Παυλόπουλος: Ο αγώνας για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι μακρύς

«Με αισθήματα ειλικρινούς συγκίνησης αλλά και εξαιρετικής τιμής κηρύσσω την έναρξη αυτής της τόσο σημαντικής διεθνούς ημερίδας, η οποία έχει ως θέμα την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα. Τα αισθήματά μου αυτά δικαιολογούνται από το γεγονός ότι η διεθνής ημερίδα εντάσσεται στο πλαίσιο ενός μεγάλου και δίκαιου αγώνα με παγκόσμιες διαστάσεις, ήτοι του Αγώνα για την αποκατάσταση του, αναμφισβητήτως, πιο εμβληματικού Μνημείου της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, του Παρθενώνα. Και κατά τούτο, ο αγώνας αυτός δεν αφορά μόνο την Ελλάδα και την ιστορική και πολιτιστική της κληρονομιά, αφορά τον πολιτισμό, εν γένει, δοθέντος ότι, κατ’ αποτέλεσμα, η δικαίωσή του θα είναι έμπρακτη επιβεβαίωση της έννοιας του Πολιτισμού ως κορυφαίου επιτεύγματος του ανθρώπινου πνεύματος».

Με τα λόγια αυτά, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος κήρυξε την έναρξη της Διεθνούς Ημερίδας με θέμα: «Επανένωση των γλυπτών του Παρθενώνα», που διεξάγεται στο αμφιθέατρο του Μουσείου Ακρόπολης. Η ημερίδα συνδιοργανώνεται από την Προεδρία της Δημοκρατίας, το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, τη διεθνή ένωση για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα και το Μουσείο της Ακρόπολης.

«Πριν απ’ όλα είναι εξαιρετικά συμβολικό, αλλά και ουσιαστικό, το ότι η σημερινή Διεθνής Ημερίδα -ένας λαμπρός «κρίκος» στην μακρά «αλυσίδα» της κοινής μας αποστολής για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα- διεξάγεται σε αυτό το Μουσείο, τα εγκαίνια του οποίου έγιναν πριν 10 ακριβώς χρόνια, στις 20 Ιουνίου 2009», τόνισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και συνέχισε: «Ένα Μουσείο το οποίο, όπως όλη η διεθνής κοινότητα γνωρίζει, ανεγέρθηκε με κύριο προορισμό την φιλοξενία των Γλυπτών του Παρθενώνα μετά τον «επαναπατρισμό» τους, αναιρώντας και το τελευταίο, έστω και καταφανώς προσχηματικό, «επιχείρημα» αυτών που επιμένουν να συγκαλύπτουν το ιερόσυλο έγκλημα του Έλγιν ότι, δήθεν, η Ελλάδα δεν διέθετε κατάλληλο χώρο στέγασης των Γλυπτών του Παρθενώνα, αντίστοιχο μ’ εκείνον του Βρετανικού Μουσείου, δηλαδή αντίστοιχο με τον χώρο όπου «κρατούνται» τα Γλυπτά ως «λάφυρα» της κλοπής του Έλγιν!».

«Σε κοινή παγκόσμια θέα πλέον, εδώ και 10 χρόνια, αυτό το υπέροχο Μουσείο της Ακρόπολης δίνει αποστομωτικές απαντήσεις στις ως άνω «εν αμαρτίαις προφάσεις» των, ακόμη, αμετανόητων υπευθύνων του Βρετανικού Μουσείου και προκαλεί, με όρους πολιτισμού και μόνον, την παγκόσμια κοινή γνώμη να κάνει τη σύγκριση: Τη σύγκριση ανάμεσα στη φωτεινή «κοιτίδα» των Γλυπτών του Παρθενώνα και στο θολό «δεσμωτήριο» του Βρετανικού Μουσείου, όπου «κρατούνται» κατά παράβαση κάθε θεσμικής και πολιτισμικής δεοντολογίας, και μάλιστα υπό συνθήκες συντήρησης που απειλούν την υπόστασή τους και την υπεράσπιση των ιστορικών τους καταβολών και συμβολισμών», είπε ο κ. Παυλόπουλος.

Συνεχίζοντας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπενθύμιζε ότι «ο αγώνας για την Επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι ήδη μακρύς και αδιάλειπτος, αφού ουσιαστικά άρχισε λίγο μετά την συντέλεση του ιερόσυλου εγκλήματος του Έλγιν. Εγκλήματος «διαρκούς», το οποίο συντελέσθηκε όταν ο λόρδος Έλγιν, πρεσβευτής από το 1799 της Μεγάλης Βρετανίας στην τότε «Υψηλή Πύλη» στην Κωνσταντινούπολη, το συνέλαβε και το εκτέλεσε μεταξύ 1801-1804. Ήταν τότε που διέπραξε την απάτη της ειδεχθούς σύλησης του Μνημείου του Παρθενώνα και την συνακόλουθη πολιτισμική τυμβωρυχία, επικαλούμενος δήθεν «ανασκαφικές δραστηριότητες» μέσα στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο. Και στη συνέχεια ολοκλήρωσε το έγκλημά του, μεταφέροντας -και μάλιστα υπό όρους διακινδύνευσης που δείχνει τον αδίστακτο και προσβλητικό για τον Πολιτισμό μας χαρακτήρα του-δια της θαλασσίας οδού τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Μεγάλη Βρετανία».

«Αυτόν τον, πολιτισμικώς ιερό, αγώνα συνεχίζουμε σήμερα», τόνισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και συνέχισε: «Και αφού σας ευχαριστήσω θερμώς για τη συμβολή σας στη δικαίωση του κοινού μας αγώνα, επιτρέψατέ μου εφεξής να τεκμηριώσω και να αιτιολογήσω το γιατί ο Αγώνας αυτός συνδέεται, αρρήκτως, με την ικανοποίηση ενός καθ’ όλα δίκαιου αιτήματος, το οποίο οφείλουμε να υπηρετούμε όλοι μας, ανεξαρτήτως εθνικότητας, δοθέντος ότι, κατ’ ουσίαν, πρόκειται για αίτημα της Ανθρωπότητας επειδή αφορά τον πυρήνα της Πολιτιστικής της Κληρονομιάς».

«Πριν απ’ όλα είναι παγκοσμίως αποδεκτό ότι τα Γλυπτά αυτά ανήκουν, δικαιωματικώς και πολιτισμικώς, στον Παρθενώνα και στα Μνημεία του», είπε και πρόσθεσε: «Και τούτο διότι χωρίς τα Γλυπτά αυτά ο Παρθενώνας, βαριά λαβωμένος από μιαν ιερόσυλη πράξη βανδαλισμού και λεηλασίας που καλύπτεται εδώ και πάνω από δύο αιώνες από τη λεοντή μιας δήθεν «αρχαιολατρίας», η οποία πλήττει ευθέως την Παγκόσμια Πολιτιστική Κληρονομιά, δεν μπορεί να συμβολίσει και, επέκεινα, να εκπέμψει προς την Ανθρωπότητα το αιώνιο, αειθαλές και μοναδικό πολιτισμικό μήνυμα που του αναλογεί».