*Του Κώστα Σαρικά
Οι τελευταίες εξελίξεις στο πρόγραμμα αναβάθμισης των Αεροσκαφών Ναυτικής Συνεργασίας P-3B Orion αφήνουν περιθώριο αισιοδοξίας ότι έως τα τέλη του 2025 το πρώτο εκσυγχρονισμένο αεροσκάφος θα παραδοθεί στο Πολεμικό Ναυτικό.
Το πρόβλημα συνεργασίας του software, με το οποίο έχει εξοπλιστεί το καινούργιο ψηφιακό Glass Cockpit, με τους κινητήρες του αεροσκάφους καθώς και με άλλα συστήματα του αεροσκάφους φαίνεται ότι επιλύθηκε, με αποτέλεσμα ο χρόνος να μετρά αντίστροφα για την έναρξη των δοκιμών, αρχικά στο έδαφος και στη συνέχεια στον αέρα.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Onalert.gr, η εταιρεία στην οποία είχε ανατεθεί από την Lockheed Martin να κατασκευάσει και να εξοπλίσει τα αναβαθμισμένα P-3B Orion με τον θάλαμο πτήσης Flight2 – περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και το Glass Cockpit – προχώρησε σε εγκατάσταση νέου λογισμικού.
Οι πρώτες δοκιμές έδειξαν ότι το πρόβλημα συνεργασίας ξεπεράστηκε και πλέον ανοίγει ο δρόμος για τις απαραίτητες δοκιμές. Η έναρξη των δοκιμών σύμφωνα με τον προηγούμενο σχεδιασμό είχε προγραμματιστεί για τα τέλη του 2024, πριν προκύψει το πρόβλημα συνεργασίας των συστημάτων με το Glass Cockpit.
Σε πρώτη φάση, θα δοκιμαστούν στο έδαφος όλα τα συστήματα του αεροσκάφους μεταξύ των οποίων οι κινητήρες και η συνεργασία τους με το ψηφιακό Cockpit. Tο νέο Glass Cockpit περιλαμβάνει μεταξύ άλλων επτά LCD οθόνες, καθώς και επιπλέον πολυλειτουργικές οθόνες μπροστά από κάθε ιπτάμενο. Το νέο Cockpit διαθέτει οθόνες χαρτογράφησης αλλά και οθόνες για τους κινητήρες του αεροσκάφους ενώ έχει εγκατασταθεί και σύστημα IFF5.
Όταν οι τεχνικοί δώσουν το «πράσινο φως», θα ακολουθήσουν οι κρίσιμες δοκιμές στον αέρα προκειμένου να ελεγχθούν και να πιστοποιηθούν όλα τα συστήματα πριν το αεροσκάφος παραληφθεί από την Διοίκηση Αεροπορίας Ναυτικού. Η εκτίμηση είναι ότι το πρώτο αναβαθμισμένο ΑΦΝΣ θα παραδοθεί εντός του 2025, πιθανότατα τους τελευταίους μήνες του έτους. Σύμφωνα με το πρόγραμμα αναβάθμισης, κάθε ένα από τα τέσσερα αναβαθμισμένα αεροσκάφη θα διαθέτει 15.000 ώρες πτήσης.
Το γεγονός ότι τα ελληνικά P-3B Orion είναι τα πρώτα παγκοσμίως τα οποία αναβαθμίζονται με το συγκεκριμένο πρόγραμμα ήταν από την αρχή δεδομένο ότι εμπεριείχε ποσοστό ρίσκου, με δεδομένη την παλαιότητα συστημάτων και εξαρτημάτων αλλά και τις γνωστές δυσλειτουργίες της ΕΑΒ. Και όπως αποδεικνύεται, έως τώρα, το πρόγραμμα κινήθηκε σε «αχαρτογράφητα» νερά με αποτέλεσμα τις τεράστιες καθυστερήσεις που έχουν καταγραφεί.
Οι εργασίες από τους τεχνικούς της ΕΑΒ στο πρώτο αεροσκάφος ολοκληρώθηκαν μόλις το καλοκαίρι του 2024 και το P-3B Orion παραδόθηκε στην κατασκευάστρια εταιρεία Lockheed Martin και το US Navy. Όπως προβλέπει η διακρατική σύμβαση, ακολουθούν οι τελικοί έλεγχοι και οι δοκιμές στο έδαφος προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες ανάλογες εργασίες και ρυθμίσεις, ώστε να δοθεί το «πράσινο» φως για την δοκιμαστική τροχοδρόμηση και στη συνέχεια απογείωση και πτήση. H διαδικασία περιλαμβάνει ενεργοποίηση και πλήρη έλεγχο άριστης λειτουργίας των ηλεκτρονικών συστημάτων με επίκεντρο το Mission System του αεροσκάφους, δοκιμή κινητήρων και μηχανικών συστημάτων και εν τέλει συνεργασία όλων των συστημάτων.
Η πιστοποίηση του πρώτου εκσυγχρονισμένου ΑΦΝΣ P-3B MLU θεωρείται ότι θα «ανοίξει το δρόμο» για τον εκσυγχρονισμό και των υπολοίπων τριών αεροσκαφών προκειμένου να ολοκληρωθεί το πολύπαθο πρόγραμμα. Σε κάθε περίπτωση ήδη η καθυστέρηση είναι τεράστια, καθώς το πρόγραμμα κόστους 500 εκατομμυρίων ευρώ έχει προπληρωθεί και έως τώρα δεν έχει παραδοθεί ούτε ένα αεροσκάφος.
Σύμφωνα με τη σύμβαση, η οποία υπογράφηκε το 2015, προβλεπόταν παράδοση του πρώτου αεροσκάφους εντός του 2019, με τα τρία επόμενα να παραλαμβάνονται από το Πολεμικό Ναυτικό από το 2020 έως και το 2022. Αν τελικά το πρώτο P-3B Orion παραδοθεί εντός του 2025 αυτό θα συνεπάγεται καθυστέρηση που αγγίζει τα έξι χρόνια.
Το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των P-3B Orion βρίσκεται πάντως ήδη υπό δικαστική διερεύνηση, με τη δικογραφία, η οποία σχηματίστηκε έπειτα από μηνυτήρια αναφορά απόστρατου Αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού, να διαβιβάζεται στη Βουλή. Σημείο της έρευνας αναμένεται να αποτελέσει μεταξύ άλλων και η καταγγελία ότι η σύμβαση δεν προβλέπει ρήτρες και νομική ευθύνη για την μη επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος.