Ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας προχώρησε σε νέες δηλώσεις αναφορικά με τις τελευταίες εξελίξεις στο «διπλωματικό παιχνίδι» με την Τουρκία και την Λιβύη, υπό το φόντο της απέλασης του Λίβυου πρέσβη και τις αντιδράσεις της Άγκυρας για την «σκανδαλώδη» αυτή απόφαση, όπως την χαρακτήρισαν τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης.
Ο κ.Δένδιας διευκρίνισε τις συνθήκες υπό τις οποίες η Αθήνα αντιμετωπίζει και διαχειρίζεται την κατάσταση, ενώ τοποθετήθηκε εκτενώς για μια σειρά ζητημάτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, από την Συμφωνία των Πρεσπών μέχρι και την συνάντηση Μητσοτάκη – Τραμπ στην Ουάσινγκτον.
Αναλυτικά ολόκληρη η συνέντευξη
-Τελικά, ποια πολιτική είναι η κατάλληλη απέναντι στην Τουρκία; Η αποκαλούμενη πολιτική κατευνασμού ή μια πιο «επιθετική» πολιτική;
Δένδιας: Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβα τα καθήκοντά μου, διεμήνυσα ότι η Ελλάδα κρατά κλάδο ελαίας, αλλά διατηρεί και ξίφος ταυτόχρονα, για να υπερασπισθεί τα εθνικά της δίκαια. Να σας υπενθυμίσω επίσης ότι ήδη τις πρώτες εβδομάδες από την ανάληψη των καθηκόντων μου δέχθηκα σκληρή κριτική από την τουρκική πλευρά, επειδή χαρακτήρισα ταραχοποιό της περιοχής τη γειτονική μας χώρα, ενώ δεν έχω σταματήσει ούτε στιγμή να καταγγέλλω την τουρκική παραβατικότητα, όχι μόνο εντός Ελλάδας, αλλά και στις επαφές μου στο εξωτερικό και στα διεθνή fora.
Χάρη στην κινητικότητα που δείξαμε, άλλωστε, πετύχαμε μεγάλες χώρες (περιλαμβανομένης της Ρωσίας) και ισχυρά κράτη της περιοχής να έχουν καταδικάσει την υπογραφή μνημονίου συνεργασίας μεταξύ της Τρίπολης και της Άγκυρας. Δεν θα πρέπει να συγχέουμε τη σύνεση και την υπευθυνότητα που επιδεικνύει η χώρα μας έναντι της προκλητικής, παράνομης συμπεριφοράς και της αμετροέπειας στον πολιτικό λόγο των γειτόνων μας, με τον κατευνασμό.
Έχουμε καταστήσει σαφές σε όλους τους διεθνείς συνομιλητές μας, της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης, ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να κάνει εκπτώσεις στην προάσπιση της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Θα προασπίσουμε και το τελευταίο χιλιοστό εθνικού εδάφους, όπως δεσμευόμαστε από το Σύνταγμα, το οποίο ορκιστήκαμε να τηρούμε.
Δεν είναι θέμα πολιτικής επιλογής, αλλά υποχρέωσης. Η Τουρκία θα ήταν ωφέλιμο επίσης να μετράει το μέγεθός της αναλογικά με τη σκιά της και όχι με βάση τα όνειρά της. Παρατηρώ βέβαια ότι οι αιτιάσεις περί δήθεν πολιτικής κατευνασμού προέρχονται κυρίως από την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία χειρίστηκε τα Ελληνοτουρκικά για πέντε ολόκληρα χρόνια και παρέδωσε την εξουσία μόλις πριν από πέντε μήνες. Θα πρέπει, συνεπώς, η όποια κριτική να διατυπώνεται με πιο προσεκτικό τρόπο.
Τι αλλάζει μετά την τελευταία συνάντηση με τον Ταγίπ Ερντογάν;
Δένδιας: Στη συνάντηση με τον πρόεδρο Ερντογάν στο Λονδίνο, ο πρωθυπουργός έθεσε με σαφήνεια στο τραπέζι όλα τα ζητήματα που προκύπτουν από τις τουρκικές ενέργειες, όπως το παράνομο μνημόνιο οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών Τουρκίας Λιβύης και τη διαχείριση του Μεταναστευτικού. Μπορεί να μην υπήρξε συγκεκριμένη πρόοδος, ωστόσο αποτιμώ θετικά το γεγονός ότι συναντήθηκαν οι δύο πλευρές στο ανώτατο επίπεδο. Ο διάλογος είναι πάντα απαραίτητος, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν διαφωνίες.
