Μενέντεζ: Δεν εγκρίνω την πώληση F-16 στην Τουρκία – Απαράδεκτες οι «ίσες αποστάσεις» του Στέιτ Ντιπάρτμεντ

Την αντίθεσή του με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο στην πώληση μαχητικών αεροσκαφών τύπου F-16 στην Τουρκία επαναλαμβάνει ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ Ρόμπερτ Μενέντεζ μιλώντας στο τηλεοπτικό σταθμό Mega. Επίσης, διαμηνύει πως δεν είναι αποδεκτό και δεν μπορεί το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να καλεί και τις δύο πλευρές να ρίξουν τους τόνους ή να βρουν έναν ειρηνικό τρόπο επίλυσης των διαφορών τους όταν είναι η μία και μόνο η μία πλευρά που επιτίθεται.

Παράλληλα, χαιρετίζει την πώληση F-35 στην Ελλάδα, σημειώνοντας πως η χώρα μας έχει αποδείξει ότι είναι ένας ισχυρός σύμμαχος στο NATO, «μια κυβέρνηση και ένας λαός που μοιράζεται τις αξίες μας, και αυτό παίζει σημαντικό ρόλο για την πώληση του αμερικανικού στρατιωτικού υλικού στο εξωτερικό». Αναλυτικότερα, ερωτηθείς τι θα γίνει με την πώληση των F-16 στην Τουρκία, ο Αμερικανός γερουσιαστής απαντά:

Δεν εγκρίνει την πώληση F-15 στην Τουρκία

«Θα ήθελα η Τουρκία να είναι διαφορετική απ’ ό,τι είναι υπό την ηγεσία του Προέδρου Ερντογάν. Να είναι ένας αξιόπιστος σύμμαχος στο NATO, να ακολουθεί τους διεθνείς κανόνες, να μην είναι επιθετική έναντι των γειτόνων της, να μην συλλαμβάνει και φυλακίζει δημοσιογράφους και δικηγόρους. Να μην κηρύσσεις ξαφνικά έναν από τους βασικούς σου πολιτικούς αντιπάλους ένοχο, για να τον αποκλείσεις από τις εκλογές και πολλά ακόμη. Όποτε, σε αυτό το πλαίσιο, είμαι αντίθετος στην πώληση των F16, γιατί στο τέλος της ημέρας η πραγματικότητα είναι ότι δεν έχουμε δει την Τουρκία του Ερντογάν να ανταποκρίνεται σε αυτές τις προσδοκίες».

Αντίθετα, όπως παρατηρεί, «αυτό που έχουμε δει» είναι μια Τουρκία που απειλεί μια άλλη χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, την Ελληνική Δημοκρατία και την απειλεί χωρίς δικαιολογία, χωρίς αιτία. «Οπότε στο μυαλό μου θα ήταν προβληματικό να πουλήσουμε στρατιωτικό υλικό, όταν προβαίνει σε τέτοιες ενέργειες και όταν εκδηλώνει ξεκάθαρα ξανά και ξανά κάποιες από τις προθέσεις της» υπογραμμίζει ευρύτερα.

Επίσης, αναφέρει πως ίσως η κυβέρνηση Μπάιντεν χρησιμοποιήσει τη δική του στάση για την πώληση ως ένα μοχλό πίεσης για να κάνει την Τουρκία να συμπεριφερθεί διαφορετικά «και, αν συμβεί αυτό, ας είναι, θα μπορούσε να είναι μια θετική εξέλιξη». Αλλά αυτή τη στιγμή, διαμηνύει με σαφήνεια, σκοπεύει να εξακολουθήσει να κάνει αυτό που έχει πει πως θα κάνει, δηλαδή να μην εγκρίνει την πώληση. «Κατά συνέπεια, δεν θα προχωρήσω σε έγκριση της πώλησης αυτή τη στιγμή» προσθέτει.

Η στάση της κυβέρνησης Μπάιντεν

Στην ερώτηση πως ακόμη όμως κι αν η διοίκηση Μπάιντεν χρησιμοποιεί τη στάση του για να πιέσει την Τουρκία, ακόμη κι αν η Τουρκία συμφωνήσει να σταματήσει τις απειλές κατά της Ελλάδα, πώς θα μπορούσε να εξασφαλίσει ότι θα σεβαστεί και θα τηρήσει τη δέσμευση αυτή και μετά την πώληση, ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας καθιστά σαφές:

«Ναι, φυσικά δεν είναι μόνο λόγια. Θα απαιτούνταν και πράξεις και πρέπει να σκεφτούμε ποιοι είναι οι όροι που θα εφαρμόζονταν και οι πράξεις που θα απαιτούνταν από πλευράς της Τουρκίας προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η τουρκική κυβέρνηση αναλαμβάνει την ευθύνη να υλοποιήσει τις υποχρεώσεις της σε μια τέτοια πώληση».

Συμπληρώνει μάλιστα: «Δεν είμαστε καθόλου κοντά σε κάτι τέτοιο αυτή τη στιγμή. Μπορεί να φτάσουμε σε αυτό το σημείο αν και μόνο αν η Τουρκία εγκαταλείψει την επιθετική της στάση έναντι τόσο της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κύπρου όσο και άλλες ενέργειες στην Ανατολική Μεσόγειο που είναι αντίθετες στα εθνικά μας συμφέροντα και την εθνική μας ασφάλεια».

