Να υπογράψει η Τουρκία συμφωνία για τους λαθρομετανάστες με την ΕΕ

Η ανάπτυξη των δυνάμεων ταχείας επέμβασης FRONTEX στα ελληνικά σύνορα αλλά και η αποστολή παγιδευμένων δεμάτων ήταν από τα θέματα που συζητήθηκαν στο Συμβούλιο εσωτερικών υποθέσεων της ΕΕ, που πραγματοποιήθηκε σήμερα στις Βρυξέλλες. Τις ελληνικές θέσεις υποστήριξε ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη κ. Χρήστος Παπουτσής.

    Στην παρέμβασή του στο Συμβούλιο, ο κ. Παπουτσής είχε κατ’ αρχήν την ευκαιρία να ευχαριστήσει τους ευρωπαίους εταίρους για την υποστήριξη την οποία προσέφεραν στην Ελλάδα, ανταποκρινόμενοι στο αίτημα για την ανάπτυξη των δυνάμεων ταχείας επέμβασης FRONTEX στα ελληνικά σύνορα.

    Τόνισε πως πρόκειται για την πραγματική εκδήλωση της κοινοτικής αλληλεγγύης. «Είναι η στιγμή που η Ευρώπη ήλθε στα σύνορά της, στην Ελλάδα», είπε χαρακτηριστικά, για να υπογραμμίσει ότι « η Ευρώπη εμπράκτως αναγνωρίζει ότι τα ελληνικά σύνορα είναι τα σύνορα της ΕΕ και αναλαμβάνει μαζί με τις ελληνικές αρχές την εφαρμογή της Συνθήκης του Σένγκεν όσον αφορά τους ελέγχους εκείνων των ανθρώπων που επιζητούν μια καλύτερη ελπίδα στην ΕΕ».

    Ο υπουργός προστασίας του πολίτης επεσήμανε ωστόσο ότι πέρα από τις δεσμεύσεις της Ελλάδας, πέρα από την εκδήλωση της κοινοτικής αλληλεγγύης, πέρα από τις προσπάθειες τις οποίες «εμείς εκ των πραγμάτων έχουμε δεσμευτεί να προχωρήσουμε για την αναμόρφωση του συστήματος ασύλου στη χώρα μας υπάρχει ένα πεδίο στο οποίο απαιτείται καλύτερη συνεργασία, καλύτερος συντονισμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο και πάνω από όλα ισχυρή πολιτική βούληση για την από κοινού αντιμετώπιση των κυκλωμάτων διακίνησης λαθρομεταναστών».

  
  Ο κ. Παπουτσής επανέλαβε ακόμη τη σταθερή πολιτική βούληση της ελληνικής κυβέρνησης για την σύναψη συμφωνίας επαναπροώθησης της ΕΕ με την Τουρκία, ενημερώνοντας τους ομολόγους του ότι ήδη ο πρωθυπουργός κ. Παπανδρέου έχει θέσει το θέμα προς τον πρωθυπουργό της Τουρκίας κ. Ερντογάν και οι ελληνικές αρχές συνεργάζονται με τις τουρκικές αρχές και με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την επίτευξη μιας κοινά αποδεκτής λύσης σε ό, τι αφορά την υλοποίηση της συμφωνίας επαναπροώθησης των λαθρομεταναστών.

  
  Ταυτόχρονα ενημέρωσε τους συναδέλφους του για τις πρωτοβουλίες τις οποίες έχει αναλάβει η Ελλάδα σε εθνικό επίπεδο για τη δημιουργία ενός νέου νομοθετικού πλαισίου, που αφορά την εξέταση των αιτήσεων ασύλου.

    Αναφέρθηκε ακόμη στις διάφορες αποφάσεις τις οποίες έχει λάβει η Ελλάδα για τη δημιουργία νέων κέντρων υποδοχής μεταναστών και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στα κέντρα αυτά, τα οποία υλοποιούνται σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και με την χρηματοδότηση των δέκα κρατών μελών που συμμετέχουν ήδη στην προσπάθεια αυτή.

    Σύμφωνα με τον κ. Παπουτσή, από την πλευρά τους, τόσο η Επιτροπή όσο και οι ευρωπαίοι εταίροι δεσμεύτηκαν για την αμέριστη υποστήριξη, την ταχύτατη εκταμίευση των κονδυλίων, που απαιτούνται για την υλοποίηση αυτών των δράσεων και επιβεβαίωσαν τη θέληση του Συμβουλίου για τη σύναψη της συμφωνίας επαναπροώθησης με την Τουρκία. Στη διάρκεια του γεύματος, συζητήθηκε το θέμα των ταχυμεταφορών με αφορμή τα πρόσφατα κρούσματα παγιδευμένων δεμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Παπουτσής ενημέρωσε το Συμβούλιο για τις πρόσφατες δραστηριότητες της ομάδας «Πυρήνες της Φωτιάς» στην Ελλάδα με την αποστολή των παγιδευμένων επιστολών. «Η υπόθεση των παγιδευμένων δεμάτων είναι μια υπόθεση που δεν αφορά φυσικά μόνο την Ελλάδα αλλά αφορά όλο τον κόσμο διότι είχαμε και αντίστοιχες περιπτώσεις από άλλες χώρες, προσφάτως την Υεμένη αλλά και δραστηριότητες στο παρελθόν», είπε ο κ. Παπουτσής.

    Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη υπενθύμισε ότι η συγκεκριμένη οργάνωση δεν έχει καμία σχέση με οποιαδήποτε οργάνωση διεθνούς τρομοκρατίας. Όμως η δραστηριότητα αυτή, με τις συγκεκριμένες επιστολές βόμβες τις οποίες έστειλαν, ανέδειξαν εκ των πραγμάτων ένα κενό ασφάλειας στις ταχυμεταφορές, τόνισε. Για το λόγο αυτό, πρόσθεσε, το δικό μας υπουργείο, η δική μας κυβέρνηση και η Ελληνική Αστυνομία διέταξαν αυστηρότατους ελέγχους στις εταιρείες ταχυμεταφορών, που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και «το αποτέλεσμα ήταν ότι ενώ διαθέτουν τα μέσα, δεν πληρούν όλους τους κανόνες ασφαλείας είτε για λόγους χαλάρωσης του συστήματος είτε διότι το προσωπικό τους δεν ήταν επαρκώς εκπαιδευμένο».