Οι τεχνολογίες αιχμής και η γεωπολιτική αναμένεται να κυριαρχήσουν στις στρατιωτικές συμφωνίες που θα «κλειστούν» στη φετινή αεροπορική έκθεση του Ντουμπάι (Dubai Air Show). Ορισμένες πωλήσεις όπλων – ή η έλλειψή τους – αποτελούν σημαντικά εμπόδια τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για τους συμμάχους τους στον Κόλπο, ιδιαίτερα για τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Οι αναβαθμίσεις του στόλου των μαχητικών αεροσκαφών και οι νέες τεχνολογίες αντι-UAS (μη επανδρωμένα εναέρια συστήματα ή drones) εκτιμάται πως θα είναι τα κύρια θέματα στην έκθεση της βιομηχανίας, ειδικά εάν ληφθεί υπόψη η αύξηση των επιθέσεων με drone στην περιοχή τα τελευταία χρόνια.
Ωστόσο, όπως αναφέρει ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος» – πολλά μάτια θα είναι στραμμένα στο αν θα πραγματοποιηθούν όντως στο Dubai Air Show οι προηγούμενες συμφωνίες που έκλεισαν υπό την κυβέρνηση Τραμπ για την πώληση ορισμένων αμερικανικών οπλικών συστημάτων στα ΗΑΕ – συμφωνίες που έχουν σταματήσει από τότε που ανέλαβε η κυβέρνηση Μπάιντεν.
Οι εν λόγω πωλήσεις αφορούν το πολυπόθητο μαχητικό αεροσκάφος Lockheed Martin F-35 II και το drone General Atomics MQ-9 Reaper, οι οποίες εάν ολοκληρωθούν, θα σηματοδοτήσουν την πρώτη πώληση του F-35 και των αμερικανικών στρατιωτικών drones σε οποιαδήποτε αραβική χώρα.
«Για αρκετό καιρό, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα είχαν μια επίμονη απαίτηση για μαχητικά αεροσκάφη με προσανατολισμό προς την αγορά F-35, αλλά, υπήρχαν πολλές επιπλοκές σε μια τέτοια συμφωνία», δήλωσε στο CNBC ο Ρίτσαρντ Αμπουλάφια, αντιπρόεδρος ανάλυσης στην Teal Group.
Η συμφωνία που υπογράφηκε στις 20 Ιανουαρίου, την τελευταία ημέρα στην εξουσία του Ντόναλντ Τραμπ, αφορούσε μια τεράστια πώληση 23 δισεκατομμυρίων δολαρίων στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η πλειοψηφία των οποίων αποτελούνταν από 50 αεροσκάφη F-35 και τουλάχιστον 18 οπλισμένα drones.
Στο παρελθόν, οι εξαγωγικοί κανονισμοί των ΗΠΑ εμπόδιζαν την Ουάσιγκτον να πουλήσει στρατιωτικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη σε οποιονδήποτε από τους Άραβες συμμάχους της. Και μια πώληση F-35 στο αραβικό αυτό κράτος του Κόλπου δεν μπορούσε να δρομολογηθεί λόγω της νομικής υποχρέωσης των ΗΠΑ να κρατήσουν τις πιο προηγμένες πωλήσεις όπλων τους για το Ισραήλ, προκειμένου να διατηρήσουν το «ποιοτικό στρατιωτικό πλεονέκτημα» του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή.
Όμως όλα αυτά άλλαξαν αφού το Ισραήλ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα υπέγραψαν τις «Συμφωνίες του Αβραάμ» τον Αύγουστο του 2020, ομαλοποιώντας τις σχέσεις τους και ανοίγοντας το δρόμο για συνεργασία και εμπόριο σε όλους σχεδόν τους τομείς. Και οι περιορισμοί στις εξαγωγές για οπλισμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη χαλάρωσαν από την κυβέρνηση Τραμπ τον Ιούλιο του 2020 για να επιτραπεί η πώληση ορισμένων drones – συμπεριλαμβανομένων των «φονικών» Reapers – σε φιλικά αραβικά κράτη.
Ο φόβος της Κίνας
Τι ώθησε σε αυτή την αλλαγή; Γεωπολιτική και ανταγωνισμός, λένε ειδικοί στην άμυνα.
