«Το μοντέλο της άμυνας, όπως το γνωρίσαμε στη μεταπολίτευση έκλεισε τον κύκλο του.»

Tου Γιάννη  Ταφύλλη*

Το μοντέλο της άμυνας, όπως το γνωρίσαμε στη μεταπολίτευση έκλεισε τον κύκλο του.

Για να βγει ο αμυντικός τομέας της χώρας από τα σημερινά αδιέξοδα και να μπορέσει να ανταποκριθεί με επιτυχία στις προκλήσεις ασφάλειας που αντιμετωπίζει η χώρα, δεν αρκεί απλά να ξεπεράσουμε γνωστές παθογένειες και αγκυλώσεις του παρελθόντος. Χρειάζονται ριζικές τομές σε όλα τα επίπεδα και επιτάχυνση της προσαρμογής δομών, αντιλήψεων και πρακτικών στα δεδομένα του 21ου αιώνα.

Εάν επιχειρήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε το μοντέλο σχεδιασμού της Άμυνας όπως το γνωρίσαμε από το 1974 μέχρι σήμερα, θα διακρίνουμε ότι: (1) κυριάρχησε η αντίληψη για τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών και η αδιέξοδη λογική της αντιπαράθεσης των αριθμών, (2) μεγάλο μέρος των προμηθειών έγινε με τρόπο αποσπασματικό που άφηνε πίσω του σημαντικά κενά σε ότι αφορά την αποτελεσματικότητα και την ικανότητα επιβίωσης του αμυντικού υλικού, (3) διατηρήθηκαν, με δογματική επιμονή, στρατιωτικές υποδομές-κατάλοιπα του μεταπολεμικού μοντέλου οργάνωσης των Ε.Δ σε ολόκληρη την επικράτεια, για να εξυπηρετούν κομματικές σκοπιμότητες, (4) υπήρξαν αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και αντιστάσεις στην προώθηση και επέκταση της διακλαδικότητας, που οφείλονται και σε “συντεχνιασμούς” που δυστυχώς ενδημούν και στο στράτευμα, (5) η συμμετοχή της αμυντικής βιομηχανίας ήταν πολύ μικρή, παρά το τεράστιο ύψος των αμυντικών δαπανών, όπως επίσης δυσανάλογα μικρός ήταν και ο αριθμός των εργαζομένων στον κλάδο σε σύγκριση με άλλες χώρες.

Αυτό το μοντέλο ΕΔ, όπως το γνωρίσαμε μέχρι σήμερα, έχει κλείσει οριστικά τον κύκλο του. Το συντήρησαν οι υπέρογκες αμυντικές δαπάνες, που ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, κατέτασσαν την Ελλάδα για δεκαετίες σταθερά πρώτη μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών και δεύτερη στο ΝΑΤΟ αμέσως μετά τις ΗΠΑ. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, το μοντέλο αυτό δεν ήταν βιώσιμο και για τα επίπεδα των αμυντικών δαπανών που είχαμε πριν από την κρίση, πόσο μάλλον σε συνθήκες δραστικών περικοπών που επέβαλαν τα μνημόνια και μάλιστα κατά τρόπο που διατάραξε την ισορροπία του συστήματος.