Ανησυχείτε για ενδεχόμενο θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο ή ακόμα και για στρατιωτική σύγκρουση στην ευρύτερη περιοχή μας;
Πιστεύω ότι η Τουρκία θα είναι εξαιρετικά προσεκτική στις κινήσεις της και δεν θα διακινδυνεύσει ένα θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο. Δεν είναι άλλωστε προς το συμφέρον της. Βεβαίως, ο κίνδυνος ενός θερμού επεισοδίου, έστω και ακούσιου, δεν μπορεί να αποκλειστεί από τη στιγμή που καταγράφονται, σχεδόν καθημερινά, εμπλοκές οπλισμένων μαχητικών στον ουρανό του Αιγαίου.
Όπως είπε και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, δυσκολίες με την Τουρκία υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Θα πρέπει η κατάσταση να αποκλιμακωθεί και η εξακολούθηση των επαφών για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Συνεπώς, δεν ανησυχούμε.
Συνεχίζουμε με αυτοπεποίθηση και υπευθυνότητα να επιδιώκουμε τον διάλογο, παραμένοντας όμως σε εγρήγορση και γνωρίζοντας ότι, σε κάθε περίπτωση, το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων εξασφαλίζει την αποτροπή κάθε επιβουλής.
Επί μήνες η Ε.Ε. βάζει στο τραπέζι ζήτημα κυρώσεων προς την Τουρκία. Εκτιμάτε ότι θα γίνει αυτό πράξη και, αν ναι, θα έχει αποτέλεσμα;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υιοθετήσει κυρώσεις, δεν τις συζητά απλά, για το ζήτημα της κυπριακής ΑΟΖ. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι καταδίκασε εμπράκτως, με την επιβολή κυρώσεων, την Τουρκία. Το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων του Οκτωβρίου αποφάσισε την επιβολή μέτρων κατά νομικών και φυσικών προσώπων, απόφαση την οποία προσυπέγραψε και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Ε.Ε.
Ήταν η πρώτη φορά που η Ε.Ε. αποφάσισε τη λήψη ανάλογων μέτρων έναντι ενός υποψήφιου προς ένταξη κράτους. Έστειλε ένα μήνυμα ότι οι παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου έχουν συνέπειες. Η Ευρώπη πρέπει να συνεχίσει να δείχνει την αποφασιστικότητά της απέναντι σε αυτές τις πρακτικές με τον πλέον σαφή τρόπο και προς αυτήν την κατεύθυνση εργαζόμαστε.
Οι εκβιασμοί της Τουρκίας απέναντι στην Ευρώπη και στα κράτη μέλη της πρέπει να σταματήσουν. Και έχουμε καταστήσει σαφές προς όλους ότι δεν νοείται ανοχή για μια χώρα που παραβιάζει κατά συρροή το Διεθνές Δίκαιο.
Σχεδιάζετε τη σύγκληση του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής; Με ποια ατζέντα και ποιον σκοπό;
Η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί για την τακτική σύγκληση του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής, προκειμένου ο υπουργός Εξωτερικών να ενημερώνει, ως οφείλει, τα κοινοβουλευτικά κόμματα για τις εξελίξεις πάνω σε όλα τα θέματα εθνικού ενδιαφέροντος.
Ως εκ τούτου, κατόπιν οδηγιών του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, έχω συγκαλέσει την ερχόμενη Τρίτη το ΕΣΕΠ, προκειμένου να ενημερώσω τους εκπροσώπους των κομμάτων για τις εξελίξεις με την Τουρκία και για τα υπόλοιπα διεθνή ζητήματα που μας απασχολούν.