Οι «ίσες αποστάσεις» του Στέιτ Ντιπάρτμεντ

Περαιτέρω, ερωτηθείς αν έχει έρθει η ώρα για μια πιο ξεκάθαρη στάση από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αντί να τηρεί περίπου ίσες αποστάσεις από μια χώρα που απειλεί και μια χώρα που διαρκώς απειλείται, ο Ρόμπερτ Μενέντεζ τόνισε πως δεν είναι αποδεκτό και δεν μπορεί να καλεί και τις δύο πλευρές να ρίξουν τους τόνους ή να βρουν έναν ειρηνικό τρόπο επίλυσης των διαφορών τους όταν είναι η μία και μόνο η μία πλευρά που επιτίθεται.

«Αν η Ελληνική Δημοκρατία ενεργούσε με τον ίδιο τρόπο, όπως ο Ερντογάν συμπεριφέρεται απέναντι στην Ελλάδα, τότε θα καλούσα την Ελληνική Δημοκρατία να βρει έναν τρόπο να προχωρήσει σε συμφιλίωση με βάσει τους διεθνείς κανόνες και το διεθνές δίκαιο, αλλά δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η Ελλάδα δεν κάνει υπερπτήσεις στον τουρκικό εναέριο χώρο. Η Ελλάδα δεν εισβάλει σε τουρκικά χωρικά ύδατα. Η Ελλάδα δεν απειλεί την κυριαρχία και την ασφάλεια της Τουρκίας. Επομένως είναι λάθος να καλούνται και οι δύο πλευρές εν προκειμένω, όταν μόνο η μία πλευρά είναι επιθετική και αυτό πρέπει να αλλάξει. Πρόκειται για μία προσπάθεια που εξακολουθούμε να καταβάλλουμε με σκοπό να κάνουμε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και την αμερικανική διοίκηση να αλλάξει δρόμο γιατί πιστεύω ότι όταν μιλάμε για αυταρχικούς ανθρώπους, κάποιες φορές μπορεί να νομίζεις ότι όλα τους τα σχόλια είναι απλά ρητορική, ανεύθυνη ρητορική μίσους, κάποιες φορές ωστόσο οφείλεις να αναρωτηθείς αν υπάρχει περίπτωση να εννοούν αυτά που λένε, και αυτό είναι ένα ρίσκο που δεν έχουμε την πολυτέλεια να αναλάβουμε» υπογράμμισε.

Οι απειλές πολέμου της Τουρκίας και το NATO

Σε ερώτηση τι θα περιμένουμε από τις ΗΠΑ αν η Τουρκία υλοποιήσει τις απειλές της για πόλεμο εναντίον της Ελλάδας, ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας εκτιμά πως δεν περιμένει να συμβεί κάτι τέτοιο και πιστεύει ότι οι δύο χώρες έχουν συνεργαστεί για να χτίσουν μια πιο δυνατή αμερικανο-ελληνική αμυντική θέση, «κάτι που είναι απίστευτα σημαντικό για τις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι όμως πολύ σημαντικό και για την Ελλάδα». Όπως εξηγεί, όταν η Σούδα είναι σημαντική βάση για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν η Αλεξανδρούπολη έχει γίνει τώρα μια στρατηγικά σημαντική θέση όχι μόνο για αμυντικούς αλλά και για ενεργειακούς σκοπούς, όταν οι κοινές αμερικανο-ελληνικές στρατιωτικές ασκήσεις προσλαμβάνουν πολύ σημαντικές διαστάσεις, όλα αυτά εκπέμπουν ένα μήνυμα στους γείτονες της Ελλάδας, εν προκειμένω και στην Τουρκία, για τον κίνδυνο τυχόν ανάληψης στρατιωτικής δράσης εναντίον της Ελλάδας γιατί τώρα δεν είναι μόνο τα ελληνικά συμφέροντα που επηρεάζονται αλλά θα μπορούσαν να πληγούν και τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών.

Δεύτερον, εκφράζει την πεποίθηση ότι το NATO θα πρέπει να συζητήσει τι θα συμβεί αν έρθει μια μέρα -ο μη γένοιτο- μία χώρα μέλος του NATO  επιτεθεί απρόκλητα σε μια άλλη χώρα μέλος του NATO. «Μου φαίνεται ότι είναι ο επιτιθέμενος που θα πρέπει να τιμωρηθεί και μου φαίνεται επίσης, από αμερικανική σκοπιά ότι όταν έχεις δύο συμμάχους στο NATO αλλά ο ένας είναι ο επιτιθέμενος και είναι ξεκάθαρα αυτός που προκάλεσε τις συνέπειες, τότε οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να σταθούν στο πλευρό της χώρας που έχει δεχθεί επίθεση» κατέστησε σαφές.

Με πληροφορίες από: ΑΠΕ – ΜΠΕ / Φωτογραφίες αρχείου Intime News