Το stealth μαχητικό αεροσκάφος πολλαπλών ρόλων πέμπτης γενιάς F-22 Raptor, θεωρείται από την Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ (USAF) ως η κύρια «αιχμή του δόρατος» για την αεροπορική υπεροχή και κυριαρχία των αμερικανικών αεροπορικών δυνάμεων, ενώ αρκετοί αναλυτές εκτιμούν πως αποτελεί το πιο επικίνδυνο και θανατηφόρο μαχητικό που είναι επιχειρεί αυτή τη στιγμή στον κόσμο.
Ωστόσο, κανένα οπλικό σύστημα, πολεμικό πλοίο ή μαχητικό αεροσκάφος δεν είναι τέλειο και το F-22 δεν είναι εξαίρεση στον κανόνα, παρά το γεγονός ότι οι Αμερικανοί το προωθούν ως πανίσχυρο και άτρωτο, καθώς ειδικοί τονίζουν ότι συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του stealth μαχητικού και ελλείψεις, το καθιστούν ευάλωτο απέναντι σε εχθρικές αεροπορικές δυνάμεις.
Οι δύο…»ελλείψεις»
Ένα από αυτά τα προβλήματα , είναι το γεγονός ότι δεν διαθέτει υπέρυθρους αισθητήρες, με δυνατότητα αναζήτησης και παρακολούθησης στόχων (Infrared Search and Track – IRST), που να τους επιτρέπει επί της ουσίας να ανιχνεύουν τα θερμικά αποτυπώματα των εχθρικών αεροπλάνων.
Το τελευταίο μαχητικό των ΗΠΑ που είχε ενσωματωμένο έναν αισθητήρα IRST ήταν το F-14 Tomcat. Το F/A-18 Super Hornet έχει τώρα τη δυνατότητα να εξοπλιστεί με ένα IRST, βέβαια με σημαντικότατη επιβάρυνση στο κόστος του.
Το F-22 δεν διαθέτει, επίσης, πλαϊνά ραντάρ, τα οποία επιτρέπουν σε ένα αεροσκάφος να εκτοξεύει πυραύλους που απαιτούν την λήψη στοιχείων από τα ραντάρ του αεροσκάφους κατά την διάρκεια του ταξιδιού του προς τον στόχο του, ενώ συνεχίζει να παρέχει δεδομένα παρακολούθησης καθώς το αεροσκάφος πετάει με κατεύθυνση κατά 90 μοίρας διαφορετική από τη διαδρομή του πυραύλου.
Τα αίτια για αυτές τις αδυναμίες έχουν τις ρίζες τους στην περίοδο της ανάπτυξης του F-22 Raptor
Η ιστορία ανάπτυξης του μαχητικού
Το F-22 είχε ως εφαλτήριο της παραγωγής του το πρόγραμμα για Advanced Tactical Fighter, που ξεκίνησε το 1981.
Η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ ανάθεσε συμβόλαια για τον αρχικό σχεδιασμό ενός μαχητικού αεροσκάφους το οποίο θα χρησιμοποιούταν για την πραγματοποίηση αεροπορικών επιθέσεων σε χερσαίους στόχους, ικανό να αναπτύξει ταχύτητες 2,5 Mach, να πετά σε μεγάλο υψόμετρο και να είναι εξοπλισμένο με όπλα μεγάλου βεληνεκούς για την καταστροφή αρμάτων μάχης και άλλων χερσαίων στόχων.
Οι δύο εταιρίες που πήραν το έργο ήταν οι General Dynamics και McDonnell Douglas. Το πρόγραμμα αυτό όμως γρήγορα κατέρρευσε, καθώς το F-16 Fighting Falcon, το οποίο αρχικά είχε σχεδιαστεί ως μαχητικό αεροσκάφος με σκοπό την κυριαρχία στους αιθέρες, τροποποιήθηκε ώστε να καλύπτει σε κάποιο βαθμό τις παραπάνω απαιτήσεις.
Τα stealth χαρακτηριστικά του μαχητικού…στο προσκήνιο
Στα τέλη του 1985, η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ έκανε ορισμένες αλλαγές στις απαιτήσεις που είχε αναφορικά με το πρόγραμμα Advanced Tactical Fighter, δίνοντας μεγάλη έμφαση στις ικανότητες stealth.
Επίσης, άλλαξε τη διαδικασία ανάθεσης του προγράμματος, έτσι ώστε αντί για τέσσερις εταιρείες που θα λάμβαναν περίπου 100 εκατομμύρια δολάρια η κάθε μια για την αρχική παραγωγή πρωτοτύπων, θα επιλεγόντουσαν δύο εταιρίες οι οποίες θα λάμβαναν 700 εκατομμύρια δολάρια έκαστος για την παραγωγή των πρωτοτύπων.