Κατ’ αρχήν, ένας μεγάλος αριθμός στρατιωτικών μονάδων που διατηρείται σε ολόκληρη την επικράτεια, επιβαρύνει σημαντικά την οροφή του προσωπικού και τον προϋπολογισμό χωρίς ουσιαστική συνεισφορά στο αξιόμαχο των ΕΔ. Την εικοσαετία 1990-2010, το προσωπικό των ΕΔ αντιστοιχούσε στο 3,8% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της χώρας, ποσοστό που ήταν το μεγαλύτερο από όλες τις χώρες του ΝΑΤΟ συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας (Μ.Ο ΝΑΤΟ=1,2%, Μ.Ο Τουρκίας=2,9%).
Εκτός από την εξέλιξη της οροφής του προσωπικού, ο σχεδιασμός έδειξε επίσης να υποτιμά καθοριστικούς παράγοντες που έχουν σχέση με το μέγεθος του οπλοστασίου που μπορεί να συντηρεί και να υποστηρίζει η χώρα. Παράγοντες, όπως είναι το διαρκώς αυξανόμενο κόστος προμήθειας αλλά και το κόστος λειτουργίας και υποστήριξης που αποτελούν τις κύριες συνιστώσες του συνολικού κόστους του κύκλου ζωής των οπλικών συστημάτων. Η χώρα μας, επεδίωκε αύξηση των αριθμών ή στην καλύτερη περίπτωση διατήρηση της τρέχουσας οροφής, όταν ο ρυθμός αύξησης του κόστους των οπλικών συστημάτων υπαγόρευε ακριβώς στο αντίθετο. Σύμφωνα με μελέτες του RAND National Research Institute, για λογαριασμό του ναυτικού και της αεροπορίας των ΗΠΑ αντίστοιχα, το κόστος των πολεμικών πλοίων αυξάνεται κατά μέσο όρο 7-11% το χρόνο, των μαχητικών αεροσκαφών περίπου 10% και ανάλογη είναι η τάση και στα οπλικά συστήματα εδάφους. Αυτό πρακτικά σημαίνει, ότι για δεδομένο ύψος αμυντικών δαπανών, ο αριθμός των οπλικών συστημάτων που μπορεί να προμηθεύεται και να συντηρεί οποιαδήποτε χώρα, βαίνει διαρκώς μειούμενος με τον χρόνο. Εκτός από το κόστος προμήθειας, περισσότερο καταλυτική επίδραση στο σχεδιασμό έχει το συνολικό κόστος λειτουργίας και υποστήριξης (O&S- Operating & Support) που αναλογεί σε ολόκληρη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του υλικού που κυμαίνεται στα τριάντα (30) χρόνια. Αν αθροιστούν αυτά τα δύο κόστη, για χώρες εισαγωγείς οπλικών συστημάτων όπως είναι η Ελλάδα, προκύπτει το συνολικό κόστος του κύκλου ζωής του υλικού (LCC- Life Cycle Cost ή Total Cost of Ownership) . Αυτό που θα πρέπει να επισημανθεί είναι, ότι τo κόστος αρχικής προμήθειας, ανεξάρτητα από το ύψος του, αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Το κυρίως σώμα, δηλαδή ο μεγαλύτερος όγκος των δαπανών αναλογεί στη φάση λειτουργίας και υποστήριξης. Με βάση στατιστικά στοιχεία των ΗΠΑ για το μαχητικό αεροσκάφος F-16, για παράδειγμα, το κόστος προμήθειας αντιστοιχεί στο 20% ενώ το κόστος λειτουργία και υποστήριξης στο 78% του συνολικού κόστους του κύκλου ζωής του αεροσκάφους. Για τα πολεμικά πλοία τα αντίστοιχα ποσοστά κυμαίνονται περίπου στο 37% και 60%, για τα άρματα μάχης στο 14% και 84% αντίστοιχα. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι εάν αναλύσουμε την κατανομή των αμυντικών δαπανών οποιασδήποτε χώρας για μια μακρά χρονική περίοδο , χώρας που ανταποκρίνεται με συνέπεια στις απαιτήσεις των επιμέρους φάσεων του κύκλου ζωής του υλικού που διαθέτει (επιχειρησιακή εκμετάλλευση, συντήρηση, υποστήριξη, αναβαθμίσεις κ.λπ.), θα πρέπει οι δαπάνες λειτουργίας και συντήρησης να είναι μεγαλύτερες από τις δαπάνες προμηθειών. Πράγματι, αυτή είναι η εικόνα του μέσου όρου των χωρών του ΝΑΤΟ για την εικοσαετία 1990-2010, όπου οι δαπάνες λειτουργίας και συντήρησης αντιστοιχούν στο 24,2% και οι δαπάνες προμηθειών στο 16% των αμυντικών δαπανών. Στη χώρα μας, την ίδια περίοδο η εικόνα δυστυχώς παρουσιάζεται ανεστραμμένη αφού οι δαπάνες λειτουργίας και συντήρησης (12,6%) υπολείπονται πάνω από έξι ποσοστιαίες μονάδες των αντίστοιχων δαπανών προμηθειών (19%).