Η Ουάσιγκτον «προσπαθούσε να εισέλθει κάπως σε μια πιο πραγματιστική αντιμετώπισης της κατάστασης σε σχέση με το πώς διαμορφώνεται το παγκόσμιο περιβάλλον όσον αφορά στα μη επανδρωμένα συστήματα», δήλωσε ο Τσαρλς Φόρεστερ, ανώτερος αναλυτής της αμυντικής βιομηχανίας στην IHS Jane’s.
Στάθηκε ειδικά σε ένα σημείο για το οποίο έχουν προειδοποιήσει πολλοί ηγέτες της αμερικανικής βιομηχανίας: την απώλεια μεριδίου αγοράς από την Κίνα, η οποία πουλά τα δικά της οπλισμένα drones σε αραβικά κράτη, συμπεριλαμβανομένων των ΗΑΕ.
«Η κυβέρνηση Τραμπ… συνειδητοποιούσε ότι εάν δεν προσάρμοζε τις πολιτικές της, θα έχανε τη δύναμη, την επιρροή και τον τεχνολογικό χώρο από την Κίνα», είπε ο Φόρστερ.
«Drones, drones, drones»!
Ερωτηθείς σε ποιο τμήμα της αεροδιαστημικής η Κίνα ήταν πιο δελεαστική για τους πελάτες του Κόλπου, ο Αμπουλάφια απάντησε: «Ω, αναμφισβήτητα τα drones. Απολύτως. Drone, drones, drones».
Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και ορισμένοι από τους γείτονές τους αγοράζουν οπλισμένα drones Wing Loong κινεζικής κατασκευής, αλλά οι αγορές διαμορφώνουν και νέες προκλήσεις. Εκτός από ορισμένα ζητήματα απόδοσης, η κινεζική τεχνολογία δεν μπορεί να ενσωματωθεί στα συστήματα διοίκησης και ελέγχου των ΗΑΕ, επειδή αυτά σχεδιάζονται από αμερικανικές εταιρείες.
«Δεν έχουν διαλειτουργικότητα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό», είπε ο Φόρεστερ. «Αλλά τα ΗΑΕ εξακολουθούν να τα χρησιμοποιούν ούτως ή άλλως. Μπόρεσαν να τα χρησιμοποιήσουν επαρκώς παρόλα αυτά, γιατί δεν είχαν την επιλογή να κάνουν διαφορετικά».
Ένα βήμα μπρος, ένα πίσω από Μπάιντεν
Ο Μπάιντεν ανακοίνωσε μια αναθεώρηση της τεράστιας συμφωνίας όπλων με τα ΗΑΕ στην αρχή της προεδρίας του, λέγοντας αργότερα τον Απρίλιο ότι η πώληση θα μπορούσε να προχωρήσει. Ωστόσο, η πρόοδος του θέματος ξαναπάγωσε λίγο αργότερα, σύμφωνα με πληροφορίες λόγω της ανησυχίας των ΗΠΑ για τους αυξανόμενους δεσμούς μεταξύ των ΗΑΕ και της Κίνας.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν πίεσε τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα να αποκόψουν την κινεζική Huawei Technologies από το τηλεπικοινωνιακό της δίκτυο και να εγκαταλείψουν την κινεζική τεχνολογία όπλων της, λένε ειδικοί του κλάδου, λόγω του κινδύνου ασφάλειας και κατασκοπείας που η Ουάσιγκτον πιστεύει ότι θέτουν στην αμερικανική τεχνολογία στη χώρα. Ήδη το 2020, μια έκθεση του Πενταγώνου ανέφερε ότι η Κίνα «πολύ πιθανόν ήδη εξετάζει και σχεδιάζει πρόσθετες υπερπόντιες στρατιωτικές εγκαταστάσεις επιμελητείας», στα ΗΑΕ, μεταξύ άλλων χωρών.
Η κυβέρνηση των Εμιράτων απέρριψε τις ανησυχίες, με τον πρεσβευτή της στις ΗΠΑ, Yousef al-Otaiba, να δηλώνει νωρίτερα φέτος: «Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν μακρά και συνεπή ιστορία στην προστασία της στρατιωτικής τεχνολογίας των ΗΠΑ, τόσο σε συνασπισμούς όπου έχουμε υπηρετήσει παράλληλα με τον αμερικανικό στρατό, όσο και εντός των ΗΑΕ, όπου ένα ευρύ φάσμα ευαίσθητων στρατιωτικών μέσων των ΗΠΑ έχει αναπτυχθεί εδώ και πολλά χρόνια».
Πηγή: ot.gr
Φωτο: Reuters