Θα αναλάβει η ελληνική πλευρά πρωτοβουλίες για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία;
Κατ’ αρχάς, η ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών της περιοχής άρχισε από την Ελλάδα, κατόπιν ελληνικής πρωτοβουλίας. Είναι η στρατηγική μας επιδίωξη. Το 2003, στη Σύνοδο Κορυφής που διοργάνωσε η ελληνική προεδρία της Ε.Ε., στη Θεσσαλονίκη, ετέθησαν τα θεμέλια μιας πολιτικής που έχει ως στόχο τη μετάλλαξη των Βαλκανίων από ένα πεδίο διαρκών συγκρούσεων σε μια περιοχή ειρήνης, σταθερότητας και ευημερίας. Την ίδια πολιτική συνεχίζουμε να ακολουθούμε και μετά την απόφαση του Οκτωβρίου να μη δοθεί πράσινο φως στην Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει την πρόθεση να αναλάβει στοχευμένες πρωτοβουλίες για την υποστήριξη της ευρωπαϊκής προοπτικής των χωρών της περιοχής. Προς τούτο, έχουμε ήδη δρομολογήσει προεργασίες για συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας, Βουλγαρίας, Βόρειας Μακεδονίας και Αλβανίας τον Φεβρουάριο στη Θεσσαλονίκη. Η Ελλάδα σκοπεύει, επίσης, να διοργανώσει, στις αρχές του επόμενου έτους, σύνοδο των κρατών μελών της Ε.Ε. με τις πέντε χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και του Κοσόβου.
Θα ήθελα επιπλέον να σημειώσω ότι, κατόπιν δικής μου πρόσκλησης, οι υπουργοί Εξωτερικών της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας θα συμμετάσχουν σε άτυπο πρωινό εργασίας των υπουργών της Ε.Ε., στο περιθώριο του επόμενου Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων, που θα πραγματοποιηθεί μεθαύριο, Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου.
Τέλος, είναι σε εξέλιξη μια σειρά διμερών επαφών με ομολόγους μου, με τους οποίους συζητούμε με ειλικρίνεια τις εξελίξεις στην περιοχή. Όπως γνωρίζετε, επισκέφθηκα ήδη τα Σκόπια, ενώ είχαμε προγραμματίσει επίσκεψη και στην Αλβανία, την οποία δυστυχώς αναβάλαμε εξαιτίας του καταστροφικού σεισμού που έπληξε τη χώρα.
Βεβαίως, πήγα στα Τίρανα αμέσως μετά τον σεισμό, για να εκφράσω έμπρακτα την αλληλεγγύη και υποστήριξη της Ελλάδας στη γειτονική μας χώρα, αλλά αναμένουμε την εξομάλυνση της κατάστασης εκεί, προτού προχωρήσουμε σε νέες επαφές με την αλβανική ηγεσία. Ακόμα, υποδέχθηκα στην Αθήνα τον Ολλανδό ομόλογο μου, ενώ προγραμματίζω να επισκεφθώ προσεχώς τη Γαλλία και τη Δανία, δηλαδή τις χώρες που διατηρούν επιφυλάξεις ως προς την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία.
Πώς επηρεάζει ένα ενδεχόμενο επ’ αόριστον πάγωμα της έναρξης της Συμφωνίας των Πρεσπών;
Είναι μια διμερής συμφωνία που τέθηκε σε ισχύ μετά την κύρωσή της από τις εθνικές αντιπροσωπίες των δύο χωρών και δεν μπορεί να επηρεαστεί από τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Τα δύο μέρη είναι δεσμευμένα από τις πρόνοιες της και αυτό που έχουμε διαμηνύσει προς την πλευρά της Βόρειας Μακεδονίας είναι ότι αναμένουμε την ορθή και απαρέγκλιτη εφαρμογή της.
Είναι άλλωστε και προϋπόθεση της ευρωπαϊκής της πορείας, μιας πορείας που ευελπιστούμε ότι θα οδηγήσει στο ορατό μέλλον τη γείτονα χώρα στους κόλπους της ευρωπαϊκής μας οικογένειας.
Πόσο κοντά είμαστε σε συμφωνία με τις γειτονικές μας χώρες για οριοθέτηση ΑΟΖ; Ποια είναι τα επόμενα βήματα σας στην κατεύθυνση αυτή;
Η Ελλάδα επιδιώκει τον καθορισμό των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών με τις γειτονικές της χώρες μέσω αντίστοιχων συμφωνιών και στη βάση του Δικαίου της Θάλασσας. Με την Ιταλία βρισκόμαστε σε καλό δρόμο, καθώς υπάρχει συμπεφωνημένο κείμενο. Με την Αίγυπτο θεωρώ επίσης ότι θα κινηθούμε προς μια θετική κατεύθυνση.
