέσπιση της ΑΟΖ παρακολουθείται από ένα πλέγμα όχι μόνο δικαιοδοσιών και δικαιωμάτων, αλλά και υποχρεώσεων, σχετικά με τους ζώντες πόρους, δηλαδή με την αλιεία. Ιδιαίτερη σημασία για το Αιγαίο έχει η πρόβλεψη της Σύμβασης των Η.Ε, (άρθρο 62), ότι το παράκτιο κράτος προσδιορίζει τις δυνατότητές του για την εκμετάλλευση ζώντων πόρων της ΑΟΖ. Στην περίπτωση δε που δεν έχει τη δυνατότητα να αλιεύσει όλο τον επιτρεπόμενο όγκο, παρέχει σε άλλα κράτη πρόσβαση στο πλεόνασμα του επιτρεπόμενου αλιεύματος. Η συμμετοχή στην εκμετάλλευση αυτού του πλεονάσματος είναι δικαίωμα για δύο κατηγορίες κρατών: α. για γεωγραφικά μειονεκτούντα κράτη, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 70 της Σύμβασης και β. για τα κράτη χωρίς ακτές (άρθρο 69, Σύμβ. Η.Ε.).
Το γειτονικό μας κράτος που μπορεί να υπαχθεί στη δεύτερη κατηγορία είναι η ΠΓΔΜ. Η θέσπιση ΑΟΖ στο Αιγαίο προσφέρει στο χωρίς ακτές γειτονικό μας κράτος μια σημαντική νομιμοποίηση: να ζητήσει από την Ελλάδα τον καθορισμό του επιτρεπόμενου αλιεύματος και της δυνατότητάς του να αλιεύει το σύνολό του. Στόχος του αιτήματος θα είναι να παρασχεθεί στο γειτονικό κράτος πρόσβαση στο τυχόν πλεόνασμα αλιεύματος σε ΑΟΖ που θα θεσπιζόταν για το Αιγαίο (άρθρο 62, παρ. 2, Σύμβ. Η.Ε.). Άρνηση της Ελλάδας να καθορίσει το επιτρεπόμενο αλίευμα ή να κατανείμει το τυχόν πλεόνασμα, γεννά διαφορά προς επίλυση (άρθρο 297, παρ. 3β, Σύμβ. Η.Ε.).
Η θέσπιση λοιπόν ΑΟΖ στο Αιγαίο προσφέρει στην ΠΓΔΜ την απαιτούμενη προϋπόθεση να επικαλεστεί τις προαναφερθείσες διατάξεις της Σύμβασης των Η.Ε., να ζητήσει την τήρησή τους από την Ελλάδα, να προβάλει αμφισβητήσεις ως προς το τυχόν πλεόνασμα και να εγείρει αξιώσεις συμμετοχής. Θα θεμελίωνε έτσι ειδικά οικονομικά συμφέροντα της ΠΓΔΜ στο Αιγαίο.
Το αίτημα για πρόσβαση σε πλεόνασμα του επιτρεπόμενου αλιεύματος έχει περιορισμένη σημασία, όταν είναι δεδομένες και αδιατάρακτες οι σχέσεις καλής γειτονίας μεταξύ του περίκλειστου και του παράλιου κράτους. Ενδεχομένως αυτή η πρόσβαση να ενισχύει κιόλας υφιστάμενες σχέσεις φιλίας και συνεργασίας. Κι ακόμα δεν προσθέτει ζητήματα εάν πρόκειται για θαλάσσια περιοχή ως προς την οποία δεν υφίστανται εκκρεμότητες με τρίτο κράτος.
