Οι ΗΠΑ δεν είναι, επί του παρόντος, διατεθειμένες να παραδώσουν τα προηγμένα τεθωρακισμένα άρματα μάχης τύπου Abrams στην Ουκρανία, δήλωσε την Τετάρτη υψηλόβαθμος αξιωματούχος του Πενταγώνου, επικαλούμενος δυσκολίες στη συντήρηση και την εκπαίδευση των πληρωμάτων στη λειτουργία και την χρήση τους.
Η Ουκρανία έχει επανειλημμένα πιέσει δυτικές χώρες για την προμήθεια σύγχρονων και αξιόπιστων αρμάτων μάχης, προκειμένου να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις ρωσικές δυνάμεις εισβολής, με το θέμα των ημερών να είναι η απόφαση της Γερμανία για τα τανκς τύπου Leopard 2, την στιγμή που η Βρετανία ανακοίνωση την αποστολών των Challenger 2.
Το Βερολίνο φαίνεται πως περιμένει την όποια απόφαση ή και πρωτοβουλία των Αμερικανών ώστε με την σειρά του να προχωρήσει στην παράδπση τεθωρακισμένων αρμάτων μάχης στους Ουκρανούς, ωστόσο η Ουάσινγκτον δεν πρόκειται να δώσει τα πανίσχυρα άρματα μάχης τύπου Abrams στο Κίεβο.
Τι απασχολεί τους Αμερικανούς
Συγκεκριμένα, ο Υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Κόλιν Καλ, δήλωσε χαρακτηριστικά ότι μια τέτοια ενέργεια δεν είναι εφικτή αυτή την χρονική στιγμή, όμως άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο αυτό να αλλάξει στο μέλλον.
Τα άρμα μάχης τύπου Abrams είναι ακριβό, περίπλοκο στην λειτουργία και η εκπαίδευση των πληρωμάτων είναι δύσκολη, ενώ και η συντήρησή του δεν είναι εύκολη. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Λόιντ Όστιν είναι διστακτικός, διότι θέλει να αποφύγει την παράδοση στρατιωτικού υλικού και εξοπλισμού στην Ουκρανία «που [οι Ουκρανοί] δεν θα μπορούν να επισκευάσουν, να συντηρήσουν στο πεδίο της μάχης και μακροπρόθεσμα να αντέξουν οικονομικά».
Υπενθυμίζεται ότι μετά την επίσημη ανακοίνωση παράδοσης τεθωρακισμένων αρμάτων μάχης τύπου Bradley στην Ουκρανία, οι ΗΠΑ φαίνεται ότι εξετάζουν σβοαρά το ενδεχόμενο αποστολής τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης τύπου Stryker στην Ουκρανία στο επόμενο «πακέτο» στρατιωτικής βοήθειας για να βοηθήσουν το Κίεβο να αποκρούσει μια αρκετά πιθανή ρωσική εαρινή επίθεση, σύμφωνα με δύο αξιωματούχους του αμερικανικού Υπουργείου Άμυνας που μίλησαν στο Politico ,υπό τον όρο της ανωνυμίας.
Φωτογραφία αρχείου Reuters