Το 1943, οι ισορροπίες μεταξύ των χωρών του Άξονα είχαν αλλάξει σημαντικά. Οι Γερμανοί, όσον αφορά τις ελληνικές υποθέσεις, είχαν αρχίσει να παίρνουν το πάνω χέρι.
Πρωθυπουργός της χώρας ήταν ο καθηγητής της Ιατρικής Σχολής Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, ο οποίος ήταν ένας επιστήμονας ηπίων τόνων και θαυμαστής του γερμανικού πολιτισμού. Η κυβέρνηση δεν επιθυμούσε την επανάληψη των επεισοδίων που είχαν σημειωθεί το περασμένο έτος κατά τον εορτασμό της εθνικής εορτής. Ως εκ τούτου, αποφάσισε να μην εορτασθεί επισήμως η επέτειος της 25ης Μαρτίου.
Μάλιστα, απαγορεύθηκε ακόμη και η τέλεση της παραδοσιακής, επίσημης δοξολογίας στον μητροπολιτικό ναό Αθηνών. Ενδεικτικό των προθέσεων της κυβερνήσεως ήταν και το παρακάτω έγγραφο, το οποίο απεστάλη προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, Δαμασκηνό.
«ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ
Εν Αθήναις τη 24 Μαρτίου 1943
Προς τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και Πάσης Ελλάδος.
Κατόπιν της ληφθείσης υπό της Κυβερνήσεως αποφάσεως, εν συνεννοήσει μετά των Πολιτικών και των Στρατιωτικών Αρχών Κατοχής, όπως μη εορτασθή εφέτος, λόγω των ανωμάλων περιστάσεων υφ’ ας διατελεί η χώρα, η επέτειος της 25ης Μαρτίου ως εθνικής εορτής, έχω την τιμήν να διαβιβάσω υμίν εντολήν της Κυβερνήσεως όπως εν συνεχεία προς τα ληφθέντα μέτρα προς προστασία της δημόσιας τάξεως απαγορευθή δι’ επιγούσης εγκυκλίου διαταγής Υμών οιαδήποτε εκκλησιαστική τελετή και ανάγνωσις εγκυκλίων προς το πλήρωμα της Υμετέρας Αρχιεπισκοπής επ’ ευκαιρία της εν λόγω επετείου. Διά την ακριβή εκτέλεσιν της παρούσης, εκτός της Υμετέρας προσωπικής ευθύνης έναντι της Κυβέρνησεως, θέλουσι καταστή επίσης προσωπικώς υπεύθυνοι και οι απανταχού αιδεσμιώτατοι εφημέριοι της καθ’ Υμάς Αρχιεπισκοπής… Ο έλεγχος της ακριβούς εκτελέσεως της παρούσης ανετέθη εις την Διεύθυνσιν της Αστυνομίας Αθηνών.
Ο Γεν.Γραμματεύς
Θ. ΣΤΕΛΛΑΚΗΣ»
Η διαταγή αυτή, όμως, ήταν «κενό γράμμα» για τον ελληνικό λαό. Τα παράνομα τυπογραφεία των ελλήνων αγωνιστών δούλευαν ακατάπαυστα και η Αθήνα γέμισε με προκηρύξεις. Δεκάδες συνθήματα πατριωτικού, αλλά δυστυχώς και πολιτικού περιεχομένου, γράφτηκαν στους τοίχους των σπιτιών. Μεγάλες αφίσες με πατριωτικές εικόνες, καθώς επίσης και με γελοιογραφίες του Χίτλερ και του Μουσολίνι, τοιχοκολλήθηκαν σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας. Κατά το πρωινό της 25ης Μαρτίου 1943, η γαλανόλευκη κυμάτιζε στις εκκλησίες και σε πολλές από αυτές, το συγκεντρωμένο πλήθος έψαλε τον Εθνικό Ύμνο. Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, το εκκλησίασμα από όλους τους ναούς του κέντρου των Αθηνών άρχισε να κατευθύνεται προς το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη.
Στην πλατεία Συντάγματος είχε στηθεί πάλι το ίδιο «σκηνικό» με το 1942. Δεκάδες θωρακισμένα οχήματα, άρματα μάχης και εκατοντάδες πάνοπλοι Καραμπινιέρι είχαν παραταχθεί μπροστά από το μνημείο. Οι Αθηναίοι, όμως, οι οποίοι συνέρρεαν στην πλατεία από όλα τα σημεία της πρωτεύουσας, δεν δείλιασαν ούτε στιγμή. Το πλήθος έψαλε τον Εθνικό Ύμνο και βροντοφώναζε δεκάδες συνθήματα.
Δυστυχώς, οι δρόμοι της Αθήνας βάφτηκαν για ακόμη μία φορά με αίμα. Οι Ιταλοί έκαναν αλόγιστη χρήση βίας. Οι συγκεντρωμένοι, όμως, διαλύονταν πολύ δύσκολα.
Στο Πεδίον του Άρεως, 50.000 Αθηναίοι κατέκλυσαν το πάρκο και τους πέριξ αυτού δρόμους. Ένα «δάσος» από σημαίες υψώθηκε και οι προτομές των ηρώων του 1821 στολίστηκαν εκ νέου με στεφάνια. Εν συνεχεία, συνέβη κάτι το πραγματικά ασυνήθιστο και συγκινητικό. Μία σάλπιγγα ήχησε και όλο το πλήθος στάθηκε σε στάση προσοχής, κρατώντας την αναπνοή του.
Μέσα σε εκείνη την κατανυκτική σιγή, ένας χορός από νεανικές φωνές άρχισε να ψάλλει τον Εθνικό Ύμνο. Κατόπιν, οι συγκεντρωμένοι Αθηναίοι γονάτισαν και τον ξανατραγούδησαν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένας ολόκληρος λαός έμμεσα ορκιζόταν και διαλαλούσε την απόφασή του να αγωνιστεί και να κατακτήσει με το αίμα του την ελευθερία, η οποία πάντα βγαίνει «απ’ τα κόκκαλα των Ελλήνων τα ιερά».
Οι κατοχικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να υποστούν μια ακόμη ταπείνωση. Οι Ιταλοί επετέθησαν και οι οδομαχίες μεταξύ Καραμπινιέρων και άοπλων πολιτών άρχισαν και εκεί. Έφιππες ιταλικές δυνάμεις, ρίχνοντας αβίαστα στο «ψαχνό», εξαπέλυσαν απανωτές εφόδους για να διαλύσουν το συγκεντρωμένο πλήθος.
Η οργή των Αθηναίων απέναντι στον κατακτητή ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ακόμα και οι γυναίκες αφόπλισαν κάποιους ιταλούς στρατιώτες. Κατόπιν της αποτυχίας των εφίππων μονάδων «να επιβάλουν την τάξη», οι Ιταλοί χρησιμοποίησαν θωρακισμένα οχήματα. Ο απολογισμός των οδομαχιών ήταν τέσσερις νεκροί Αθηναίοι και δεκάδες τραυματίες.
Ο λαός των Αθηνών, όμως, κέρδισε μία ακόμη «μεγάλη μάχη» διαμηνύοντας σε όλον τον κόσμο ότι η ψυχή της Ελλάδος δεν υποδουλώνεται.
Με πληροφορίες από: Μηχανή του χρόνου