Πρώτο συμπέρασμα:
οι προμήθειες, και κατ’ επέκταση οι αντίστοιχες οροφές υλικού, ήταν δυσανάλογα υψηλές για το διαθέσιμο κάθε φορά ύψος των αμυντικών δαπανών με αποτέλεσμα να υποχρηματοδοτείται η φάση λειτουργίας και συντήρησης των οπλικών συστημάτων αλλά και άλλοι ζωτικοί τομείς όπως για παράδειγμα οι εγκαταστάσεις, με διαχρονικές επιπτώσεις στο αξιόμαχο των ΕΔ.

Δεύτερο συμπέρασμα: εφόσον το ζητούμενο δεν είναι οι αριθμοί, αλλά ένα συγκεκριμένο επίπεδο αποτελεσματικότητας των ΕΔ, με ένα διαφορετικό σχεδιασμό το ίδιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να έχει επιτευχθεί με πολύ λιγότερα μέσα και μικρότερο κόστος.

Η αμυντική βιομηχανία της χώρας σε αδιέξοδο, ο ρόλος της ΕΕ.

Στις πολιτικές που απαξίωναν την αμυντική βιομηχανία για δεκαετίες ολόκληρες, προστίθενται σήμερα δυστυχώς και οι πολιτικές της ΕΕ που σχετίζονται με την καινούργια “Μεγάλη Ιδέα” που ακούει στο όνομα ΚΠΑΑ (Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας), πολιτικές που απειλούν με αφανισμό τις αμυντικές βιομηχανίες των μικρών χωρών μεταξύ των οποίων και της Ελλάδας.

Για να μπορέσει η ΕΕ να αποκτήσει τα μέσα και τις δυνατότητες που απαιτούνται για την υλοποίηση της ΚΠΑΑ, έχει θέσει ως προϋπόθεση την ενοποίηση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και την κατάργηση των επικαλύψεων και επαναλήψεων ιδιαίτερα στο χερσαίο και ναυτικό τομέα, προκειμένου να ενισχυθεί η κρίσιμη μάζα και η ανταγωνιστικότητά της. Η διαδικασία αυτή δεν μπορεί παρά να συνεχιστεί από κει που την άφησε το προηγούμενο μεγάλο κύμα συνενώσεων και συγχωνεύσεων που άρχισε μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου και ολοκληρώθηκε περίπου δέκα χρόνια αργότερα. Γύρω δηλαδή από τα μεγάλα βιομηχανικά σχήματα των έξι (Γαλλίας, Αγγλίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Σουηδίας και Ισπανίας) που σήμερα συγκεντρώνουν το 87% της ευρωπαϊκής παραγωγής αμυντικού υλικού. Άλλωστε, αυτές είναι οι χώρες που κινούν τα νήματα της αμυντικής ολοκλήρωσης της ΕΕ, μετά τη συμφωνία, γνωστή ως Letter Of Intent (LoI), που υπέγραψαν μεταξύ τους το 2000, για την αναδιοργάνωση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας με σκοπό τη διεκδίκηση μεγαλύτερου μεριδίου στην παγκόσμια αγορά αμυντικού υλικού. Οι διαδικασίες συγχωνεύσεων όπως πάντα έχουν κερδισμένους και χαμένους. Στους κερδισμένους θα είναι οι έξι χώρες LoI, και στους χαμένους οι μικρές χώρες που η αμυντική τους βιομηχανία εντάσσεται στις μη αναγκαίες επικαλύψεις και επαναλήψεις. Η αμυντική βιομηχανία της χώρας, σύμφωνα με μελέτη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας, εντάσσεται στην κατηγορία αυτή, γι’ αυτό και η Τρόικα απαίτησε τη θυσία της με συνοπτικές διαδικασίες. Ότι δεν πέτυχε άμεσα η Τρόικα, θα το πετύχει στην πορεία η απελευθέρωση της εσωτερικής αγοράς αμυντικού υλικού και ο τεχνολογικός «στραγγαλισμός» που επέβαλε η ΕΕ με την οδηγία 2009/81/ΕΚ (προμήθειες στον τομέα Άμυνας και Ασφάλειας). Δεν επιτρέπεται η ανάθεση απευθείας συμβάσεων στην αμυντική βιομηχανία της χώρας, επ’ απειλή παραπομπής της χώρας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, εκτός από περιορισμένες και απόλυτα τεκμηριωμένες εξαιρέσεις στη βάση του άρθρου 346 ΣΛΕΕ. Eεπιπλέον, απαγορεύεται οι συμβάσεις προμήθειας αμυντικού υλικού να συνοδεύονται από συμβάσεις μεταφοράς τεχνολογίας και τεχνογνωσίας (offsets-αντισταθμιστικά), που για μη-βιομηχανικές χώρες όπως είναι η Ελλάδα αποτελούν τη μοναδική πηγή για την ανάπτυξη εγχώριας βάσης αμυντικής τεχνολογίας και βιομηχανίας. Με απλά λόγια, σε μια αμυντική βιομηχανία που βούλιαζε εξαιτίας των εγχώριων πολιτικών έρχεται η ΕΕ και της τραβά τον “αναπνευστήρα”. Σύμφωνα με μελέτη του Chatman House, ο «εξοβελισμός» των offsets, τα οποία παρεμπιπτόντως η ΕΕ τα θεωρεί αναπόσπαστο στοιχείο των εξαγωγών αμυντικού υλικού εκτός ΕΕ, ήταν ο άμεσος στόχος της οδηγίας 2009/81/ΕΚ με θύματα τις χώρες εισαγωγείς αμυντικού υλικού όπως η Φινλανδία, η Ελλάδα, η Πολωνία, η Πορτογαλία και η Ισπανία. Το γεγονός ότι η διαδικασία αυτή θα έχει θύματα το αναγνωρίζει επίσης και η αναφορά Lisek προς το Ευρωκοινοβούλιο του Νοεμβρίου 2011.

