Του Δημήτρη Καιρίδη,
Η Ιταλία είναι η χώρα που, μαζί με την Ελλάδα, τα πήγε χειρότερα από οποιαδήποτε άλλη από την ένταξή της στο ευρώ το 2001 μέχρι σήμερα. Ουσιαστικά, τα τελευταία 17 χρόνια, το κατά κεφαλή εισόδημά της έχει παραμείνει στάσιμο. Το 2017 μέχρι και η Ισπανία, που κάποτε ήταν πολύ φτωχότερη, έγινε πλουσιότερη από την Ιταλία.
Η βασική αιτία είναι η αδυναμία της Ιταλίας να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις που θα την ξανακάνουν ανταγωνιστική, τώρα που, εξαιτίας του ευρώ, δεν μπορεί να υποτιμήσει το νόμισμά της για να ανακτήσει εύκολα την ανταγωνιστικότητά της, όπως συνήθιζε να κάνει με τη λιρέτα.
Η κεντροδεξιά του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, παρά τις εκλογικές της νίκες πριν το 2011, επέτεινε το αδιέξοδο, ενώ οι προσπάθειες του τεχνοκράτη Μάριο Μόντι και του κεντροαριστερού Ματέο Ρέντζι έκτοτε αποδείχτηκαν ανεπαρκείς.
Το 2018, οι Ιταλοί εξέλεξαν μια κυβέρνηση συνασπισμού αποτελούμενης από το αριστερόστροφο λαϊκιστικό Κίνημα των 5 Αστέρων, που υποσχέθηκε την αύξηση των δημοσίων δαπανών, και της δεξιόστροφης λαϊκιστικής Λίγκας, που υποσχέθηκε τη μείωση των φόρων. Το αποτέλεσμα είναι η διεύρυνση του ελλείμματος του προϋπολογισμού.
Η αντίδραση των αγορών υπήρξε άμεση καθώς η Ιταλία έχει το δεύτερο μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στην ευρωζώνη που ξεπερνάει το 130% του ΑΕΠ. Η άνοδος των επιτοκίων απειλεί να διευρύνει το έλλειμμα περαιτέρω, θέτοντάς το σε μια μη διατηρήσιμη, «ελληνική» πορεία. Ταυτόχρονα, η γήρανση του πληθυσμού είναι και στην Ιταλία ραγδαία, επιδεινώνοντας δραματικά τα οικονομικά του ασφαλιστικού συστήματος και, ευρύτερα, τα δημόσια οικονομικά και ψαλιδίζοντας τις μελλοντικές αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.
Η ιταλική κυβέρνηση μπορεί να θέλει να πιστεύει ότι αντίπαλος της είναι η Γερμανία, ποντάροντας στον αντι-γερμανισμό της ιταλικής κοινής γνώμης, η οποία ταλαιπωρημένη από τη χρόνια στασιμότητα, αναζητά εύκολους εχθρούς. Όμως, ο αντίπαλος της Ιταλίας είναι κατά βάση οι αγορές και η οικονομική πραγματικότητα. Ότι κι αν πει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή το Βερολίνο, το κόστος του χρήματος αυξάνει διεθνώς και, άρα, το κόστος δανεισμού του ιταλικού δημοσίου θα αυξηθεί, ιδίως αν η Ιταλία αυτο-τραυματίσει την προβληματική, έτσι κι αλλιώς, αξιοπιστίας της.
Η Ιταλία δεν είναι Ελλάδα, για μια σειρά από λόγους. Διαθέτει ένα πλεονέκτημα που δεν είχε και δεν έχει η Ελλάδα: το δημόσιο χρέος της είναι κατά βάση εσωτερικό και όχι εξωτερικό. Άρα, οι αυξημένες δαπάνες εξυπηρέτησής του αυξάνουν τα ιδιωτικά εισοδήματα και, άρα, τη φοροδοτική ικανότητα των Ιταλών προς το ιταλικό δημόσιο. Όμως, τα όποια πλεονεκτήματα της Ιταλίας συχνά δεν εμποδίζουν την ηγεσία της να συμπεριφέρεται χειρότερα και από αυτή ακόμα την ελληνική, που βαρύνεται για το ότι κατέστησε το δύσκολο πρόβλημα του δημόσιου χρέους τόσο τραγικά δυσεπίλυτο.