Ένα από τα πρωτότυπα θα χρησιμοποιούσε κινητήρες Pratt & Whitney F119 και το άλλο κινητήρες General Electric F120. Την ίδια στιγμή, η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ απέστειλε επιστολές στις ανταγωνίστριες εταιρείες ενθαρρύνοντας τες να συνεργαστούν μεταξύ τους.
Σκοπός της παραπάνω παρότρυνσης ήταν η συνεργασία όσο το δυνατόν περισσότερων ταλέντων και λαμπρών μυαλών, προκειμένου οι δύο τελικές προτάσεις να είχαν την μεγαλύτερη δυνατή ποιότητα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, οι Boeing, Lockheed και General Dynamics να δημιουργήσουν μία ομάδα, και η Northrop και η McDonnell Douglas μια άλλη. Η Rockwell και η Grumman αποφάσισαν να μην συνεργαστούν με καμία άλλη εταιρία.
Οι «ανταγωνισμοί» και οι προκλήσεις
Στις 31 του Οκτωβρίου, 1986, η Πολεμική Αεροπορία ανακοίνωσε ότι οι ομάδες των Lockheed και Northrop, αντίστοιχα, είχαν κερδίσει τον αρχικό διαγωνισμό. Οι νικήτριες εταιρίες είχαν στην διάθεση τους τέσσερα χρόνια για να παράγουν τα πρωτότυπα τους.
Η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ απαιτούσε αρχικά το αεροσκάφος να έχει την δυνατότητα να φέρει εσωτερικά οκτώ πυραύλους. Η απαίτηση αυτή μειώθηκε στους έξι πυραύλους, αφού και οι δύο ομάδες σχεδιασμού κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι οκτώ πύραυλοι επηρέαζαν δραματικά την αποτελεσματικότητα των αεροσκαφών.
Η κύρια πρόκληση για τα F-22 ήταν η ενσωμάτωση τις τεχνολογίας stealth, supercruise, ευκινησία, ακρίβεια, αλλά και μεγαλύτερη επιχειρησιακή εμβέλεια από το F-15 Eagle που επρόκειτο να αντικαταστήσει.
Μάλιστα, εντός των προδιαγραφών της Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας ήταν το F-22 να έχει δύο φορές μεγαλύτερη αξιοπιστία από το F-15 και τις μισές απαιτήσεις συντήρησης.
Η κρίσιμη απόφαση της USAF
Τον Ιανουάριο του 1989, η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ αποφάσισε να θέσει ανώτατο όριο στο κόστος των αεροηλεκτρονικών συστημάτων των F-22 στα 9 εκατομμύρια δολάρια ανά αεροσκάφος. Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με τον σχεδιασμό της Lockheed τα συστήματα αεροηλεκτρονικής που είχε προγραμματίσει η εταιρία να εξοπλίσουν τα νέα stealth μαχητικά κοστολογούνταν περίπου στα 16 εκατομμύρια δολάρια ανά αεροσκάφος.
Έτσι, το σύστημα IRST αφαιρέθηκε – όπως και μερικά άλλα συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των πλευρικών ραντάρ. Η αποτελεσματικότητα των ηλεκτρονικών και των οπτικών συστημάτων έχει βελτιωθεί σημαντικά κατά την τελευταία δεκαετία, με αποτέλεσμα το κόστος των ηλεκτρονικών συστημάτων να έχει μειωθεί αισθητά.
Παρ’ όλα αυτά, ο λόγος για τον οποίο το F-22 δεν έχει ραντάρ υπέρυθρων έχει τις ρίζες του στο όριο κόστους που επιβλήθηκε το 1989. Η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ δεν είχαν ορίσει ποια συστήματα θα έπρεπε να αφαιρεθούν για να μειωθεί το κόστος. Οι εταιρείες αποφάσισαν τι θα παρείχε την βέλτιστη απόδοση σε σχέση κόστους και δυνατοτήτων.
Έτσι, 29 χρόνια αργότερα, οι κύριοι αντίπαλοι των F-22, τα ρωσικά Su-35 και Su-57, διαθέτουν ραντάρ υπέρυθρης αναζήτησης και πλευρικά ραντάρ, γεγονός που ίσως τους δώσει το πλεονέκτημα σε μια μελλοντική αερομαχία ενάντια στο καλύτερο μαχητικό αεροσκάφος αεροπορική υπεροχής των ΗΠΑ.
Με πληροφορίες από: National Interest / Φωτογραφίες αρχείου