Οι σοβαρές αυτές εξελίξεις σε επίπεδο ΕΕ, εύλογα γεννούν μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα για το πως ένας στρατηγικός τομέας, που αφορά τα ζωτικά συμφέροντα ασφάλειας της χώρας και τον πυρήνα της εθνικής μας κυριαρχίας, όπως η αμυντική βιομηχανία, υποβιβάστηκε σε καθαρά οικονομικό, “μπλέχτηκε” με τους κανόνες της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού της ΕΕ και πέρασε στον έλεγχο της Κομισιόν. Μπορεί η Ελλάδα, για παράδειγμα, να εμπιστευτεί την ασφάλεια εφοδιασμού των ενόπλων της δυνάμεων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, εξέλιξη που σύμφωνα και με την αναφορά Lisek δρομολογεί η ΕΕ; Πίσω από τα ερωτήματα αυτά κρύβονται οι πολύ σοβαρές ευθύνες των μνημονικών κυβερνήσεων, και όχι μόνον, που συναίνεσαν “στην” εξαφάνιση της εθνικής μας ιδιαιτερότητας στον τομέα της ασφάλειας προκειμένου να μην διαταραχθεί το μεγαλεπήβολο σχέδιο των “μεγάλων” της ΕΕ που λέγεται ΚΠΑΑ.

Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τον αμυντικό τομέα της χώρας.

Για το είδος των ΕΔ που χρειάζεται η χώρα: είναι ΕΔ μικρότερου σχήματος, μεγαλύτερου βαθμού ευελιξίας και μικρότερου κόστους. Είναι ΕΔ, που εστιάζουν όχι σε αριθμητικά μεγέθη αλλά σε ποιοτικούς δείκτες αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας. Είναι ΕΔ που αξιοποιούν στο μέγιστο το ανθρώπινο δυναμικό και την αμυντική βιομηχανία της χώρας. Είναι ΕΔ, χωρίς αδιαπέραστα και ανεξέλεγκτα στεγανά, ανοιχτές στον έλεγχο και την επίβλεψη από το κοινοβούλιο, από νέους, καινοτόμους θεσμούς και από ανεξάρτητες αρχές στα πρότυπα των πλέον προηγμένων χωρών. Τέλος, είναι ΕΔ που έχουν στέρεο δημοκρατικό προσανατολισμό και ισχυρούς δεσμούς με την κοινωνία.