Στην περίπτωση όμως του Αιγαίου δεν συντρέχει καμία απ’ αυτές τις προϋποθέσεις. Η στάση των κυβερνήσεων της ΠΓΔΜ στο κρίσιμο θέμα της ονομασίας -με τις προεκτάσεις του- παραμένει αδιάλλακτη. Η θέσπιση λοιπόν ΑΟΖ στο Αιγαίο μπορεί να προσθέσει σ’ αυτά τα ζητήματα και ζήτημα άσκησης αλιευτικών δικαιωμάτων. Ζήτημα που θα συναντούσε στο Αιγαίο το άλλο, το ήδη ανοικτό και κρίσιμης σημασίας ζήτημα της συνεκμετάλλευσης που έχουν γεννήσει οι ισχυρισμοί της Τουρκίας για την ίδια θάλασσα.
Η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, του 1982, αποτελεί μέρος του κοινοτικού κεκτημένου. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει διακηρύξει ως στόχο μια «ολοκληρωμένη θαλάσσια πολιτική για τη Μεσόγειο». Εξαιτίας της πολυποικιλότητας υδρολογικών, γεωλογικών, πολιτικών και νομικών συνθηκών στο μεσογειακό χώρο, η Επιτροπή υπογραμμίζει τη σημασία και την ανάγκη συνεργειών και διαβούλευσης με τρίτα κράτη στην περιοχή.
Με αφορμή την απειλητική συμπεριφορά της Τουρκίας εναντίον της κυπριακής ΑΟΖ και μετά από ελληνοκυπριακή διπλωματική κινητοποίηση και στήριξη από τα περισσότερα κόμματα του Ευρωκοινοβουλίου (ΕΛΚ, ΕΣΚ, ΑΡΙΣΤΕΡΑ), ο αρμόδιος για τη διεύρυνση Επίτροπος, με γραπτή δήλωση, στις 8/9/11, κάλεσε την Τουρκία «να απόσχει από οποιαδήποτε απειλή, αντιπαράθεση ή άλλη ενέργεια που θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τις καλές σχέσεις και την επίλυση συνοριακών διαφορών». Η ανακοίνωση αναφέρει ότι «η Επιτροπή επανέρχεται συνεχώς σε τέτοια θέματα στις διαβουλεύσεις της με την Τουρκία και θα συνεχίσει να παρακολουθεί την προσήλωση της Τουρκίας στην αρχή των καλών σχέσεων», υπενθυμίζει τη σημασία που αποδίδει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο ζήτημα της εξομάλυνσης των σχέσεων της Τουρκίας με όλα τα κράτη – μέλη, περιλαμβανομένης της Κυπριακής Δημοκρατίας και επαναβεβαιώνει «όλα τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών – μελών, που περιλαμβάνουν τη σύναψη διμερών συνθηκών, σύμφωνα με το κοινοτικό κεκτημένο και το Διεθνές Δίκαιο, περιλαμβανομένου του Δικαίου της Θάλασσας».
Η στάση των ελληνικών πολιτικών κομμάτων
Το ζήτημα της ανακήρυξης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης έχει αναχθεί σε σημαία ενός «νέου πατριωτισμού» και χρησιμοποιείται από πολλές πλευρές και συχνά ως αφορμή και μέσο για την επαναχάραξη μιας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ πατριωτικών και ενδοτικών δυνάμεων.
Η Νέα Δημοκρατία, ο ΛΑΟΣ και το ΚΚΕ ζητούν την εδώ και τώρα ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ και ανοιχτά (ΛΑΟΣ και ΚΚΕ) ή συγκαλυμμένα (Ν.Δ), κατηγορούν την ελληνική κυβέρνηση για υποχωρητικότητα απέναντι στις τουρκικές διεκδικήσεις. Ο ΛΑΟΣ φροντίζει να υπενθυμίζει επιπλέον ότι αντιτίθεται και στην ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε, ενώ το ΚΚΕ παγίως ισχυρίζεται ότι η κυβέρνηση υποταγμένη στα μονοπώλια και τις ιμπεριαλιστικές προσταγές του ΝΑΤΟ, προωθεί τη συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο.
Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί την κυβέρνηση για ολιγωρία και αναποτελεσματικότητα απέναντι στις τουρκικές απειλές και διεκδικήσεις και δεν είναι αρνητικός στην ανακήρυξη ελληνικής ΑΟΖ συνοδεύοντας το θέμα με την αναγκαιότητα διαλόγου, καλών διμερών σχέσεων και σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου.
Η Δημοκρατική Συμμαχία κατηγορεί μεν την κυβέρνηση για αδράνεια και ολιγωρία, χρησιμοποιεί όμως λιγότερο επιθετική και πιο προσεκτική φρασεολογία, τονίζοντας κυρίως την ανάγκη να τεθεί το θέμα της ανακήρυξης ελληνικής ΑΟΖ στα όργανα της Ε.Ε και του ΝΑΤΟ, ενώ ως κόμμα δεσμεύτηκε να φέρει το θέμα στην ομάδα των Φιλελεύθερων Δημοκρατών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Οι Οικολόγοι Πράσινοι υποστήριξαν με ανακοινώσεις τους το δικαίωμα ανακήρυξης ΑΟΖ εκ μέρους της Κύπρου στιγματίζοντας και την τουρκική επιθετικότητα, αλλά δεν έχουν πάρει θέση στο ζήτημα της ανακήρυξης ελληνικής ΑΟΖ.
Η Δημοκρατική Αριστερά, ως δύναμη ευθύνης και απέναντι σε ένα τόσο ευαίσθητο και πολύπλοκο θέμα, δεν έχει φυσικά κανένα λόγο να εμφανιστεί ότι συμπλέει με ανεύθυνες «πατριωτικές» κορώνες, ούτε βεβαίως ότι σιγοντάρει την αδράνεια και την ολιγωρία της κυβέρνησης. Θα πρέπει να τονίζει το αναφαίρετο κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδας να ανακηρύξει Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, προετοιμαζόμενη για το χρόνο και τη συγκυρία που η ίδια θα κρίνει κατάλληλη, χωρίς να υποδαυλίζει τις εντάσεις και τη μετωπική αντιπαράθεση με την Τουρκία στον ήδη επιβαρυμένο μεσογειακό χώρο. Η εδώ και τώρα ανακήρυξη αποτελεί ανεύθυνη και επικίνδυνη στάση, όπως και η ολιγωρία στην αξιοποίηση των Διεθνών Θεσμών και του Διεθνούς Δικαίου. Εξάλλου, η ανακήρυξη ΑΟΖ αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα, ως προς την οριοθέτηση, με την Υφαλοκρηπίδα, αφού είναι δεδομένη η αρνητική τουρκική στάση στη συνυπογραφή συμφωνητικού για παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο.
Η Κύπρος με επιτυχείς διπλωματικές κινήσεις αναμένει συγκεκριμένα οφέλη από την εξόρυξη φυσικού αερίου, την οποία ορθότατα προβάλλει και στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας. Τυχόν στρατιωτική κίνηση της Τουρκίας πρέπει να θεωρείται απίθανη καθώς την εμπλέκει σε άμεση σύγκρουση με το Ισραήλ και η Άγκυρα καλλιεργώντας την ένταση εκτίθεται συνεχώς στα μάτια Αμερικανών, Ευρωπαίων και Ρώσων. Η Ελλάδα, εκτός από την υποστήριξη της Κύπρου και του έμμεσου οφέλους από την αντιπαράθεση Ισραήλ – Τουρκίας, δεν έχει λόγους να ανεβάσει τους τόνους ανακηρύσσοντας ΑΟΖ σε αυτή τη φάση. Εξάλλου δεν μπορεί να αποκλείεται μεσοπρόθεσμα κάποια εξομάλυνση των σχέσεων Τελ Αβίβ – Άγκυρας, γεγονός που θα άφηνε «ακάλυπτες» τη Λευκωσία και την Αθήνα. Είναι περιττοί λοιπόν οι υψηλοί τόνοι, όταν οι εξελίξεις παραμένουν απρόβλεπτες.