O γερμανικός στρατός (Bundeswehr) επιβεβαίωσε χθες, Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024, ότι θα αποκτήσει 19 κινητά συστήματα αεράμυνας Skyranger 30 από την Rheinmetall μέχρι το 2028.
Το πρώτο Skyranger 30 θα παραληθεί στα τέλη του 2024 και θα ενσωματωθεί στα τεθωρακισμένα οχήματα Boxer του γερμανικού στρατού, σύμφωνα με την ανακοίνωση του γερμανικού στρατού, που επιβεβαιώνει την ανακοίνωση της γερμανικής εταιρείας από τον περασμένο Φεβρουάριο.
Η αρχική παραγγελία 19 συστημάτων, αξίας 650 εκατομμυρίων ευρώ, περιλαμβάνει οκτώ επιπλέον οχήματα επαναφόρτωσης, εξοπλισμό συντήρησης και προσομοιωτές επί του οχήματος για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Επίσης, υπάρχει πρόβλεψη για την προμήθεια ακόμη 30 συστήματα (συνολικά 49).
«Αυτό το σύστημα αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός στις ικανότητες αεράμυνας μας», δήλωσε ο εκπρόσωπος της Bundeswehr.
Die #Bundeswehr bekommt bis 2028 insgesamt 19 Flugabwehrpanzer vom Typ #Skyranger30. #Rheinmetall stellte die Kombination aus einem Geschützturm mit 30-Millimeter-Kanone und einem Radpanzer Boxer nun in Zürich zum ersten Mal in Aktion vor.🔽https://t.co/QPSjd6Iim0 pic.twitter.com/zDjX7LSsms
— Bundeswehr (@bundeswehrInfo) September 25, 2024
Το Skyranger 30 είναι ένα σύστημα αεράμυνας ενσωματωμένο σε έναν πυργίσκο που μπορεί να τοποθετηθεί σε διάφορους τύπους οχημάτων, ικανό να ανιχνεύει, να παρακολουθεί και να εξουδετερώνει εναέριες απειλές όπως drones, ελικόπτερα και αεροσκάφη, εστιάζοντας κυρίως στην άμυνα έναντι μικρότερων UAV, σε βεληνεκές 3 χιλιομέτρων.
Διαβάστε επίσης: Skyranger-35: H Rheinmetall δοκίμασε το σύστημα αεράμυνας ενσωματωμένο σε Leopard 1
Στον πυρήνα του Skyranger 30 βρίσκεται το ισχυρό πυροβόλο των 30 mm, με ρυθμό βολής περίπου 1.250 βολές ανά λεπτό, ενώ είναι εξοπλισμένο και με εκτοξευτές για βλήματα Stinger.
Η προμήθεια του Skyranger 30 αντανακλά μια ευρύτερη προσπάθεια της Γερμανίας να επιταχύνει τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεών της, προκειμένου να καλυφθεί το «κενό» που δημιουργήθηκε από την παράδοση των Gepard στην Ουκρανία. Το χρονοδιάγραμμα παραδόσεων, που διαρκεί μόλις έξι χρόνια από την αρχική ανάπτυξη, σηματοδοτεί σημαντική βελτίωση σε σχέση με προηγούμενα έργα αμυντικών προμηθειών της Bundeswehr, τα οποία συχνά αντιμετώπιζαν μεγάλες καθυστερήσεις.