Ενώ από την μία πλευρά η απόφαση της περασμένης εβδομάδας από τη Γερμανία να μην λάβει υπόψη το F-35 ως αντικαταστάτη των 90 γερασμένων μαχητικών Tornado εδραιώνει τη γαλλο-γερμανική βιομηχανική συνεργασία, από την άλλη θα μπορούσε να καταστήσει την πολεμική της αεροπορία λιγότερο ικανή μέχρι το 2040, έως ότου δηλαδή ένα ανεπτυγμένο γαλλο-γερμανικό μαχητικό γίνει διαθέσιμο.
Η απόφαση θέτει ερωτήματα για τις γερμανικές εγχώριες πολιτικές εκτιμήσεις σχετικά με τον ηγετικό ρόλο της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ. Αυτό θα ήταν κατανοητό για ένα έθνος που δεν αντιλαμβάνεται σημαντική στρατιωτική απειλή από τη Ρωσία, αλλά είναι ανησυχητικό για όσους τονίζουν την ανάγκη να μεγιστοποιηθεί η αποτρεπτική στάση του ΝΑΤΟ στην Ανατολή. Η απόφαση θα πρέπει να επανεξεταστεί.
Μετά την απόρριψη του F-35 (και του παλαιότερου F-15) η Γερμανία έχει τώρα τρεις επιλογές.
Μπορεί να αυξήσει τον στόλο των 177 Eurofighter Typhoon με έως και 90 επιπλέον αεροσκάφη του ίδιου τύπου προσαρμοσμένα για την καταστολή της εχθρικής αεράμυνας και των αποστολών ηλεκτρονικού πολέμου. Αυτός ο στόλος 267 Typhoon θα απλοποιήσει τη λειτουργία και την εκπαίδευση, αλλά θα μπορούσε να καθηλώσει ολόκληρο το γερμανικό μαχητικό στόλο σε περίπτωση εμφάνισης μεγάλων διαρθρωτικών προβλημάτων στα αεροσκάφη. Το Typhoon όμως είχε σοβαρά προβλήματα ετοιμότητας.
Η Γερμανία θα μπορούσε εναλλακτικά να αγοράσει 90 F-18s (Super Hornets και Growlers), επιλογή η οποία εξετάζεται ακόμη. Μια τέτοια απόφαση θα παρέχει καλύτερες δυνατότητες αέρος-εδάφους και ηλεκτρονικού πολέμου απ’ ό,τι τα επιπλέον Typhoon. Θα εξακολουθούσε όμως να αφήνει τη Γερμανία ένα βήμα πίσω από τους άλλους συμμάχους της, καθώς δεν θα διαθέτει μαχητικά πέμπτης γενιάς.
Μια άλλη πρόταση θα ήταν να αγοράσει κάποιο συνδυασμό Typhoon και F-18.
Σήμερα, η Γερμανία δεν χρησιμοποιεί αεροσκάφη κατασκευασμένα στις Η.Π.Α., και ορισμένοι αναλυτές στοιχηματίζουν ενάντια στην αγορά F-18 για αυτό το λόγο.
Επιχειρησιακά, το F-35 είναι μακράν το καλύτερο αεροπλάνο από τις παραπάνω επιλογές. Διαθέτει ικανότητες τεχνολογίας stealth και διαχείρισης μάχης θέτοντας το μια γενιά μπροστά από το Typhoon ή το F-18. Είναι ένας πολλαπλασιαστής ισχύος που ενισχύει τις δυνατότητες των μικρότερων συμμαχικών αεροσκαφών.
Εάν η Luftwaffe χρειάζεται να διεισδύσει σε ισχυρές αεροπορικές άμυνες σε μια μελλοντική μάχη, τότε οι πιλότοι της θα είναι πιο ασφαλείς στο F-35. Η Luftwaffe χωρίς F-35 θα είναι δύσκολο πολεμήσει μόνη της.
Επί του παρόντος οκτώ χώρες του ΝΑΤΟ συμφώνησαν να αγοράσουν το F-35. Αυτές οι χώρες θα έχουν ιδιαίτερα διαλειτουργικά αεροσκάφη πέμπτης γενιάς. Θα υποστηρίζουν τα μαχητικά της Συμμαχίας σε μελλοντικές αποστολές αεροπορικής υπεροχής και αποστολές καταστολής της εχθρικής άμυνας.
Χωρίς το F-35, η Γερμανία θα απουσιάζει από αυτή την ομάδα ελίτ και οι Γερμανοί πιλότοι πιθανότατα θα μπορούν να αναλάβουν μόνο δευτερεύουσες αποστολές.
Το F-35 έχει επίσης πλεονεκτήματα για να εκτελέσει τη γερμανική πυρηνική αποστολή του ΝΑΤΟ. Το F-35 είναι ικανό να διεισδύσει και να επιβιώσει σε αυτές τις αποστολές.
