Του Λ.ΛΙΓΟΥΡΙΩΤΗ
Επερώτηση στην τουρκική Βουλή με τους ανεδαφικούς ισχυρισμούς περί «κατάληψης τουρκικών νησιών από τους Ελληνες» κατέθεσε ο ο βουλευτής του κόμματος της αξιωματικής Αντιπολίτευσης της Τουρκίας CHP, κ. Καμέρ Γκέντς ο οποίος στις αρχές του Φεβρουαρίου είχε ισχυριστεί τα ίδια πράγματα σε συνέντευξη Τύπου, που πραγματοποίησε στο τουρκικό κοινοβούλιο.
Η επερώτηση - παρά του ότι όπως θα δούμε παρακάτω αλλά και στα σχετικά δημοσιεύματα, είναι ένα γνωστό τουρκικό μοτίβο- αποκτά άλλη διάσταση διότι γίνεται αυτή ακριβώς την στιγμή που η Άγκυρα με διαφόρους τρόπους και προκλήσεις επιχειρεί να ανεβάσει τους τόνους και να δημιουργήσει κλίμα έντασης.
Με την ερώτησή του ο κ. Καμέρ Γκέντς μαζί με συναδέλφους του, ζήτησε να διερευνηθούν οι – γνωστοί και επαναλαμβανόμενοι – ισχυρισμοί τουρκικών κύκλων ότι 16 νησιά στο Αιγαίο και στην Μεσόγειο έχουν καταληφθεί από την Ελλάδα, αναφέρει στην ιστοσελίδα του το τουρκικό Πρακτορείο Ειδήσεων Αnadolu.Τα νησιά αυτά είναι, αναφέρουν,11 στο Αιγαίο και 5 στην Μεσόγειο.Επίσης στην επερώτηση τίθεται το ερώτημα : « Στις διερευνητικές συνομιλίες που διεξάγονται μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας που ξεκίνησαν το 2002 και συνεχίζονται, άραγε γίνονται μυστικά παζαρέματα; Οι στρατιωτικοί γιατί δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτές τις συνομιλίες;»
Στην αιτιολογία της επερώτησης αναφέρθηκε ότι στην ιστοσελίδα των δελτίων του Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ , είναι εφικτό να δει κανείς και να καταλάβει ότι η «Ελληνοκυπριακή διοίκηση» της «νοτίου Κύπρου» έχει καταλάβει υφαλοκρηπίδα 7.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων που ανήκει στην Τουρκία καθώς και περιοχή ΑΟΖ.
Επίσης ζητήθηκε σύσταση Επιτροπής της Βουλής για να διερευνήσει τους ισχυρισμούς αυτούς.Στην συνέντευξη που είχε πραγματοποιήσει στις αρχές Φεβρουαρίου ο κ. Γκέντς είχε αναφέρει πως « το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου και της Μεσογείου και ποια απ’αυτά ανήκουν στην Τουρκία και ποια στην Ελλάδα, καθορίστηκαν με τις συνθήκες του Λονδίνου το 1913, τη συνθήκη της Λαζάνης το 1923 και τη Συνθήκη των Παρισίων το 1947 όμως οι Έλληνες εισέβαλαν σ’αυτά χωρίς να ρωτήσουν σε κανέναν».
Ποια είναι τα 16 νησιά
Τα νησιά που προκλητικά αμφισβητεί την ελληνική κυριότητα ο Γκέντς τα κατονομάζει ως «Οινούσσες, Φούρνοι, Θύμαινα, Αγαθονήσι, Αρκοί, Φαρμακονήσι, Καλόλιμνος, Ψέριμος, Γυαλί, Λέβιθα, Κίναρος Γαύδος, Δία, Διονυσάδες, Γαϊδουρονήσι και Κουφονήσι».
Βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά που θέτουν τέτοιο θέμα οι Τούρκοι μιλώντας άλλοτε για 16, άλλοτε για 110 και άλλοτε για 152 αμφισβητούμενα νησιά!Η κολόνια αυτή κρατά χρόνια και μερικές φορές εντάσσεται και στον ανταγωνισμό των τουρκικών κομμάτων για το πιο θα φανεί πιο …διεκδικητικό και …»πατριωτικό». Μάλιστα λίγες ώρες πριν την συνέντευξη του κ. Γκέντς του CHP,ο κ.Ουμίτ Γιαλίμ, μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του »Δημοκρατικού Κόμματος ‘ (DP) είχε ισχυριστεί ότι η σημερινή κυβέρνηση της Τουρκίας έκλεισε τα μάτια στο πρόβλημα των 16 νησιών που … οικειοποιήθηκε η Ελλάδα, επιθυμώντας το 2004 να αρχίσει ταχύτερα συνομιλίες για την ένταξή της στην ΕΕ…
Παλιό μοτίβο
Το μοτίβο είναι ίδιο είτε το εγείρει το »Δημοκρατικό Κόμμα» (DP) είτε το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα ( CHP – που είναι σήμερα αξιωματική αντιπολίτευση): Με δύο λόγια αναφέρουν – με ερωτήσεις προς την Βουλή ή δηλώσεις – ότι τα 16 αυτά νησιά τα οικειοποιήθηκε η Ελλάδα διότι δεν αναφέρονται ονομαστικά στις συνθήκες της Λαζάνης. Δηλαδή,»ξεχνώντας» ότι τo άρθρo 12 της Συvθήκης αναφέρει ότι η Ελλάδα απoκτά τηv κυριαρχία όλωv τωv vήσωv τoυ Αvατoλικoύ Αιγαίoυ εκτός της ‘Ιμβρoυ, Tεvέδoυ και Λαγoυσώv vήσωv (Mαυριώv) και ότι στo άρθρo 16 η Toυρκία π α ρ α ι τ ε ί τ α ι από oπoιαδήπoτε αξίωση από τα παραπάvω vησιά και κατά συvέπεια δεv επιτρέπεται καμμιά αμφισβήτηση από καvέvα της εθvικής κυριαρχίας της Eλλάδας επί τωv vήσωv τoυ Αιγαίoυ.
«Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφισβήτηση και οποιοδήποτε σημείο αμφιβολίας ως προς το καθεστώς οποιουδήποτε νησιού ή νησίδας στο Αιγαίο». Τη θέση αυτή της Ελλάδας είχε εκφράσει, προ μηνών, και σε άλλη πανομοιότυπη αμφισβήτηση από τουρκικούς κύκλους της ελληνικότητας 16 νησιών στο Αιγαίο και το Κρητικό Πέλαγος, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών κ. Γρηγόρης Δελαβέκουρας.