Το Οικουμενικό Πατριαρχείο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας

 Του Δημήτρη Καιρίδη

Ο προσηλυτισμός των Σλάβων στην Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη πριν από μια χιλιετία υπήρξε ίσως η μεγαλύτερη γεω-στρατηγική επιτυχία του Βυζαντίου. Οι περισσότεροι Ορθόδοξοι Χριστιανοί σήμερα είναι Σλάβοι. Η Ρωσική Εκκλησία έγινε η μεγαλύτερη σε πληθυσμό Ορθόδοξη Εκκλησία και η Μόσχα φιλάρεσκα παρουσιάστηκε ως η τρίτη Ρώμη, μετά την Κωνσταντινούπολη και την ίδια τη Ρώμη.

Ταυτόχρονα, ο Ορθόδοξος Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως παρέμεινε ο πνευματικός ηγέτης της παγκόσμιας κοινότητας των περίπου 300 εκατομμυρίων Ορθόδοξων Χριστιανών. Η Ορθόδοξη Εκκλησία διαφέρει από την Καθολική που χαρακτηρίζεται από την αυστηρή και συγκεντρωτική ιεραρχία, στην κορυφή της οποίας βρίσκεται ο Πάπας. Το διοικητικό μοντέλο της Ορθοδοξίας είναι αποκεντρωμένο και, σε μεγάλο βαθμό, ταυτισμένο με το σύγχρονο έθνος-κράτος. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν ασκεί διοικητικό έλεγχο στις άλλες Εκκλησίες και απλώς αναγνωρίζεται ως «πρώτος μεταξύ ίσων» από τις αυτοκέφαλες και αυτόνομες Ορθόδοξες Εκκλησίες της Ανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Ως ο ανώτατος πνευματικός ηγέτης της Ορθοδοξίας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης αποτελεί τον επιδιαιτητή στις διαφορές που ανακύπτουν μεταξύ των Ορθόδοξων Εκκλησιών.

Σε λίγες μέρες, ο Οικουμενικός Πατριάρχης θα προχωρήσει σε μια ιστορική απόφαση με σοβαρές γεω-στρατηγικές συνέπειες: θα εκδώσει τον «τόμο» με τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας θα αναγνωρίζεται ως αυτοκέφαλη, δηλαδή ανεξάρτητη από το Ορθόδοξο Πατριαρχείο της Μόσχας. Η αναμενόμενη ενέργεια του Οικουμενικού Πατριάρχη έχει ήδη προκαλέσει τη σφοδρή αντίδραση του Πατριάρχη της Μόσχας, ο οποίος, βλέποντας μια μεγάλη και ιστορική επαρχία του να αποκόπτεται από τη δικαιοδοσία του, απειλεί με διακοπή των διπλωματικών του σχέσεων με την Κωνσταντινούπολη.

Βέβαια, η ανεξαρτητοποίηση της ουκρανικής εκκλησίας είναι η φυσική κατάληξη της ανεξαρτητοποίησης της ίδιας της Ουκρανίας μετά το 1991, με τη διάλυση της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης. Η προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης από τον ρωσικό έλεγχο ενισχύθηκε δραματικά μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και την άμεση εμπλοκή της Ρωσίας υπέρ του ρωσόφιλου αποσχιστικού κινήματος στην ανατολική Ουκρανία το 2014. Η πολιτική ηγεσία της Ουκρανίας, συνεπικουρούμενη από τους δυτικούς υποστηρικτές της, έχει επενδύσει σημαντικά στην απόσχιση της ουκρανικής εκκλησίας από τη ρωσική.

Αντίθετα, μια αυτοκέφαλη ουκρανική εκκλησία αποτελεί για τον Βλαντιμίρ Πούτιν μια γεω-στρατηγική ήττα. Την ώρα που το κόστος της στρατιωτικής εμπλοκής της Ρωσίας σε μια σειρά από μέτωπα στην Ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή δείχνει να αυξάνει, η ρωσική οικονομία παραπαίει, πιεζόμενη και από τις δυτικές κυρώσεις, και η δημοτικότητα του Πούτιν φθίνει, προστίθεται ένας ακόμα πονοκέφαλος.

Από την άλλη μεριά, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνωρίζει την εκκλησιαστική αυτονομία της Ουκρανίας, όπως έκανε στο παρελθόν και με πολλές άλλες εθνικές εκκλησίες, μετά την ανεξαρτητοποίηση των κρατών τους. Ταυτόχρονα, όμως, επιβεβαιώνει, αν δεν αυξάνει κιόλας, τη διεθνή του επιρροή, σε βάρος των ρωσικών φιλοδοξιών, εξυπηρετώντας τον φιλοδυτικό προσανατολισμό εντός της παγκόσμιας κοινότητας των Ορθόδοξων Χριστιανών.