Το στρατιωτικό σκηνικό είναι γνωστό. Στην ουκρανική μεθόριο έχουν συγκεντρωθεί πάνω από 100.000 Ρώσοι στρατιώτες και η Ουκρανία ζητά από τη Γερμανία να συνδράμει στέλνοντας όπλα και πολεμικό υλικό. Όμως, η νέα κυβέρνηση υπό τον Σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς αρνείται επικαλούμενη την κυβερνητική συμφωνία με τους άλλους δύο εταίρους του, σύμφωνα με την οποία η Γερμανία δεν στέλνει όπλα σε χώρες που εμπλέκονται σε στρατιωτικές κρίσεις ή παραβιάζουν τα θεμελιώδη και ανθρώπινα δικαιώματα. Η υπουργός Άμυνας Κριστίνα Λάμπρεχτ υποσχέθηκε 5.000 στρατιωτικά κράνη. «Δεν φτάνει» ήταν η απάντηση από το Κίεβο. «Χρειαζόμαστε αμυντικά όπλα». Αλλά και πάλι η απάντηση από τον καγκελάριο και την υπουργό Εξωτερικών Μπέρμποκ ήταν αρνητική. Μόνο σε δικαιολογημένες μεμονωμένες περιπτώσεις, που μπορούν να τεκμηριωθούν δημοσίως, μπορούν να γίνουν εξαιρέσεις, αναφέρεται στην κυβερνητική συμφωνία του SPD με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους.
Πριν αναχωρήσει μάλιστα για την Ουάσιγκτον ο καγκελάριος Σολτς, σε συνέντευξη στο πρώτο δημόσιο κανάλι της γερμανικής τηλεόρασης ARD, επανέλαβε τη γνωστή γερμανική θέση ότι «εδώ και χρόνια η κυβέρνηση χαράσσει καθαρή γραμμή επί του θέματος, δηλαδή σε περιοχές κρίσης δεν κάνουμε εξαγωγές και δεν στέλνουμε θανατηφόρα όπλα στην Ουκρανία». Πόσο όμως αυτό αληθεύει; Η Deutsche Welle (DW) προχώρησε σε επαλήθευση αυτής της θέσης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
«Μα φυσικά και στο παρελθόν έχουμε στείλει όπλα, αλλά πάντα περιστασιακά» εξηγεί ο Κρίστιαν Μέλινγκ, εμπειρογνώμων σε θέματα άμυνας και ασφάλειας στη Γερμανική Εταιρεία Εξωτερικής Πολιτικής μιλώντας στη DW. «Που σημαίνει ότι στη Γερμανία ισχύει η αρχή του κατά περίπτωση ελέγχου, δηλαδή εξετάζουμε κάθε περίπτωση ξεχωριστά».
Αλλά και ο Πίτερ Βέτσεμαν από το Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI) επιβεβαιώνει στη DW ότι μόλις πρόσφατα η Γερμανία έστειλε όπλα σε περιοχές κρίσης. «Προφανώς και δεν είναι αλήθεια ότι η Γερμανία δεν προμηθεύει όπλα σε χώρες εμπλεκόμενους σε πολεμικές διενέξεις, υπάρχουν πολλά παραδείγματα, που επιβεβαιώνουν ότι έχουν γίνει εξαγωγές γερμανικών όπλων με τη συγκατάθεση της γερμανικής κυβέρνησης, με την ιδιαίτερη υποστήριξή της, ακόμα και από την ίδια την κυβέρνηση».
