Του Κώστα Σαρικά
Δύο φορές τα τελευταία 20 χρόνια έφτασε η Πολεμική Αεροπορία κοντά στην αντικατάσταση των γερασμένων T-2 Buckeye. Η πρώτη ήταν στις αρχές του 2000 όταν τέθηκε το ζήτημα και εξετάστηκαν όλες οι προτάσεις, προκειμένου ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό να πάρει τη θέση των «γερόλυκων» Buckeye. Και ενώ ήδη είχαν αρχίσει τα προβλήματα στην υποστήριξη των αεροσκαφών αλλά και η εκπαίδευση που παρείχαν στους νέους ιπτάμενους που προορίζονταν για τα σύγχρονα μαχητικά να χαρακτηρίζεται ως ελλιπής.
Τότε αποφασίστηκε η διατήρηση τους για μια δεκαετία και η αγορά μαχητικών αεροσκαφών με την Πολεμική Αεροπορία να προσθέτει στο οπλοστάσιο της αρχικά τα γαλλικά «Δελταπτέρυγα» Mirage 2000-5 και στη συνέχεια τα αναβαθμισμένα F-16 block 52+ adv.
Μια δεκαετία αργότερα και ενώ τα προβλήματα στις διαθεσιμότητες των T-2 αλλά και στην ποιότητα της εκπαίδευσης που προσέφεραν στους νέους Ανθυποσμηναγούς είχαν οξυνθεί, το αίτημα για αντικατάσταση τους επανήλθε. Όμως, συνέπεσε με την απαρχή της οικονομικής κρίσης και το «πάγωμα» όλων των εξοπλιστικών προγραμμάτων για τις Ένοπλες Δυνάμεις. Ο αριθμός των διαθέσιμων Buckey έγινε πλέον μονοψήφιος, με ότι αυτό επέφερε στην ταχύτητα της εκπαίδευσης των Ικάρων και κυρίως των ιπτάμενων που προορίζονταν για τις Πολεμικές Μοίρες.
Ήδη στην 120 Πτέρυγα Εκπαίδευσης Αέρος είχαν φτάσει τα σύγχρονα μονοκινητήρια turboprop T-6A Texan, τα οποία αντικατέστησαν τα παλαιότερα T-41. Και πλέον ήταν γεγονός το οξύμωρο. Να χρησιμοποιείται ένα καινούργιο ελικοφόρο για το πρώτο στάδιο εκπαίδευσης των νέων Ικάρων, οι οποίοι στη συνέχεια αναγκάζονταν να περάσουν σε ένα γερασμένο jet, όπως το T-2 Buckeye. Αεροσκάφος το οποίο δεν διαθέτει ούτε σύγχρονα χειριστήρια πόσο μάλλον ηλεκτρονικά συστήματα, ώστε οι νέοι ιπτάμενοι να περνούν ομαλά στα μαχητικά.
Έμπειροι ιπτάμενοι χαρακτηρίζουν το πέρασμα από τα T-6 στα T-2 ως «πισωγύρισμα» με τους πολύπειρους εκπαιδευτές στα απαρχαιωμένα Buckey, όπως ο Επισμηναγός Επαμεινώνδας Κωστέας, να δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους προκειμένου να μυήσουν τους νέους ιπτάμενους στα μυστικά των jet χρησιμοποιώντας ένα αεροσκάφος ξεπερασμένης τεχνολογίας.
Αποτέλεσμα ήταν στη συνέχεια και προκειμένου τα νέα «γεράκια» να αποκτήσουν την απαιτούμενη εμπειρία και εξοικείωση με τα σύγχρονα μαχητικά που διαθέτει στη «φαρέτρα» της η HAF, να φορτώνονται με χιλιάδες ώρες πτήσης τα διθέσια μαχητικά των ΣΜΕΤ (Σχολείο Μετεκπαίδευσης). Επιπλέον κόστος και χαμένος χρόνος μέχρι οι Ανθυποσμηναγοί να πετούν μόνοι τους αεροσκάφη, όπως τα F-16 και τα Mirage και να πιστοποιούνται ως απόλυτα επιχειρησιακοί για να αναλάβουν αποστολές.
Το τεράστιο αυτό κενό έρχονται – καθυστερημένα όπως αποδεικνύεται – να καλύψουν τα υπερσύγχρονα εκπαιδευτικά M-346 της ιταλικής Leonardo, τα οποία θα αντικαταστήσουν τα τελευταία διαθέσιμα T-2 Buckeye. Και μάλιστα έπειτα από το τραγικό συμβάν θεωρείται πλέον αδύνατο να πραγματοποιηθεί έστω και μια εκπαιδευτική πτήση με τα Buckeye με τη διαδικασία οριστικής απόσυρσης και αντικατάστασης τους από τα M-346 να επισπεύδεται.
Το Aermacchi M-346 χαρακτηρίζεται ως ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό αεροσκάφος υψηλών δυνατοτήτων, καθώς προσφέρει στους ιπτάμενους προχωρημένη εκπαίδευση και αποτελεί το τελευταίο βήμα πριν περάσουν στα μαχητικά. Με αεροδυναμική σχεδίαση και πολύ ισχυρούς κινητήρες προσφέρει υψηλού επιπέδου ικανότητα χειρισμών και ελέγχου σε μεγάλες γωνίες προσβολής, χρησιμοποιώντας συστήματα ελέγχου Fly By Wire. Μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα που φτάνει τα 983 χλμ, ενώ διαθέτει αυτονομία 1980 χλμ με δυνατότητα να πετάει συνεχώς για αρκετές ώρες. Εκτός από τις πολύ υψηλές πτητικές δυνατότητες διαθέτει και τεχνολογία που ανταποκρίνεται στις μεγάλες δικτυοκεντρικές απαιτήσεις μαχητικών, όπως τα F-35, τα Rafale και τα Viper.
Η συμφωνία με την ισραηλινή εταιρεία Elbit εξασφαλίζει υψηλή διαθεσιμότητα T-6, καθώς η σχετική σύμβαση των 20 ετών με δυνατότητα επέκτασης περιλαμβάνει τόσο το εκπαιδευτικό έργο όσο και την υποστήριξη των αεροσκαφών M-346 όσο και των T-6 Texan II. Στην υποστήριξη μάλιστα των T-6 περιλαμβάνονται και νέοι εξομοιωτές σύγχρονης τεχνολογίας. Στη διακρατική συμφωνία προβλέπεται επίσης η παροχή 3.500 ωρών πτήσεων για κάθε ένα από τα αεροσκάφη, ώστε οι νέοι ιπτάμενοι να έχουν δυνατότητα συνεχούς και αδιάλειπτης εκπαίδευσης.