Με την πλάτη στο τοίχο οι ΗΠΑ ψάχνουν τρόπο να «σπάσουν» την πυραυλική υπεροχή Ρωσίας και Κίνας

 Η αμερικανική αντιπυραυλική άμυνα έχει επικεντρωθεί τόσο πολύ στην εξουδετέρωση των βαλλιστικών πυραύλων που απειλούν την ηπειρωτική Αμερική, που έχει παραμελήσει μια άλλη μεγάλη απειλή.

Τα μαζικά πλήγματα από κατευθυνόμενους πυραύλους και οπλισμένα UAV θα μπορούσαν να καταστρέψουν τις υπερπόντιες βάσεις των ΗΠΑ, εκείνους τους ζωτικούς προμαχώνες, όπως η Γκουάμ, που παρέχουν αεροδρόμια, λιμάνια και βάσεις ανεφοδιασμού. Ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες ανησυχούν για τη δυνατότητα μερικών βαλλιστικών πυραύλων της Βόρειας Κορέας να χτυπήσουν τη Δυτική Ακτή, η Κίνα και η Ρωσία έχουν συγκεντρώσει τεράστια οπλοστάσια κατευθυνόμενων όπλων που θέτουν σε κίνδυνο τις αμερικανικές βάσεις.

«Για το μεγαλύτερο διάστημα της περιόδου μετά το Ψυχρό Πόλεμο, το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ εστίασε τις προτεραιότητές του στον πυραυλικό αμυντικό εξοπλισμό για την ανάπτυξη κινητικών όπλων εδάφους και θαλάσσης για να αναχαιτίσει βαλλιστικές απειλές», αναφέρει μια νέα μελέτη του Κέντρου Στρατηγικών και Δημοσιονομικών Αξιολογήσεων. «Με εξαίρεση το Πολεμικό Ναυτικό, καμία άλλη Υπηρεσία δεν έχει αναπτύξει σημαντικές νέες δυνατότητες για να αντιμετωπίσει τους επιθέσεις από κατευθυνόμενους πυραύλους».

Με τίτλο «Η αεροπορική και αντιπυραυλική άμυνά σε ένα σταυροδρόμι: Νέες έννοιες και τεχνολογίες για την υπεράσπιση των υπερπόντιων βάσεων της Αμερικής», η μελέτη περιγράφει τη μεγάλη ποικιλία απειλών κατά των αμερικανικών εγκαταστάσεων. Η Κίνα διαθέτει περισσότερους από 1.500 βαλλιστικούς πυραύλους, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων πυραύλων DF-26 ενδιάμεσης εμβέλειας που μπορούν να πλήξουν στόχους 2.000 μίλια βαθιά στον Δυτικό Ειρηνικό, συμπεριλαμβανομένης της Γκουάμ. Διαθέτει επίσης χιλιάδες κατευθυνόμενους πυραύλους, συμπεριλαμβανομένων των CJ-20 με βεληνεκές τα 1000 μίλια. Ο χερσαίος βαλλιστικός πύραυλος Iskander της Ρωσίας, καθώς και ο υπερηχητικός (Mach 5-plus) πύραυλος Khinzal που εκτοξεύεται από αέρος, είναι βλήματα μικρής εμβέλειας που θα μπορούσαν να πλήξουν αμερικανικές βάσεις των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία αναπτύσσουν οπλισμένα UAV που μπορούν να επιτεθούν σε απομακρυσμένους στόχους.


Το πυραυλικό σύστημα Iskander

Παρόλο που η Αμερικανική Υπηρεσία Πυραυλικής Άμυνας έχει ως καθήκον την εξουδετέρωση των στρατηγικών βαλλιστικών πυραύλων, είναι απίθανο να έχει την τεχνογνωσία και τη χρηματοδότηση για να αναπτύξει ένα πολύ ισχυρότερο και ολοκληρωμένο αμυντικό σύμπλεγμα συστημάτων με την απαιτούμενη ικανότητα για να υπερασπίζεται την Αμερικανική ενδοχώρα και τις υπερπόντιες αμερικανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις ενάντια σε αριθμητικά μεγάλες επιθέσεις πυραύλων στο εγγύς μέλλον», λέει το Κέντρο στην μελέτη του.