Για το σχεδιασμό της Άμυνας: στον πυρήνα της πρότασης βρίσκεται ένα νέο πλαίσιο αρχών, κανόνων και ιεραρχημένων προτεραιοτήτων για τον σχεδιασμό της Άμυνας που θα μας επιτρέψει να περάσουμε σταδιακά από ένα αριθμητικό σε ένα ποιοτικό μοντέλο, αποκαθιστώντας την αναγκαία ισορροπία μεταξύ των βασικών συντελεστών και αλλάζοντας δραστικά τη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας. Το προτεινόμενο πλαίσιο περιλαμβάνει συγκεκριμένα:

1. Επανασχεδιασμό της δομής δυνάμεων από μηδενική βάση με αυστηρή ιεράρχηση επιχειρησιακών προτεραιοτήτων. Ενίσχυση της ευελιξίας και της διακλαδικότητας με προοπτική δημιουργίας νέων “υβριδικών” σχημάτων σε μεγάλα στρατόπεδα, αεροδρόμια και ναυτικές βάσεις με τη μορφή πολυδύναμων μονάδων.
2. Συμμετρική ανάπτυξη των βασικών συντελεστών της Άμυνας. Ολιστική και συνθετική αντιμετώπιση των αμυντικών ικανοτήτων. Καθιέρωση συνθετικού μοντέλου εκτίμησης-αξιολόγησης της μαχητικής ικανότητας των μονάδων με δείκτες επιδόσεων για το σύνολο των βασικών συντελεστών.
3. Σχεδιασμό που να αναδεικνύει τα γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα της χώρας κατά τρόπο που να οδηγεί στο επιθυμητό αποτέλεσμα με πολύ μικρότερο κόστος.
4. Συνεκτίμηση κατά το σχεδιασμό ειρηνικών έργων υποδομής και περιφερειακών πολιτικών του βαθμού διευκόλυνσης – υποστήριξης της Άμυνας της χώρας.
5. Μέγιστη αξιοποίηση των υπαρχόντων συστημάτων. Μελετημένη επέκταση των ικανοτήτων τους, ανάλογα με τις δυνατότητες της χώρας, αναβάθμιση και μετατροπή τους αν χρειαστεί με συμμετοχή της αμυντικής βιομηχανίας.
6. Ουσιαστική ενίσχυση της πληροφοριακής συνιστώσας και της αποτελεσματικότητας του συστήματος -διοίκησης & ελέγχου των ΕΔ.
7. Σύνθεση των παραγόντων επιβιωσιμότητας – αποτελεσματικότητας, από κάτω προς τα πάνω, από το επίπεδο του απλού στρατιώτη έως και το ανώτερο επιχειρησιακό επίπεδο.
8. Νέα στρατηγική προμηθειών – επανασχεδιασμός των αντισταθμιστικών ωφελημάτων (ΑΩ) που εκκρεμούν με εστίαση στην αμυντική βιομηχανία της χώρας και σε τομείς άμεσης προτεραιότητας.
9. Κατοχύρωση του στρατηγικού ρόλου της αμυντικής βιομηχανίας στην ασφάλεια εφοδιασμού και στην επιχειρησιακή αυτονομία των ΕΔ.

Για την παραγωγική ανασυγκρότηση της αμυντικής βιομηχανίας: εκτός από την κατοχύρωση του στρατηγικού της ρόλου που προϋποθέτει σκληρή μάχη με την ΕΕ, η στρατηγική για την αμυντική βιομηχανία συνδέεται άρρηκτα με το νέο πλαίσιο σχεδιασμού της Άμυνας, που λειτουργεί ως γεννήτρια επιχειρησιακών απαιτήσεων για τον παραγωγικό της προσανατολισμό και με τη νέα στρατηγική προμηθειών. Περιλαμβάνει:

