Η Γαλλία αποτελεί την τέταρτη χώρα της λεγόμενης «Πυρηνικής Λέσχης» η οποία μπροστά στην απειλή του Ψυχρού Πολέμου διατήρησε και ενίσχυσε τη δική της πυρηνική τριάδα χερσαίων, εναέριων και υποβρυχίων πυρηνικών πυραύλων.
Η Γαλλία είναι μία από τις μεγαλύτερες πυραυλικές δυνάμεις στον κόσμο, και διαθέτει μια σειρά από εξελιγμένους βαλλιστικούς πυραύλους και βλήματα κρουζ. Είναι επίσης ένα από τα πέντε κράτη που αναγνωρίζονται ως πυρηνικές υπερδυνάμεις και μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Ο πυρηνικός αποτρεπτικός βραχίονας της Γαλλίας χωρίζεται σε δύο σκέλη: τον στόλο υποβρυχίων με βλήματα που φέρουν πυρηνικές κεφαλές και το οπλοστάσιο πυραύλων κρουζ με πυρηνική κεφαλή που χρησιμοποιεί η Armée de l’Air.
Ο ισχυρότερος πύραυλος της Γαλλίας είναι το από υποβρύχιο εκτοξευόμενος M51 με μέγιστη εμβέλεια 8.000 χλμ.
Την ίδια ώρα τα γαλλικά μαχητικά Dassault Rafale μπορούν να εξαπολύσουν πυρηνικά όπλα με κεφαλές 20 φορές μεγαλύτερες από τη βόμβα που έριξαν οι Αμερικανοί στη Χιροσίμα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις αν έπεφτε μια τέτοια βόμβα στην Ουάσιγκτον θα προκαλούσε το θάνατο περίπου 280.000 ανθρώπων.
Η Γαλλία απέκτησε για πρώτη φορά πυρηνικά όπλα το 1954, εν μέρει λόγω της απροθυμίας της να βασιστεί στην πυρηνική ομπρέλα των ΗΠΑ για να αποτρέψει μια σοβιετική επίθεση. Έκτοτε, η Γαλλία έχει κρατήσει τις πυρηνικές της δυνάμεις και δόγματα έξω από τη δομή διοίκησης του ΝΑΤΟ. Ήταν η τέταρτη χώρα που προχώρησε σε δοκιμή πυρηνικού όπλο το 1960 επί κυβερνήσεως Σαρλ ντε Γκωλ. Σήμερα είναι η τρίτη πυρηνική δύναμη του πλανήτη με 300 κεφαλές που μπορεί να εξαπολύσει από αεροσκάφη ή από τέσσερα πυρηνιοκίνητα υποβρύχια.
Παρά το γεγονός ότι η Γαλλία επανήλθε στο ΝΑΤΟ ως πλήρες μέλος το 2009 ποτέ δεν «αγκάλιασε» τη συμμαχία όπως θα ήθελαν οι ΗΠΑ. Ακόμα και σήμερα διατηρεί την ανεξαρτησία του πυρηνικού οπλοστασίου -έχοντας θέσει ξεκάθαρα όρια μέσα στη Συμμαχία- το οποίο ισχυρίζεται ότι είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση αποτρεπτικών μέτρων κατά των απειλών κατά της γαλλικής κυριαρχίας.
Η «προσαρμογή» και ο χωρισμός
«Δεν πρόκειται για ρήξη, αλλά για αναγκαία προσαρμογή»: η φράση αυτή ήταν η κατακλείδα της συνέντευξης Τύπου κατά την οποία, στις 21 Φεβρουαρίου 1966, ο πρόεδρος της Γαλλίας Κάρολος ντε Γκωλ ανακοίνωσε την πρόθεση της χώρας του να αποσυρθεί από το στρατιωτικό σκέλος του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), παραμένοντας ταυτόχρονα μέρος της Συμμαχίας. Σύμφωνα με τον Γάλλο πρόεδρο, οι νέες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στο διεθνές τοπίο και στις σχέσεις με τις ανατολικές χώρες είχαν ως συνέπεια ο δυτικός κόσμος να μην τελεί πλέον υπό απειλή, σε αντίθεση με την εποχή κατά την οποία, καθώς ανέφερε, «το αμερικανικό προτεκτοράτο είχε εγκαθιδρυθεί στην Ευρώπη υπό το κάλυμμα του ΝΑΤΟ».
Σε επιστολή που απηύθυνε στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον, ο Ντε Γκωλ εξήγησε ότι η Γαλλία έθετε επί τάπητος τη θέση της όχι στην Ατλαντική Συμμαχία, αλλά στις στρατιωτικές δομές της. Από αυτήν την άποψη, η χώρα είχε την πρόθεση να επανακτήσει την πλήρη κυριαρχία της, με τις συνέπειες που αυτό θα είχε στην εκχώρηση δικαιωμάτων για τη χρήση βάσεων, τη στάθμευση συμμαχικών στρατευμάτων και τη χρήση του εναέριου χώρου της. Πρακτικά, η Γαλλία θα έπαυε να αποτελεί μέρος των συμμαχικών διοικήσεων. Σύμφωνα με τοn Γάλλο πρόεδρο, λοιπόν, η απόφαση αυτή τροποποιούσε όχι την ουσία, αλλά τη μορφή της σχέσης της Γαλλίας με το ΝΑΤΟ.
Η έναρξη των σχετικών επαφών υπήρξε άμεση και, ένα χρόνο αργότερα, η νέα σχέση της Γαλλίας με την Ατλαντική Συμμαχία ήταν πραγματικότητα. Ετσι, από το φθινόπωρο του 1966 η Γαλλία έπαψε να συμμετέχει στη Στρατιωτική Επιτροπή του ΝΑΤΟ. Η συμμετοχή της χώρας στα πολιτικά όργανα της Συμμαχίας παρέμεινε ως είχε, ωστόσο τα στρατιωτικά και πυρηνικά θέματα αποτελούσαν πλέον αντικείμενο εργασιών επιτροπών στις οποίες η Γαλλία δεν συμμετείχε.
Οι σχέσεις της Γαλλίας με το ΝΑΤΟ φέρνουν στο προσκήνιο τις διφορούμενες σχέσεις της χώρας με τις ΗΠΑ μεταπολεμικά, καθώς και τις ιδιαίτερες επιδιώξεις της ως προς τη διεθνή της θέση και ασφάλεια, οι οποίες περικλείουν και τις διμερείς γαλλοσοβιετικές και γαλλογερμανικές σχέσεις.