Λέγονται πολλά για το κύμα λαϊκισμού που σαρώνει τις δυτικές δημοκρατίες. Συχνά, βαφτίζουμε ως λαϊκισμό ότι δεν μας αρέσει. Άλλοτε, η ανάλυση συσκοτίζεται με υπερβολές του τύπου ότι «έρχεται το τέλος της δημοκρατίας». Διάφοροι αρέσκονται να συγκρίνουν την εκλογή του Τραμπ και διαφόρων δεξιών ηγετών στην Ευρώπη με τη δεκαετία του 1930. Είναι προφανές ότι η δημόσια συζήτηση χρωματίζεται από τις πολιτικές σκοπιμότητες του καθενός.
Ένα φαίνεται, ωστόσο, να είναι βέβαιο: υπάρχει μια συσσωρευμένη οργή μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος ενάντια στη «συνήθη και καθωσπρέπει πολιτική». Η οργή αυτή έχει τρεις κυρίως αιτίες. Πρώτον, έχει να κάνει με την άνιση και, συχνά, άδικη κατανομή του πλούτου που φέρνει η παγκοσμιοποίηση. Σε πολλές δυτικές χώρες, οι πλούσιοι έχουν γίνει πλουσιότεροι αλλά οι φτωχοί παρέμειναν φτωχοί.
Η απάντηση δεν μπορεί να είναι η κατάργηση του ελεύθερου εμπορίου, όπως ευαγγελίζονται μερικοί, η οποία όπου επιχειρήθηκε έφερε γενικευμένη φτώχεια, αλλά η ενίσχυση των αναδιανεμητικών μηχανισμών του κράτους υπέρ των αδικημένων και των απόκληρων. Το περίεργο είναι ότι ενώ ο Τραμπ και πολλοί σαν αυτόν επιτίθενται στο κοινωνικό κράτος, τους ψηφίζουν άνθρωποι για τους οποίους το κοινωνικό κράτος φτιάχτηκε και από το οποίο ωφελούνται.
Η δεύτερη μεγάλη αιτία για τη γενικευμένη οργή έχει να κάνει με την άνοδο των νέων κοινωνικών μέσων δικτύωσης και (παρα-)πληροφόρησης. Η ενημέρωση δεν βρίσκεται πια στα χέρια κάποιων, λιγότερο ή περισσότερο, έγκυρων εντύπων, όπως στο παρελθόν, αλλά ανήκει σε ένα ανεξέλεγκτο δίκτυο που δεν λογοδοτεί πουθενά και το οποίο αναπαράγει το καθετί, όσο ψευδές κι αν αυτό είναι. Ζούμε στην εποχή της μετά-αλήθειας όπου όλα, γεγονότα και αριθμοί, είναι σχετικά και όπου η ουσιαστική ανάλυση πνίγεται μέσα σε έναν κατακλυσμό ανοησιών.
Η τρίτη αιτία έχει να κάνει με τη μετανάστευση και τον φόβο που προκαλεί σε καταπονημένες περιοχές της πλούσιας Δύσης ότι μπορεί να προκαλέσει την περαιτέρω περιθωριοποίησή τους. Η μεταναστευτική πίεση ήρθε για να μείνει, με δεδομένη την τεράστια ανισοκατανομή του παγκόσμιου πλούτου, και αλλάζει το πολιτικό σκηνικό σε μια μετά την άλλη χώρα.
Όμως, θα ήταν λάθος να περιοριστούμε στις τρεις αυτές αιτίες χωρίς να ομολογήσουμε μια τέταρτη, η οποία αφορά τα λάθη και τις ανεπάρκειες των μεταψυχροπολεμικών ελίτ που κυβέρνησαν τη Δύση την περασμένη τριακονταετία. Το παλιό πολιτικό προσωπικό χρεώνεται τη μεγάλη οικονομική κρίση του 2008 και την ολιγωρία στην αντιμετώπισή της. Αντί για σταθερή οικονομική ανάπτυξη, είχαμε κρίση, καθίζηση και ανεργία.
Επιπλέον, οι παλιές ελίτ τα κάνανε θάλασσα στη Μέση Ανατολή, προκαλώντας έναν αχρείαστο πόλεμο, την καταστροφή του Ιράκ και την αποσταθεροποίηση της ευρύτερης περιοχής από το 2003 και μετά. Τώρα επιχειρούν να μας πείσουν ότι το πρόβλημα είναι το Ιράν, που όμως η προηγούμενη πολιτική τους ενίσχυσε. Στο φιάσκο του Ιράκ δεν συμμετείχαν μόνον συντηρητικοί αλλά και φερέλπιδες κεντροαριστεροί πολιτικοί, όπως η Χίλαρυ Κλίντον και, βέβαια, ο Τόνι Μπλερ.
Η αποτυχία βαρύνει πάρα πολλούς, συμπεριλαμβανομένων εντύπων κύρους όπως οι Τάιμς της Νέας Υόρκης και ο Εκόνομιστ. Μπορεί αλήθεια ένας Αμερικάνος γερουσιαστής, όπως ο σεβάσμιος Τζων Μακέιν, να κατηγορεί τον Τραμπ ότι δεν ξέρει τι κάνει διεθνώς, όταν ο ίδιος υποστήριξε με πάθος το κολοσσιαίο λάθος της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ;