Του Δημήτρη Καιρίδη
Την προσεχή Κυριακή, 9 Σεπτεμβρίου, διεξάγονται βουλευτικές εκλογές στη Σουηδία. Το κεντρικό διακύβευμα αφορά τη συνεχιζόμενη άνοδο των «Σουηδών Δημοκρατών», των ακροδεξιών λαϊκιστών, οι οποίοι μάλλον θα υποσκελίσουν τους «Μετριοπαθείς», ως του κύριου πόλου στα δεξιά του πολιτικού φάσματος, απέναντι στους αποδυναμωμένους αλλά πάντα ισχυρούς Σοσιαλδημοκράτες.
Αν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις, η Σουηδία θα ακολουθήσει το παράδειγμα πολλών άλλων δυτικών δημοκρατιών, οι οποίες βίωσαν τη ραγδαία εκλογική ανόδου ακροδεξιών, εθνικιστικών και αντι-συστημικών δυνάμεων τα τελευταία χρόνια. Κύρια αιτία και στη Σουηδία, όπως και αλλού, αποτελεί το μεταναστευτικό.
Η Σουηδία θεωρείται η κοιτίδα της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή της μεταρρυθμιστικής και όχι επαναστατικής αριστεράς που ευδοκίμησε σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες μεταπολεμικά και, κατεξοχήν, στη Σκανδιναβία, εξαιτίας τόσο των ευνοϊκών εσωτερικών κοινωνικών συσχετισμών όσο και των διεθνών συνθηκών. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία πίστεψε στην ελεύθερη αγορά αλλά και στην υψηλή, προοδευτική φορολογία για τη χρηματοδότηση ενός γενναιόδωρου κοινωνικού κράτους. Τις τελευταίες δεκαετίες αναγκάσθηκε να προσαρμοστεί, όχι πάντα με επιτυχία, στις απαιτήσεις της νέας εποχής που επιβάλουν φαινόμενα όπως η παγκοσμιοποίηση και η γήρανση του πληθυσμού. Παρά τη μείωση των ποσοστών τους από τις εκπληκτικές επιδόσεις της περιόδου 1924-1988, οι Σοσιαλδημοκράτες παραμένουν ακόμα και σήμερα στην κυβέρνηση της Σουηδίας.
Όμως, παρά τις οικονομικές επιτυχίες του σουηδικού μοντέλου, τόσο διαχρονικά όσο και πιο πρόσφατα, μετά τη μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 1990, το μεταναστευτικό προκαλεί μεγάλες πολιτικές ανατροπές.
Η σύγχρονη δημοκρατία γεννήθηκε με τη Γαλλική Επανάσταση και με το σύνθημα «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα». Έκτοτε, η πολιτική μάχη στη Δύση δόθηκε μεταξύ όσων έδιναν έμφαση στην ελευθερία, οι οποίοι τοποθετούνταν συνήθως στα δεξιά του πολιτικού φάσματος, και όσων προέκριναν την ισότητα και προσδιορίζονταν ως Αριστεροί.
Το μείγμα ελευθερίας και ισότητας ήταν ιδιαίτερα ισορροπημένο και πετυχημένο στη Βόρεια Ευρώπη. Ίσως γιατί το αίσθημα της αδελφότητας ήταν ισχυρότερο καθώς είχαμε να κάνουμε με εθνοτικά ομοιογενείς κοινωνίες, τα ισχυρά μέλη των οποίων αποδέχτηκαν πιο εύκολα την υπερφορολόγησή τους υπέρ των αδυνάτων. Με άλλα λόγια, η «αδελφότητα» αποτελεί κρίσιμη προϋπόθεση της σύγχρονης δημοκρατίας, χωρίς την οποία δεν μπορεί να οικοδομηθεί η κοινότητα (συνήθως εθνική) μέσα στην οποία πραγματώνεται η ελευθερία με όρους ισότητας των πολιτών.
Το μεταναστευτικό, ακόμα κι όταν, όπως συνήθως γίνεται, οι προβληματικές διαστάσεις του διογκώνονται από ικανούς δημαγωγούς, πλήττει αυτήν ακριβώς τη διάσταση της σύγχρονης δημοκρατίας και αμφισβητεί το «κοινωνικό συμβόλαιο» δεκαετιών. Οι Σουηδοί μπορεί να είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για τους ομοεθνείς τους αλλά τους είναι πολύ πιο δύσκολο να το κάνουν για τους προσφάτως αφιχθέντες αλλοεθνείς, οι οποίοι μεταναστεύουν από την παγκόσμια περιφέρεια, ιδίως όταν αυτοί κουβαλούν μια τελείως διαφορετική, και άρα δύσκολα αφομοιώσιμη, κουλτούρα.
Γι’ αυτό και η αντι-μεταναστευτική δεξιά αναπτύσσεται με τέτοια ταχύτητα, εκτός των άλλων, και σε πετυχημένες ευρωπαϊκές κοινωνίες με γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο επικεφαλής του κόμματος των «Σουηδών Δημοκρατών», Γίμι Όκεσον, δήλωσε στην τηλεοπτική αναμέτρηση της περασμένης εβδομάδας: «Αυτές οι εκλογές είναι ένα δημοψήφισμα ανάμεσα στο κράτος πρόνοιας και τη συνεχιζόμενη μετανάστευση. Επιλέγω το κράτος πρόνοιας». Η ακροδεξιά ψήφος προέρχεται συχνά από τα πιο αδύναμα στρώματα γηγενών που θέλουν το «κράτος πρόνοιας» αποκλειστικά για τους ίδιους και όχι να το μοιράζονται με τους μετανάστες (ή, στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, προτιμούν να μην υπάρχει καθόλου «κράτος πρόνοιας» από το οποίο θα επωφελούνταν κυρίως οι μαύροι).
Όσο οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν τον γρίφο πάνω στον οποίο έχει οικοδομηθεί η σύγχρονη δημοκρατία και ο οποίος περιλαμβάνει το αίσθημα της αδελφότητας και όσο φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές επιμένουν να μιλούν ψυχρά ορθολογικά, τόσο θα αφήνουν χώρο στους ακροδεξιούς εθνικιστές.