Το F-35 θα είχε πιστοποιηθεί ώστε να μπορεί να κάνει χρήση πυρηνικών όπλων πριν από την παράδοση του. Η πιστοποίηση για το Typhoon και το F-18 θα χρειαζόταν επιπλέον χρόνο, χρήμα και γερμανικό πολιτικό κεφάλαιο.
Ως εκ τούτου η παρούσα επιλογή αποτελεί μια περαιτέρω επέκταση ζωής για τα παλιά Tornados και μια περαιτέρω υποβάθμιση της πυρηνικής αποτροπής του ΝΑΤΟ.
Όταν ο πρώην Αρχηγός της Γερμανικής Πολεμικής Αεροπορίας τάχθηκε δημόσια υπέρ της επιλογής του F-35, φιμώθηκε και αποστρατεύτηκε πρόωρα.
Γιατί λοιπόν οι γερμανοί πολιτικοί ηγέτες έλαβαν αυτή την απόφαση;
Η απάντηση δεν εντοπίζεται μόνο στον παράγοντα «Οικονομία». Το F-35 είναι ένα πολύ καλύτερο αεροπλάνο και το κόστος του έχει μειωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι ισάξιο με τα Typhoon. Τα Typhoon θα προσφέρουν, φυσικά, οφέλη στην τοπική αγορά εργασίας.
Ούτε και η διαθεσιμότητα αποτελεί παράγοντα για την λήψη αυτή της απόφασης καθώς η εταιρία Lockheed Martin θα παρείχε στην Γερμανία τα πρώτα F-35 τρία χρόνια μετά την υπογραφή του συμβολαίου εξοπλισμού.
Η απάντηση έγκειται στον πολιτικό και βιομηχανικό στίβο. Η κυβέρνηση της Μερκελ στηρίζεται στον συνασπισμό με το κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών, οι οποίοι κατέχουν σημαντικές θέσεις στα Υπουργεία Εξωτερικών και Οικονομίας. Οι τελευταίοι αντιστέκονται σε μεγάλες αμυντικές δαπάνες και έχουν μια πιο καλοπροαίρετη στάση έναντι της Ρωσίας. Πολλοί αντιτίθενται στη γερμανική πυρηνική αποστολή. Και κανείς στο συνασπισμό δεν θέλει να επιβραβεύσει τον Ντόναλντ Τράμπ.
Η Γαλλία και η Γερμανία έχουν βρεθεί πιο κοντά στην αμυντική πολιτική τους μετά το Brexit και την επικριτική στάση του Προέδρου Τραμπ για το ΝΑΤΟ. Η πρόσφατα υπογεγραμμένη συνθήκη του Άαχεν δεσμεύει τα δύο έθνη σε νέα επίπεδα συνεργασίας στον τομέα της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής.
Κεντρικό κομμάτι της ενισχυμένης αυτής αμυντικής γαλλο-γερμανικής συμμαχίας είναι μια συμφωνία, που υπεγράφη το προηγούμενο καλοκαίρι, για τον σχεδιασμό και την παραγωγή ενός μαχητικού επόμενης γενιάς μέχρι το 2040. Η Dassault και η Airbus σχεδιάζουν να αξιοποιήσουν τα τρέχοντα αεροσκάφη Rafale και Typhoon ως πρότυπα για αυτό το νέο κοινό αεροσκάφος.
Το Παρίσι φοβάται ότι η αγορά F-35, ειδικά σε μεγάλο αριθμό, θα μπορούσε να μειώσει την ανάγκη για τη δημιουργία του συμφωνηθέντος αεροσκάφους και να βλάψει τις ευρωπαϊκές ικανότητες για την παραγωγή προηγμένων μαχητικών. Ο φόβος αυτός έχει γνωστοποιηθεί στο Βερολίνο.
Ένας ισχυρός γαλλο-γερμανικός πυρήνας στην καρδιά της Ευρωπαϊκής άμυνας πρέπει να ενθαρρυνθεί, αλλά όχι εις βάρος της αεροπορικής δύναμης και ικανότητας αποτροπής του ΝΑΤΟ. Ούτε και να σταθεί εμπόδιο στην προώθηση της ευρύτερης αλληλεγγύης του ΝΑΤΟ.
Η Γερμανία θα πρέπει να επανεξετάσει την απόφαση για τα F-35 και να προμηθευτεί τουλάχιστον αρκετά για να διατηρήσει την ηγετική της θέση στην ευρωπαϊκή αεροναυπηγική και την εξοικείωσή της με την τεχνολογία αεροσκαφών πέμπτης γενιάς. Σε περίπτωση που Ευρωπαίοι σύμμαχοι του Βερολίνου κρίνουν αρνητικά την αγορά των F-35, τότε η αγορά του μοντέλου F-18 κρίνεται ως η αμέσως επόμενη επιλογή.