Ο καθηγητής Δημήτρης Χριστόπουλος* που με τις δηλώσεις του για το θέμα της Σουλεϊμάν Σαμπιχά , “άναψε” φωτιές στον ΣΥΡΙΖΑ, εκθέτει την άποψή του μ΄ ένα κείμενο που ανήρτησε στην προσωπική του σελίδα στο facebook. Μέσα απ΄ αυτό το κείμενο -οι επισημάνσεις στο κείμενο είναι δικές μας - απαντά σ΄ όσα του καταμαρτυρούν:
“Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Το τι έχω ακούσει τις τελευταίες μέρες, μετά τη συνέντευξή μου για τη Θράκη δεν περιγράφεται. Αν γράφω τα λίγα λόγια που ακολουθούν δεν το κάνω, όμως, για να αποκρούσω τις συκοφαντίες μετεμφυλιακού τύπου. Το κάνω, διότι πολύς κόσμος με ρωτά καλοπροαίρετα, με απορίες, επιφυλάξεις και αντιρρήσεις σχετικά με τις θέσεις μου επί του ζητήματος. Τις θέσεις αυτές προσπαθώ λοιπόν, όσο σύνθετο κι αν είναι το θέμα, να συνοψίσω.
Με ρωτάνε αν θέτω θέμα Συνθήκης Λωζάννης.
Απαντώ: θέμα Λωζάννης δεν τίθεται στην Ελλάδα και ουδέποτε υποστήριξα κάτι τέτοιο. Παρεμπιπτόντως, αυτό πιστεύω, γράφω και λέω εδώ και είκοσι χρόνια που ασχολούμαι με τα θέματα αυτά.
Με ρωτάνε αν πιστεύω ότι η μειονότητα στη Θράκη είναι τούρκικη.
Απαντώ: Η μειονότητα της Θράκης είναι νομικά αναγνωρισμένη θρησκευτική μειονότητα, η οποία αποτελείται από τρεις εθνοτικές ομάδες: Τούρκους, Πομάκους και Τσιγγάνους. Καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζει όπως επιθυμεί τη συνείδησή του. Οι άνθρωποι αυτοί, στην πλειονότητά τους, νιώθουν Τούρκοι. Αυτό είναι δεδομένο. Δεν βλέπω για ποιον λόγο να μην το αποδεχθούμε αυτό. Εξάλλου, στην πράξη, το έχουμε αποδεχθεί.
Αυτό το οποίο επεσήμανα και συνεχίζω να λέω είναι ότι όσο αρνούμαστε στους ανθρώπους να προσδιορίζονται όπως αυτοί επιζητούν, τους πνίγουμε, τους στερούμε τους ένα βασικό τους δικαίωμά, κι έτσι τους συσπειρώνουμε στον εθνικισμό τους. Αυτό γινόταν με συστηματικό τρόπο ως το 1990. Αυτό είπα και στην επίμαχη δήλωση. Δέχομαι ότι θα μπορούσα και θα έπρεπε να το έχω πει καλύτερα και αναλυτικότερα ώστε να μην μένουν περιθώρια – καλόπιστων ή μη– παρεξηγήσεων, δέχομαι ασφαλώς την κριτική και τη συζήτηση, δεν δέχομαι όμως τις ύβρεις και τα ψέματα ούτε το ότι πρέπει να μεταμφιέζω τις απόψεις μου.
Χωρίζω τις αντιδράσεις σε δύο κατηγορίες.
Η πρώτη κατηγορία, στην οποία δεν μπορώ φυσικά να απαντήσω, είναι η κατηγορία περί «τουρκοφιλίας» και διάφορες ανάλογες ανοησίες, συκοφαντίες και αισχρότητες. Ας κρίνει ο καθένας. Η ΝΔ και οι επαγγελματίες της εθνοκάπηλης διαδικτυακής συκοφαντίας με έχουν στοχοποιήσει με τη προσδοκία να κάνουν κακό στο ΣΥΡΙΖΑ διά της επίθεσης εναντίον μου. Από τη στιγμή που αποφάσισα να εκτεθώ στην κρίση των πολιτών, ήξερα πως αργά ή γρήγορα τέτοιες επιθέσεις θα αντιμετώπιζα.