Αυτό αφήνει τον αμερικανικό στρατό, υπεύθυνο για την παροχή επίγειας άμυνας κατά των βαλλιστικών πυραύλων και των κατευθυνόμενων πυραύλων. Ο στρατός διαθέτει 50 συστοιχίες Patriot με 480 εκτοξευτήρες και περισσότερους από 1.200 πυραύλους. Ωστόσο, «είναι ιδιαίτερα ακριβοί και ο αριθμός τους θα ήταν ανεπαρκής για την προστασία των αεροπορικών βάσεων και άλλων στρατιωτικών υποδομών, στις οποίες θα εξαρτώνται οι Αμερικανικές και Συμμαχικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης με μια μεγάλη δύναμη», αναφέρει η μελέτη.

Ο στρατός έχει μόλις επτά συστοιχίες, με 42 εκτοξευτήρες και 500 πυραύλους του συστήματος Terminal High Altitude Air Defense (THAAD). Ο Στρατός θέλει δύο επιπλέον συστοιχίες, αλλά το κόστος τους το οποίος ανέρχεται στα 7,5 δισεκατομμύρια δολάρια μπορεί να είναι εκτός των δυνατοτήτων του. Αυτό που επιδεινώνει περαιτέρω το πρόβλημα είναι η έλλειψη ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης μάχης για την άμυνα μιας βάσης, το οποίο θα συντονίζει τα διάφορα αμυντικά συστήματα.


Το οπλικό σύστημα THAAD

Η μελέτη προτείνει την υιοθέτηση ενός νέου μοντέλου άμυνας για τις υπερπόντιες αμερικανικές βάσεις και εγκαταστάσεις. Συγκεκριμένα προτείνει τη δημιουργία δύο αμυντικών δακτυλίων, ενός εξωτερικού και ενός εσωτερικού. Ο εξωτερικός δακτύλιος θα αποτελείται από δορυφόρους και αεροσκάφη εξοπλισμένα με αισθητήρες. Ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου μάχης που θα συνδέει τους αισθητήρες με επανδρωμένα αεροσκάφη και UAV που θα φέρουν πυραύλους και θα καταρρίπτουν βαλλιστικούς πυραύλους κατά τη διάρκεια της φάσης της ώθησης, όταν είναι δηλαδή πιο ευάλωτοι, καθώς και εχθρικά αεροσκάφη προτού αυτά εκτοξεύσουν τους πυραύλους τους.

Ο εσωτερικός δακτύλιος θα είναι παρόμοιος, με την προσθήκη UAV και χερσαίων συστοιχιών οπλισμένων με λέιζερ υψηλής ενέργειας, χερσαίων όπλων μικροκυμάτων υψηλής ισχύος, των οποίων οι ακτίνες θα κατάστρεφαν τα ηλεκτρονικά συστήματα των εχθρικών πυραύλων. Σε αυτά θα μπορούν να προστεθούν ολμοβόλα που στο μέλλον θα εκτοξεύουν βλήματα υψηλής ταχύτητας (HVP). «Το πυροβολικό του μέλλοντος μπορεί να είναι σε θέση να εκτοξεύσει HVPs με τις ταχύτητες που απαιτούνται για να πλήξουν πολύ γρήγορα κινούμενους στόχους, όπως οι υπερηχητικοί πύραυλοι.

Ένα τέτοιο σχέδιο θα απαιτούσε την ανάπτυξη των απαιτούμενων αεροσκαφών, λέιζερ, πυραύλων και όπλων μικροκυμάτων. Ωστόσο, το Κέντρο υποστηρίζει ότι η άμυνα των βάσεων θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα. «Το πρώτο βήμα προς την επίτευξη αυτού του στόχου είναι να καταλάβουμε ότι είμαστε αντιμέτωποι με αντιπάλους που έχουν εξελιγμένες ικανότητες και διαθέτουν εκατοντάδες και ενδεχομένως χιλιάδες κατευθυνόμενα όπλα, αντί ενός μικρού αριθμού βαλλιστικών πυραύλων». «Η επένδυση σε μη κινητικά και κινητικά συστήματα που είναι αποτελεσματικά ενάντια στην αυξανόμενη απειλή των κατευθυνόμενων πυραύλων και των επιθέσεων με UAV, θα δημιουργούσε μια πιο ισχυρή άμυνα για τις βάσεις στις οποίες οι Αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις βασίζουν τις δραστηριότητές τους».

Πηγή National Interest