Το κινεζικό υπουργείο Άμυνας τόνισε σήμερα πως το Πεκίνο εναντιώνεται σθεναρά στις πωλήσεις όπλων από τις ΗΠΑ στην Ταϊβάνκαι εξέφρασε την έντονη διαμαρτυρία του στην Ουάσιγκτον. «Οι ΗΠΑ αψηφούν τις κυριότερες ανησυχίες της Κίνας, επεμβαίνουν βίαια στις εσωτερικές της υποθέσεις κι αυξάνουν εσκεμμένα τις εντάσεις στο στενό της Ταϊβάν», τόνισε ο εκπρόσωπος του υπουργείου, ο Ταν Κεφέι, σε δελτίο Τύπου που δημοσιοποίησε.
Η Ουάσιγκτον είναι ο κυριότερος προμηθευτής όπλων της Ταϊπέι και η βασική προστάτιδα δύναμη της νήσου, παρότι επισήμως δεν έχει διπλωματικές σχέσεις με αυτήν, αλλά με το Πεκίνο. Την περασμένη εβδομάδα, η αμερικανική κυβέρνηση ενέκρινε τη δυνητική πώληση στις ένοπλες δυνάμεις της Ταϊβάν πυρομαχικών και ανταλλακτικών για διάφορα είδη, δυο συμφωνίες με συνολική αξία 440 εκατομμυρίων δολαρίων.
Συγκεκριμένα, η πώληση αυτή, μέτριου μεγέθους, δεν αυξάνει την ποσότητα των αμερικανικών όπλων που παραδίδονται στην Ταϊβάν, ωστόσο ανακοινώνεται τη στιγμή που η Ουάσιγκτον και το Πεκίνο κάνουν προσπάθεια να σταθεροποιήσουν τη θυελλώδη σχέση τους. Σε ειδοποίησή του προς το Κογκρέσο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωσε την δυνητική πώληση στην Ταϊβάν πυρομαχικών για πυροβόλα 30 χιλιοστών έναντι 332,2 εκατ. δολαρίων και διαφόρων ανταλλακτικών για όπλα και οχήματα έναντι 108 εκατ. δολαρίων.
Οι πωλήσεις αυτές θα βοηθήσουν την Ταϊβάν να «διατηρήσει αξιόπιστες αμυντικές δυνατότητες» και δεν θα αλλάξουν «τη βασική ισορροπία στρατιωτικής ισχύος στην περιφέρεια», πρόσθεσε το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών. Το αμερικανικό Κογκρέσο έχει δικαίωμα να αρνηθεί τέτοιες πωλήσεις, αλλά το ενδεχόμενο αυτό είναι πολύ απίθανο, οι περισσότεροι Αμερικανοί κοινοβουλευτικοί ασκούν πίεση στην κυβέρνηση των ΗΠΑ να αυξήσει τη στρατιωτική υποστήριξη που διαθέτει στην Ταϊβάν για να αντιμετωπίσει την Κίνα.
Οι ΗΠΑ παραμένουν για δεκαετίες ο μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων του στρατού της Ταϊβάν παρότι δεν έχουν διπλωματικές σχέσεις μαζί της, αναγνωρίζουν την Κίνα. Το Πεκίνο θεωρεί τη νήσο επαρχία της που μένει να επανενωθεί μια μέρα με την ηπειρωτική χώρα μετά το τέλος του κινεζικού εμφυλίου το 1949, χωρίς να αποκλείει τη χρήση βίας για αυτό.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ / Φωτογραφία Reuters