Απέναντι σε αυτή την πρώτη κατηγορία αντιδράσεων έχω να πω ένα πράγμα: Η δράση μου στο χώρο των δικαιωμάτων τα τελευταία είκοσι χρόνια είναι δημόσια. Είμαι περήφανος γι’ αυτήν και δεν έχω τίποτε να κρύψω: αυτά που κάνω, τα κάνω με γνώμονα τη δικαιοσύνη και τη χειραφέτηση των ανθρώπων απέναντι στον κρατικό αυταρχισμό και εθνικισμό, όποιος κι αν είναι αυτός. Υπάρχει όμως και μια δεύτερη κατηγορία ανθρώπων που αμήχανα διερωτώνται τι ακριβώς συμβαίνει. Συναισθάνομαι αυτή την αντίδραση, απορία ή ανησυχία. Σε αυτούς λοιπόν αναφέρομαι με αυτές τις φράσεις.
Δεν θέλω να «καθησυχάσω» ή να καλοπιάσω κανέναν: όσοι με γνωρίζουν, ξέρουν πως τις θέσεις μου τις στηρίζω και μάχομαι γι’ αυτές. Δεν θέλω όμως να πλανώνται ψευδείς εντυπώσεις για εικαζόμενες απόψεις μου. H υποψηφιότητα ενός τσιγγάνου μπορεί να είναι μια καλή υποψηφιότητα – η υποψηφιότητα ενός άλλου μπορεί να είναι μια κακή υποψηφιότητα. Τόσο απλά. Όπως και κάθε άλλου ανθρώπου. Είναι θέμα πολιτικής εκτίμησης και όχι φυσικά φυλετικής προτίμησης ή άρνησης του αυτοπροσδιορισμού του.
Φίλες και φίλοι,
Όσοι με ξέρουν, γνωρίζουν ότι αυτό που ενδιαφέρει είναι να παλεύουμε να κάνουμε πράξη όσα πιστεύουμε πως είναι δίκαια. Με αυτό ζω. Αυτό με ενώνει με κάποιους ανθρώπους. Και αυτό με χωρίζει από κάποιους άλλους. Αυτό θα με ενώνει και θα με χωρίζει και στο μέλλον. Αυτό με έφερε στο ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ στην τιμητική πρόσκληση του οποίου ανταποκρίθηκα.
Η συζήτηση περί «εθνικών θεμάτων» προεκλογικά είναι μια συζήτηση αρνητικού αθροίσματος, καθώς δεν διεξάγεται με όρους ορθού λόγου, αλλά καπηλείας.
Γι’ αυτό, σε ό,τι με αφορά, αφήνω πίσω μου αυτή τη συζήτηση και δηλώνω έτοιμος για τη μεγάλη μάχη των ευρω-εκλογών ώστε η Ευρώπη να πάρει ένα ηχηρό μήνυμα ανατροπής.
Ένα μήνυμα δημιουργικής αμφισβήτησης, ξεκινώντας από την Ελλάδα”.
*Ο Δημήτρης Χριστόπουλος (γενν. 1969, Αθήνα) έχει κάνει σπουδές νομικής, πολιτικών επιστημών και φιλοσοφίας στην Ελλάδα, στη Γαλλία και το Βέλγιο. Από το 2002 διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, ενώ έχει προσκληθεί ως επισκέπτης καθηγητής σε άλλα ιδρύματα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Από το 2003 έως το 2011 υπήρξε πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και ιδρυτικό μέλος του Κέντρου Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων, του οποίου τη Σειρά Μελετών διηύθυνε με τον Κωνσταντίνο Τσιτσελίκη στις εκδόσεις Κριτική (1998-2008) και κατόπιν στις εκδόσεις Βιβλιόραμα. Σχολιάζει τακτικά στον τύπο και το ραδιόφωνο ζητήματα του ενδιαφέροντός του. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα και δημοσιεύσεις εστιάζουν στον χώρο της θεωρίας και της πράξης των δικαιωμάτων σε συγκριτική και εφαρμοσμένη προοπτική, με έμφαση στα ζητήματα μειονοτήτων, μεταναστών και ιδιότητας του πολίτη. Μονογραφίες και αρθρογραφία του κυκλοφορούν ή και έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες.
Διαβάστε ακόμη:
Επικίνδυνοι ακροβατισμοί υποψήφιου του ΣΥΡΙΖΑ στη Θράκη «καταργούν» τη Λοζάνη