Το πανάκριβο «λάθος» που θέτει σε κίνδυνο το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ

Τέσσερα αεροπλανοφόρα της κατηγορίας Ford βρίσκονται σε υπηρεσία, υπό κατασκευή ή υπό σύμβαση. Δεν είναι ρεαλιστικό για το Ναυτικό να σταματήσει το πρόγραμμα. Αλλά υπό το πρίσμα των προβλημάτων που αντιμετώπισε το πρώτο πλοίο της κατηγορίας, είναι πιθανό να αυξηθεί περαιτέρω το κόστος σε όλο το πρόγραμμα και τα χρονοδιαγράμματα να συνεχίσουν να πηγαίνουν πίσω.

Το Αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό αποφάσισε να διπλασιάζει τον αριθμό των αεροπλανοφόρων της κατηγορίας Ford που διαθέτει.

Η ταυτόχρονη αγορά δύο ακόμα αεροπλανοφόρων θα μπορούσε να βοηθήσει το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ να επιτύχει το στόχο του να έχει 12 αεροπλανοφόρα σε υπηρεσία ανά πάσα στιγμή, αν και στο χειρότερο σενάριο μπορεί να χρειαστεί μέχρι το 2060 για να συμβεί αυτό.

Αλλά η βιασύνη του Πολεμικού Ναυτικού για να αποκτήσει τα πλοία αγνοεί τα πολλά προβλήματα με τον σχεδιασμό της κατηγορίας.

Όχι μόνο το πρόγραμμα έχει υποστεί σοβαρές καθυστερήσεις, αλλά και το κόστος του έχει διογκωθεί δραματικά, σύμφωνα την Υπηρεσία Έρευνας του Κογκρέσου σε έκθεση της που δημοσιεύθηκε λίγες μέρες πριν.

Η έρευνα χαρακτηρίζει αναξιόπιστα και προβληματικά αρκετά από τα βασικά συστήματα των αεροπλανοφόρων Ford.

Το αεροπλανοφόρο USS Ford, το οποίο μπήκε σε υπηρεσία το 2017, θα μπορούσε να αναλάβει δράση στην καλύτερη περίπτωση το 2022. Το USS Enterprise θα παραδοθεί στον Στόλο το 2024.

Το USS Ford κόστισε στους Αμερικανούς 13 δισ. δολάρια, ενώ το 3ο αεροπλανοφόρο θα κοστίσει 11 δισεκατομμύρια δολάρια.

Σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου για τα δύο νέα αεροπλανοφόρα, θα ενταχθούν στον Αμερικανικό Στόλο το 2027 και το 2030 αντίστοιχα.

Λόγω της αποτελεσματικότητας της οικονομίας κλίμακας, η διπλή αγορά θα μπορούσε να εξοικονομήσει δισεκατομμύρια δολάρια σε σύγκριση με τις συμβάσεις αγοράς ενός πλοίου.

Παρ’ όλα αυτά, το συνολικό κόστος του προγράμματος έχει αυξηθεί δραματικά. «Τα εκτιμώμενα κόστη προμηθειών των τριών πρώτων αεροπλανοφόρων έχουν αυξηθεί κατά 23,6%, 23,4% και 17,6% αντίστοιχα, από την υποβολή του προϋπολογισμού του 2009», ανέφερε η Υπηρεσία Έρευνας του Κογκρέσου.

«Οι λόγοι για την αύξηση του κόστους του USS Ford είναι η αντικατάσταση ορισμένων κρίσιμων συστημάτων, όπως ένας νέος ηλεκτρομαγνητικός καταπέλτης εκτόξευσης αεροσκαφών (EMALS), ένα νέο σύστημα συγκράτησης των αεροσκαφών που ονομάζεται Advanced Aresting Gear (AAG) και του κεντρικού ραντάρ του πλοίου».

Μια έκθεση του Δεκεμβρίου του 2019 από τον Διευθυντή Επιχειρησιακών Δοκιμών & Αξιολόγησης του Πενταγώνου, αναλύει λεπτομερώς τα προβλήματα με τα συστήματα του USS Ford.

Το EMALS αναμένεται να αντικαταστήσει τα παλαιότερα, λιγότερο αξιόπιστους καταπέλτες, επιτρέποντας στα νέα αεροπλανοφόρα να εκτοξεύουν αποτελεσματικά ένα ευρύ φάσμα επανδρωμένων και μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Αλλά το EMALS δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε. «Οι δοκιμές μέχρι σήμερα αφορούσαν 747 εκτοξεύσεις από το πλοίο και απέδειξαν την ικανότητα EMALS να εκτοξεύσουν αεροσκάφη».

«Όμως, μέσα στις πρώτες 747 εκτοξεύσεις αεροσκαφών, το EMALS υπέστη 10 κρίσιμες αποτυχίες, αριθμός εξαιρετικά υψηλός σε σχέση με την μια αποτυχία κάθε 4.166 απογειώσεις που αποτελεί τον στόχο».

Εξίσου ανησυχητική, καθώς το EMALS είναι συνδεδεμένο στο ηλεκτρικό δίκτυο του πλοίου, τα συνεργεία συντήρησης δεν μπορούν να απομονώσουν το σύστημα κατά τη διάρκεια των εργασιών, προκειμένου να το διορθώσουν γρήγορα. Εάν το EMALS αντιμετώπιζε πρόβλημα κατά τη διάρκεια πολεμικών επιχειρήσεων, το πλοίο θα έπρεπε να σταματήσει να επιχειρεί για να επισκευαστεί.

Το AAG – το σύστημα των καλωδίων και των φρένων που επιτρέπουν στα αεροσκάφη να προσγειώνονται στα Ford – είναι επίσης αναξιόπιστο, ανέφερε η Υπηρεσία του Κογκρέσου.

Οι δοκιμές μέχρι σήμερα περιελάμβαναν 763 απόπειρες προσγείωσης στο πλοίο.

Μέσα από τις πρώτες 763 απόπειρες, το AAG υπέστη 10 αποτυχίες, ενώ ο στόχος είναι μια αποτυχία κάθε 16,500 προσγειώσεις.

Όπως το EMALS, το AAG συνδέεται επίσης στο ηλεκτρικό δίκτυο του πλοίου.

Εν τω μεταξύ, το ραντάρ διπλού φάσματος των Ford έχει αντιμετωπίσει επίσης σοβαρά προβλήματα που το καθιστούν ευάλωτο σε ηλεκτρονικές απειλές.

Πηγή The National Interest