1. Την εκπόνηση Εθνικής Αμυντικής Βιομηχανικής Στρατηγικής που, στη βάση του νέου πλαισίου σχεδιασμού της άμυνας, θα περιλαμβάνει τομείς, κατευθύνσεις και ιεραρχημένες προτεραιότητες: για την αποκατάσταση της ισορροπίας και της συμμετρίας των βασικών συντελεστών της άμυνας από πλευράς αποτελεσματικότητας και επιβιωσιμότητας, τις απαιτήσεις υποστήριξης των υπαρχόντων συστημάτων ανάλογα με τη φάση του κύκλου ζωής στην οποία βρίσκονται, κατευθύνσεις για προγράμματα μικρής κλίμακας, μέσα στα πλαίσια των εθνικών παραγωγικών δυνατοτήτων, που η εφαρμογή τους θα έχει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην αποτρεπτική ισχύ των Ε.Δ (π.χ. έξυπνα πυρομαχικά, αναβαθμίσεις ανακατασκευές υλικού, εφαρμογές πληροφορικής στον τομέα διοίκησης κα ελέγχου κ.λπ.). Δεδομένου ότι η ΕΔ, ως μέγεθος εσωτερικής αγοράς, δεν μπορούν να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα της αμυντικής βιομηχανίας, η στρατηγική αυτή οφείλει να συμπεριλάβει επιθυμητές κατευθύνσεις παραγωγικού προσανατολισμού σε τεχνολογίες διπλού σκοπού και σε προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης και βιομηχανικής συνεργασίας με φορείς του εξωτερικού.
2. Τη δημιουργία Ενιαίου Εθνικού Φορέα Αμυντικής Βιομηχανίας υπό δημόσιο έλεγχο, για τον καλύτερο συντονισμό, την ενίσχυση της συνεργασίας και τη μεγιστοποίηση της εκμετάλλευσης των παραγωγικών δυνατοτήτων των εταιρειών. Υπενθυμίζεται ότι στο ¼ των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών εταιρειών του τομέα το κράτος είναι ο μοναδικός και κύριος μέτοχος και στο υπόλοιπο 15% κατέχει το 25% των μετοχών. Σε τρείς εταιρείες κολοσσούς ακόμα και σε παγκόσμια κατάταξη, EADS, Finmeccanica και Thales το κράτος ελέγχει το 28%, το 30% και το 27% των μετοχών αντίστοιχα.
3. Τη ριζική αναθεώρηση του νόμου για τις προμήθειες αμυντικού υλικού, κατά τρόπο που να διασφαλίζονται τα ζωτικά συμφέροντα ασφαλείας της χώρας στα πλαίσια των προβλέψεων του άρθρου 346 της ΣΛΕΕ.
4. Την αξιοποίηση των μη παραγωγικών περιουσιακών στοιχείων των εταιρειών προς όφελος της παραγωγικής τους ανασυγκρότησης.
5. Τον επανασχεδιασμό – ενεργοποίηση των ΑΩ που εκκρεμούν, και τον προσανατολισμό τους σε τομείς προτεραιότητας της αμυντικής βιομηχανίας.
6. Την εκπόνηση σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης των εταιρειών , που να περιλαμβάνει ενοποίηση των γραμμών παραγωγής, την κατάργηση επικαλυπτόμενων δραστηριοτήτων, τη διασφάλιση των θέσεων εργασίας και την κάλυψη των διαγνωσμένων ελλείψεων σε προσωπικό υψηλής εξειδίκευσης και τέλος τον παραγωγικό προσανατολισμό στα πλαίσια της νέας Εθνικής Αμυντικής Βιομηχανικής Στρατηγικής.
7. Τη διερεύνηση όλων των δυνατοτήτων σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο για τη σύναψη διακρατικών συμφωνιών για προϊόντα και υπηρεσίες στον αμυντικό τομέα που θα ενισχύσουν τις προοπτικές βιωσιμότητας της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας .
8. Την ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας στον αμυντικό τομέα. Παρά το τεράστιο ύψος των αμυντικών δαπανών της χώρας, η έρευνα και η καινοτομία, με τις σχετικές δαπάνες να κυμαίνονται σταθερά κάτω από 1%, ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη. Υπαγωγή όλων των ερευνητικών κέντρων των Ε.Δ σε ενιαίο εθνικό φορέα που θα δικτυώνεται με την αμυντική βιομηχανία, με πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα εσωτερικού και εξωτερικού και με τις παραγωγικές και επιτελικές σχολές των Ε.Δ. Ένταξη στον εθνικό σχεδιασμό για την έρευνα και καινοτομία.

*Μέλος της γραμματείας του τμήματος εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Ομιλία του στο συνέδριο EXPOSEC DEFENSEWORLD 2014