Το παράδειγμα της Αιγύπτου
Η Αίγυπτος είναι ο 5ος μεγαλύτερος αγοραστής γερμανικών όπλων από το 2019 σύμφωνα με τον δείκτη TIV (Trend Indicator Value) του SIPRI. Μόνο την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου του 2021 μέχρις τις 14 Δεκεμβρίου του 2021 εκδόθηκαν άδειες εξαγωγής όπλων αξίας 4,34 δις ευρώ για τη χώρα σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων και Προστασίας του Κλίματος. Τα περισσότερα εξ αυτών ενέκρινε η προηγούμενη κυβέρνηση Μέρκελ παρά το ότι η Αίγυπτος εμπλέκεται σε ένοπλες διενέξεις στην Υεμένη και τη Λιβύη και έχει επικριθεί για μαζικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σημαίνει αυτό ότι η Αίγυπτος χρησιμοποιεί γερμανικά όπλα στους πολέμους στην Υεμένη και τη Λιβύη; Ο Πίτερ Βέτσεμαν δεν μπορεί να το αποκλείσει. «Οι προμήθειες γερμανικών όπλων στην Αίγυπτο μπορούν να χωριστούν σε δύο ομάδες. Η πρώτη περιλαμβάνει συστήματα αεράμυνας. Από όσο μπορώ να πω, αυτά δεν έχουν καμιά σχέση με τον πόλεμο στην Υεμένη. Προβληματική θα μπορούσε να είναι η άλλη ομάδα, τα πολεμικά πλοία. Οι φρεγάτες θα μπορούσαν σίγουρα να παίξουν ρόλο στη διένεξη στην Υεμένη, όπου ο ναυτικός αποκλεισμός ήταν σημαντικό μέρος της», φοβάται ο ειδικός από το SIPRI. «Εξ άλλου τόσο μεγάλες προμήθειες όπλων συμβάλλουν στη νομιμοποίηση και την ενίσχυση της στρατιωτικής κυβέρνησης της Αιγύπτου».
Υπάρχουν όμως κι άλλες χώρες που έχουν παρέμβει στρατιωτικά στον πόλεμο της Υεμένης από το 2015 και έχουν λάβει επίσης γερμανικά όπλα, ανάμεσά τους η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κουβέιτ και το Κατάρ. Σύμφωνα με την Έκθεση Εξαγωγής Όπλων του 2020 της γερμανικής κυβέρνησης, έχουν εγκριθεί για το Κατάρ πυρομαχικά για κανόνια, ντουφέκια, καραμπίνες και τμήματα πυρομαχικών για οβιδοβόλα που περιλαμβάνονται στον Κατάλογο Πολεμικών Όπλων, ένα παράρτημα του Νόμου Ελέγχου Πολεμικών Όπλων. Επιπλέον τέλος του 2020 το Βερολίνο ενέκρινε την παράδοση 15 αντιαεροπορικών αρμάτων Gepard στο Κατάρ. Το 2019, έρευνα του ερευνητικού πρότζεκτ #GermanArms έδειξε ότι τα γερμανικά όπλα παίζουν σημαντικό ρόλο στον πόλεμο της Υεμένης.
«Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι η χορήγηση εγκρίσεων για ορισμένες προμήθειες όπλων ήταν ένα λάθος» σημειώνει ο Βέτσεμαν, «ή τουλάχιστον έγινε ολοένα πιο σαφές ότι οι κίνδυνοι που συνδέονταν με αυτές τις προμήθειες συνεχώς αυξάνονταν με αποτέλεσμα να διακοπούν. Αυτό συνέβη για παράδειγμα με τη Σαουδική Αραβία, με την οποία υπήρχε μεγάλο ντιλ για παράδοση περιπολικών σκαφών». Μετά τη δολοφονία του αντικαθεστωτικού Σαουδάραβα δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στο γενικό προξενείο της χώρας στην Κωνσταντινούπολη πάγωσαν και αργότερα ανακλήθηκαν όλες οι άδειες εξαγωγής προς το Ριάντ. Έκτοτε υπήρξε απαγόρευση εξαγωγής όπλων στη Σαουδική Αραβία ή παρατάθηκε αρκετές φορές.
Η Τουρκία, δύσκολος εταίρος
Ένας άλλος ιδιαίτερα αμφιλεγόμενος αγοραστής γερμανικών όπλων και εταίρος στο ΝΑΤΟ είναι η Τουρκία. Η χώρα έχει «αλλάξει σημαντικά» τις προηγούμενες δεκαετίες, σημειώνει ο Κρίστιαν Μέλινγκ, ειδικός στον τομέα άμυνας. «Μπορεί κανείς να διαπιστώσει εκ των υστέρων ότι οι προμήθειες όπλων ήταν λάθος. Μια κυβέρνηση έχει κάθε δικαίωμα να κάνει λάθος στις εκτιμήσεις της, ακριβώς επειδή είναι εκτιμήσεις».