Στην πρόσφατη επίσκεψη που πραγματοποίησα στο Κάιρο, συμφωνήσαμε με τον ομόλογό μου, τον κ. Shoukry, να επισπεύσουμε τις συζητήσεις μεταξύ των τεχνικών κλιμακίων, καθώς, όπως απέδειξε και η εύρεση του κοιτάσματος Zohr, θα ωφεληθούμε και οι δύο από τη δυνατότητα εξερεύνησης και εκμετάλλευσης του φυσικού μας πλούτου. Με την Αλβανία, όπως γνωρίζετε, είχαμε καταλήξει σε συμφωνία, η οποία ακυρώθηκε από το αλβανικό Συνταγματικό Δικαστήριο.
Από εκεί και πέρα, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών πραγματοποιείται μεταξύ γειτονικών χωρών. Στην περίπτωση της Τουρκίας και της Λιβύης, τούτο δεν ισχύει. Δεν πρόκειται για γειτονικές χώρες και οποιαδήποτε τυχόν συμφωνία θα συνιστούσε ευθεία παραβίαση κάθε έννοιας του Διεθνούς Δικαίου και ειδικότερα του Δικαίου της Θάλασσας, καθώς θα αγνοούσε απολύτως την ύπαρξη ολόκληρων νησιών. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι πρόκειται περί παράνομων και φαιδρών αυθαιρεσιών, απολύτως ανυπόστατων από πλευράς Διεθνούς Δικαίου.
Τι προσδοκά η ελληνική κυβέρνηση από τη συνάντηση του πρωθυπουργού με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο;
Οι σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ βρίσκονται σήμερα στο απόγειό τους. Σε διμερές επίπεδο, μόλις πρόσφατα υπογράψαμε με τον ομόλογό μου, Μάικ Πομπέο, την αναβάθμιση της αμυντικής μας συνεργασίας, ενώ ο στρατηγικός διάλογος, στον οποίο έχουν εισέλθει οι χώρες μας από τον Δεκέμβριο του 2018, αποτελεί τον οδικό χάρτη προώθησης των σχέσεων.
Συνεπώς, στις 7 Ιανουαρίου οι δύο ηγέτες δεν πρόκειται να συζητήσουν αόριστα για τις διμερείς σχέσεις, αλλά θα εκτιμήσουν και θα ανταλλάξουν απόψεις πάνω στα απτά, μετρήσιμα αποτελέσματα των ομάδων εργασίας και των τεχνικών κλιμακίων, που έχουν πραγματοποιήσει πλειάδα επαφών, εκάστη στο αντικείμενό της. Θυμίζω επιγραμματικά ότι ο στρατηγικός διάλογος εκτείνεται από την ενέργεια, το εμπόριο και τις επενδύσεις έως τις σχέσεις των κοινωνιών μας (people to people), την περιφερειακή συνεργασία, την καινοτομία και την αμυντική συνεργασία. Προσδοκία μας, λοιπόν, είναι η περαιτέρω πρόοδος στους τομείς αυτούς.
Από εκεί και πέρα, θεωρώ δεδομένο ότι, στο πλαίσιο της στρατηγικής αυτής σχέσης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα συζητήσει εκ νέου με τον πρόεδρο Τραμπ για τις περιφερειακές προκλήσεις και τον ρόλο της χώρας μας στην προώθηση της ασφάλειας και της σταθερότητας σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο.
Είναι ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα αποτελεί σημαντικό μέλος του NATO, έναν αξιόπιστο εταίρο και έναν ολοένα ενισχυόμενο πόλο σταθερότητας στην ευρύτερη, πολύπαθη περιοχή μας. Παράλληλα, είναι από τα λίγα μέλη της Συμμαχίας που εκπληρώνουν πλήρως τις υποχρεώσεις τους και έχει σφυρηλατήσει, μέσω της προσήλωσης στις κοινές μας αρχές και αξίες, μια στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ, που διαφυλάσσει τα ελληνικά συμφέροντα.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ / Φωτογραφία InTime News