F-35: Σκληρή «αερομαχία» του stealth μαχητικού με Eurofighter, Rafale, Gripen και F/A-18 για τα μάτια του Καναδά

Η κυβέρνηση του Καναδά μόλις κυκλοφόρησε ένα προσχέδιο διαγωνισμού ύψους 20 δις δολαρίων για την αγορά 88 νέων μαχητικών αεροσκαφών. Οι πέντε επικρατέστεροι υποψήφιοι είναι το Eurofighter Typhoon, το Dassault Rafale της Γαλλίας, το Saab Gripen της Σουηδίας και τα αμερικανικά F-A-18 E/F Super Hornet της Boeing και το F-35 της Lockheed Martin.

Ο διαγωνισμός αναμένεται να ξεκινήσει τον Μάιο του 2019, με το αεροσκάφος να πρέπει να ενταχθεί στο στόλο της Βασιλικής Καναδικής Πολεμικής Αεροπορίας (RCAF) μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2020.

Ο τρόπος αντικατάστασης του 35 ετών στόλου των CF-18 (η καναδική έκδοση των F/A-18) του Καναδά αποτελεί μια καυτή πολιτική πατάτα, η οποία προκαλεί εντάσεις τόσο στην εσωτερική πολιτική σκηνή του Καναδά, αλλά και στις διμερείς σχέσεις τις χώρας με τις ΗΠΑ.

Η αντικατάσταση του στόλου των γηραιών F/A-18 Hornet είναι αγκάθι στις σχέσεις του Καναδά με τις ΗΠΑ, καθώς πέρυσι ο Καναδάς απέρριψε την προσφορά αγοράς αμερικανικών F/A-18 Super Hornet, μετά την επιβολή δασμών από την Κυβέρνηση Τραμπ στον καναδικό κατασκευαστή αεροσκαφών Bombardier. Η Οτάβα σκοπεύει να αγοράσει 25 μεταχειρισμένα F/A-18 Hornet από την Αυστραλία ως προσωρινή λύση μέχρι να επιλεγεί το νέο μαχητικό αεροσκάφος της.

Ταυτόχρονα, ο Καναδάς διέθεσε άλλα 41 εκατομμύρια δολάρια για να παραμείνει μέλος της κοινοπραξίας F-35, στην οποία ο Καναδάς έχει συνεισφέρει μισό δισεκατομμύριο δολάρια τα τελευταία είκοσι χρόνια.

Παράλληλα, η σημερινή κυβέρνηση, πρόσφατα άλλαξε τις διαδικασίες κατάθεσης προσφορών του διαγωνισμού, οι οποίες θεωρείται πως ευνοούσαν το F-35. Οι αλλαγές αυτές θεωρείται πως κάνουν πιο εύκολο για τις ευρωπαϊκές εταιρείες να ανταγωνιστούν και να κερδίσουν τον διαγωνισμό.

Το παραπάνω θέμα «είναι ιδιαίτερα πολιτικοποιημένο, καθώς η σημερινή κυβέρνηση προσπαθεί να βρει τρόπους για να ανταποκριθεί στις προεκλογικές της δεσμεύσεις για έναν ανοιχτό και διαφανή διαγωνισμό, και να μην αγοράσουν το F-35», δήλωσε ο αμυντικός αναλυτής του Καναδικού Κολεγίου Ενόπλων Δυνάμεων, David Stone. «Βέβαια τώρα, συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν πραγματικά να αποκλείσουν το F-35, αν θέλουν να διεξάγουν έναν ανοιχτό και διαφανή διαγωνισμό».

Ο Stone θεωρεί ότι η καναδική κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει δύο ζητήματα. Το ένα περιλαμβάνει τα ανταποδοτικά οφέλη, δηλαδή πόσο θα επενδύσει ο κατασκευαστής των αεροσκαφών που θα κερδίσουν το διαγωνισμό στον Καναδά.

«Αυτό θα είναι περίπλοκο από την πλευρά της κυβέρνησης διότι το μνημόνιο συμφωνίας για την ένταξη στην Κοινοπραξία F-35 αναφέρει ότι τα κράτη συμφωνούν ότι δεν θα υπάρξουν ανταποδοτικά οφέλη. Σε περίπτωση που η κυβέρνηση επιλέξει το F-35, θα πρέπει να είναι σε θέση να έχει μια αφήγηση που δείχνει ότι επωφελείται περισσότερο από την ευκαιρία να είναι μέρος της αλυσίδας εφοδιασμού για όλα τα F-35s, αντί να πάρει οφέλη μόνο για την κατασκευή των 88 νέων καναδικών μαχητικών. Σε περίπτωση που η κυβέρνηση επιλέξει ένα διαφορετικό αεροσκάφος, θα πρέπει να έχει μια αφήγηση για να αντιμετωπίσει την απώλεια επιχειρηματικών ευκαιριών σε όλους αυτούς τους κλάδους που είναι πλέον μέρος της αλυσίδας εφοδιασμού και ανάπτυξης του F-35.

Επίσης, υπάρχει το γεγονός ότι το 2019 είναι έτος εκλογών, πράγμα που σημαίνει ότι αναπόφευκτα η επιλογή του νέου μαχητικού αεροσκάφους θα καταστήσει ένα πολιτικό ζήτημα.

«Είναι ακόμα πιο περίπλοκο για τους Καναδούς, επειδή οι αξιωματικοί της Πολεμικής Αεροπορίας δείχνουν την υποστήριξή τους για το F-35.»

Βέβαια, αυτό που θα έπρεπε να έχει σημασία είναι το ποιο αεροσκάφος είναι πραγματικά καλύτερο για τον Καναδά, ο οποίος επέλεξε το CF-18, εν μέρει επειδή είχε δύο κινητήρες και όχι κάποιο μονοκινητήριο αεροσκάφος όπως τα F-15, F-16 και το γαλλικό Mirage F-1.

Άλλο ένα ζήτημα είναι ότι η Πολεμική Αεροπορία του Καναδά καλείται να περιπολεί και να προστατεύει μια τεράστια γεωγραφική περιοχή, συμπεριλαμβανομένου του πλούσιου σε ορυκτούς πόρους περιοχής της Αρκτικής, που μαζί με τις ναυτιλιακές οδούς που δημιουργούνται, αποτελούν τον διακαή πόθο πολλών κρατών, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Πηγή National Interest