Οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες συνέχισαν την άνοδό τους το 2020, παρά την πανδημία του νέου κορονοϊού, πλησιάζοντας το επίπεδο των 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, καταγράφει έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Έρευνας για την Ειρήνη με έδρα τη Στοκχόλμη (SIPRI) η οποία δίνεται στη δημοσιότητα σήμερα.
Την περασμένη χρονιά οι στρατιωτικές δαπάνες ανήλθαν σε 1.981 δισεκ. δολάρια (1.650 δισεκ. ευρώ) σε παγκόσμιο επίπεδο, με άλλα λόγια κατέγραψαν αύξηση 2,6% σε ετήσια βάση, μολονότι το παγκόσμιο ΑΕΠ μειώθηκε κατά 4,4%.
Ήδη το 2019, οι στρατιωτικές δαπάνες σε διεθνές επίπεδο είχαν φθάσει στο υψηλότερο επίπεδό τους μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Σύμφωνα με τον Τζιέγκου Λόπες ντα Σίλβα, έναν από τους συγγραφείς της έκθεσης του SIPRI, αν και «θα περίμενε κανείς πως οι στρατιωτικές δαπάνες θα μειώνονταν» εξαιτίας της πανδημίας, μπορεί πλέον σήμερα να ειπωθεί «με υψηλό βαθμό βεβαιότητας ότι η πανδημία δεν είχε σημαντικό αντίκτυπο στις στρατιωτικές δαπάνες το 2020».
Ερωτηθείς σχετικά από το Γαλλικό Πρακτορείο, ο ερευνητής σημείωσε πάντως ότι είναι ακόμη νωρίς για να εξαχθούν μακροπρόθεσμα συμπεράσματα, καθώς θα χρειαστεί χρόνος προκειμένου οι χώρες «να προσαρμοστούν στο σοκ».
Το γεγονός ότι οι στρατιωτικές δαπάνες συνέχισαν να αυξάνονται στη διάρκεια μιας χρονιάς που σημαδεύτηκε από την επιβράδυνση της οικονομίας σήμανε ότι το «βάρος των στρατιωτικών δαπανών» – η αναλογία τους επί του ΑΕΠ – επίσης αυξήθηκε.
Ο λόγος αυτός αυξήθηκε κατά 0,2% σε ετήσια βάση παγκοσμίως, στο 2,4%. Πρόκειται για την υψηλότερη αύξησή του σε ετήσιο ρυθμό μετά την χρηματοοικονομική κρίση του 2009.
Την περασμένη χρονιά 12 χώρες – μέλη του NATO αφιέρωσαν – πάντα σύμφωνα με την έκθεση του SIPRI – τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ στις ένοπλες δυνάμεις τους, δηλαδή το ποσοστό που ορίζει ο οργανισμός, από μόλις 9 το 2019.
Ωστόσο, αν και οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν σε παγκόσμια κλίμακα, ορισμένες χώρες, όπως η Χιλή ή η Νότια Κορέα, προτίμησαν να ανακατευθύνουν μέρος των δαπανών που σχεδίαζαν να κάνουν σε αυτόν τον τομέα για να αντιμετωπίσουν την υγειονομική κρίση.
Άλλα κράτη αντιθέτως, όπως η Ουγγαρία, αποφάσισαν να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες, παρατηρεί ο κ. Λόπες ντα Σίλβα.
Οι ΗΠΑ στην κορυφή
Ο στρατιωτικός προϋπολογισμός υπ’ αριθμόν ένα παραμένει αυτός των ΗΠΑ, ο οποίος αυξήθηκε κατά 4,4% το 2020, στα 778 δισεκ. δολάρια, ήτοι στο 39% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών.
Η χώρα αυτή κατέγραψε άνοδο για τρίτη συναπτή χρονιά, έπειτα από επτά χρόνια συρρίκνωσης.
«Αυτό αντανακλά τις εντεινόμενες ανησυχίες» για αυτές που η Ουάσινγκτον «εκλαμβάνει ως απειλές από στρατηγικούς ανταγωνιστές όπως η Κίνα και η Ρωσία, καθώς και τη βούληση της κυβέρνησης (του Ρεπουμπλικάνου πρώην προέδρου Ντόναλντ) Τραμπ να ενισχύσει αυτόν που θεωρούσε εξασθενημένο αμερικανικό στρατό», εξηγεί η Αλεξάντρα Μαρκστάινερ, εκ των συγγραφέων της έκθεσης.
Για τον κ. Λόπες ντα Σίλβα, η νέα κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν «δεν έχει δώσει καμία ένδειξη ότι θα μειώσει τις στρατιωτικές δαπάνες».
Τις ΗΠΑ ακολουθεί η Κίνα, η οποία έκανε το 13% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών. Οι στρατιωτικές δαπάνες της ασιατικής χώρας, σε άνοδο αδιαλείπτως τα τελευταία 26 χρόνια, αυξάνονται παράλληλα με την ανάπτυξη της οικονομίας της.
Η Γαλλία, 8η στην παγκόσμια κατάταξη, αύξησε τις στρατιωτικές της δαπάνες κατά 2,9% το 2020 στα 52,7 δισεκ. δολάρια.
Στην πρώτη πεντάδα, μετά τις ΗΠΑ και την Κίνα, συμπεριλαμβάνονται η Ινδία, η Ρωσία και η Βρετανία. Σε αυτές τις πέντε χώρες αναλογεί το 62% των συνολικών στρατιωτικών δαπανών παγκοσμίως.
Πηγή: AFP / dpa / ΑΠΕ-ΜΠΕ