Τα αεροπλανοφόρα (aircraft carrier) υπήρξαν μια πλατφόρμα προβολής στρατιωτικής ισχύος από τον Β’ Π.Π. μέχρι και σήμερα. Από τότε που εκτόπισαν τα θωρηκτά (battleship) ως τα πιο σημαντικά πλοία επιφανείας, κυριάρχησαν παγκοσμίως, αποτελώντας την σπονδυλική στήλη των στόλων που επιχειρούν στις ανοιχτές θάλασσες. Όλα αυτά φαίνεται να αλλάζουν.
Το μέλλον των αεροπλανοφόρων, τουλάχιστον όσον αφορά το Βασιλικό Ναυτικό, προμηνύεται δυσοίωνο καθώς σύμφωνα με τελευταία έκθεση το Υπουργείο Άμυνας πρέπει να κάνει τρομερές περικοπές σχεδόν σε όλα τα τμήματα των Ενόπλων Δυνάμεων ώστε να χρηματοδοτηθούν οι θαλάσσιοι «γίγαντες».
Η προειδοποίηση έρχεται από έκθεση που κυκλοφόρησε η Εθνική Υπηρεσία Ελέγχου, στην οποία αναφέρεται ότι «το Υπουργείο Υγείας της Βρετανίας δεν υπολόγισε σωστά το δυσθεώρητο κόστος των αεροπλανοφόρων».
«Από μόνα τους τα δύο αεροπλανοφόρα του Βασιλικού Ναυτικού δημιουργούν ένα επιπλέον κόστος της τάξεως του 3% των συνολικών αμυντικών δαπανών, χωρίς να υπολογίζονται τα έξοδα υποστήριξης των μονάδων που φέρουν», και συνεχίζει «αυτή τη στιγμή το Βασιλικό Ναυτικό έχει μόνο ένα πλοίο ικανό να ανεφοδιάσει τα αεροπλανοφόρα με τις προμήθειες που χρειάζονται, όπως πυρομαχικά και τρόφιμα. Θα χρειαστεί η δημιουργία τουλάχιστον τριών πλοίων ακόμη για να μπορέσει να ορθοποδήσει επιχειρησιακά το προτζεκτ των αεροπλανοφόρων».
«Το Υπουργείο πρέπει να αναθεωρήσει την πλήρη έκτασή του προβλήματος, διαφορετικά κινδυνεύει να αυξήσει την οικονομική δαπάνη σε έναν αμυντικό προϋπολογισμό που βρίσκεται ήδη εκτός ελέγχου!» καταλήγει η έρευνα.
Πρόβλημα για κάθε Πολεμικό Ναυτικό
Αν και η έκθεση γράφτηκε για το Βασιλικό Ναυτικό, σίγουρα δεν αφορά μόνο τη Βρετανία. Και ενώ τα αεροπλανοφόρα ακόμη και σήμερα «αυξάνονται και πληθύνονται», σε θεωρητικό επίπεδο αντιμετωπίζουν έντονη αμφισβήτηση, τόσο λόγω του υπέρογκου κόστους τους, όσο και λόγω νέων τεχνολογικών «αντιμέτρων» που φαίνεται να μειώνουν την αποτελεσματικότητά τους. Το κόστος είναι όντως δυσθεώρητο, αν και, βέβαια, ανάλογο του μεγέθους: Το τελευταίο αμερικανικό υπερ-αεροπλανοφόρο, που σηματοδοτεί και την εγκατάλειψη της κλάσης Nimitz είναι το πολύπαθο CVN-78 Gerald R. Ford. Ξεκίνησε να ναυπηγείται το 2005 και εισήλθε σε υπηρεσία -αν και οι αρχικές εκτιμήσεις ήταν για το τέλος του 2015- στο στόλο το 2017. Η ολοκλήρωση των πολύπλοκων συστημάτων μάχης (systems integration) αποδείχτηκε δύσκολη υπόθεση, ενώ το συνολικό του κόστος έχει σήμερα εκτοξευθεί στα 13,5 δισ. δολάρια, 25% πάνω από τις εκτιμήσεις. Θα ακολουθήσουν σύντομα άλλα δύο σκάφη της ίδιας κλάσης, ενώ η συνολική απαίτηση είναι για δέκα, δηλαδή για τουλάχιστον 200 δισ. δολάρια σε βάθος χρόνου (μαζί με τον πληθωρισμό και το κόστος Έρευνας και Ανάπτυξης, R&D).
Επιπλέον, ένα αεροπλανοφόρο δεν επιχειρεί ποτέ από μόνο του, παρά μόνον ως ναυαρχίδα ενός ευρύτερου στολίσκου πλοίων με διαφορετικές αποστολές το καθένα, γνωστού ως «Δύναμη Κρούσης» (Task Force) ή, στην αμερικανική ορολογία, CVBG (carrier battle group). Εάν όλα αυτά τα «παρεπόμενα» του αεροπλανοφόρου δεν υπάρχουν, θα πρέπει να ναυπηγηθούν.
Είναι λοιπόν προφανές ότι μόνο πολύ λίγες χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο μπορούν να «αντέξουν» οικονομικά αυτού του είδους τα σκάφη, μολονότι δεν είναι όλα τόσο ακριβά όσο η προαναφερθείσα κλάση Ford: Το ιταλικό αεροπλανοφόρο τσέπης Cavour, σε πλήρη υπηρεσία από το 2008, εκτιμάται ότι δεν πρέπει να ξεπέρασε τα 2 δισ. δολάρια.
Με πληροφορίες από: Sky News