Επί χρόνια η Γερμανία προμήθευε την Τουρκία με πολεμικά πλοία αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, αν και η χώρα έχει επικριθεί για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συγκαταλέγεται από τον ΟΗΕ ανάμεσα στις χώρες που παρεμβαίνουν στον πόλεμο της Λιβύης προμηθεύοντας μια από τις αντιμαχόμενες πλευρές με όπλα. Επιπλέον η τουρκική κυβέρνηση εδώ και δεκαετίες έχει αναλάβει στρατιωτική δράση κατά του κουρδικού PKK, στο εσωτερικό αλλά και στις γειτονικές χώρες. Ιδιαίτερα εκρηκτική έγινε η κατάσταση το 2018 μετά την στρατιωτική επίθεση της Τουρκίας εναντίον της κουρδικής πολιτοφυλακής YPG στη βόρεια Συρία. Δηλαδή γερμανικοί αντιαρματικοί πύραυλοι χτυπούν τώρα γερμανικά άρματα μάχης; αναρωτιόντουσαν εκείνη την εποχή κάποια ΜΜΕ.
Αιτία αυτού του ερωτήματος ήταν η γερμανική στήριξη στον αγώνα των Κούρδων Πεσμεργκά εναντίον των πολεμιστών του Ισλαμικού Κράτους στο βόρειο Ιράκ από το καλοκαίρι του 2014. Δεν χορηγήθηκε μόνο εξοπλισμός, όπως κράνη, προστατευτικά γιλέκα και ασύρματοι, αλλά ένα ολόκληρο πακέτο πολεμικού υλικού, που περιελάμβανε ντουφέκια, πολυβόλα όπλα, ρουκετοβομβίδες, αντιαρματικά όπλα και χειροβομβίδες, αξίας σύμφωνα με τη γερμανική κυβέρνηση άνω των 90 εκ. ευρώ. Βέβαια η κουρδική περιφερειακή κυβέρνηση δεσμεύτηκε να χρησιμοποιήσει τα όπλα αποκλειστικά εναντίον της οργάνωσης «Ισλαμικό Κράτος, αλλά δεν υπήρχε κανένας έλεγχος.
Μάλιστα και η ίδια η γερμανική κυβέρνηση δεν μπορούσε να αποκλείσει ότι γερμανικά όπλα κατέληγαν στη μαύρη αγορά, όπως στο Β. Ιράκ, σύμφωνα με απάντηση που έδωσε το 2016 στη βουλευτή Ανιέσκα Μπρούγκερ. Ακόμη και οι έλεγχοι μετά την αποστολή τους, δηλαδή επιτήρηση της θέσης των παραδοθέντων όπλων, δεν αποκλείουν τον κίνδυνο αυτά τα όπλα να χρησιμοποιούνται σε συγκρούσεις, όπως τουλάχιστον επισημαίνουν οι ειδικοί στους οποίους απευθύνθηκε η DW. Τόσο ο Μέλινγκ όσο και ο Βέτσεμαν επικρίνουν το γεγονός ότι ενώ από τη μια πλευρά η γερμανική κυβέρνηση ακολουθεί περιοριστική πολιτική στις εξαγωγές όπλων, από την άλλη δεν έχει σαφή πυξίδα στην πολιτική ασφάλειας για τις άδειες παράδοσής τους.
Το συμπέρασμα; Η Γερμανία δεν έχει τηρήσει με συνέπεια την αρχή μη χορήγησης όπλων σε περιοχές κρίσης. Επανειλημμένα η γερμανική κυβέρνηση έχει εγκρίνει προμήθειες όπλων σε πλευρές που εμπλέκονται σε κάποια διένεξη ή βρίσκονται σε περιοχές κρίσης.
Πηγή: DW / Τετιάνα Κλουγκ
Επιμέλεια: Ειρήνη Αναστασοπούλου