Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η Ελλάδα (β’ μέρος)

 Του Δημήτρη Καιρίδη

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν γιορτάζεται στην Ελλάδα, παρόλο που ξεκίνησε από τη βαλκανική μας γειτονιά, στο Σεράγεβο της Βοσνίας, ενέπλεξε εξ αρχής τη σύμμαχο Σερβία και, εν τέλει, αφού δίχασε το έθνος, περιέλαβε και την Ελλάδα στους εμπόλεμους.

Ο λόγος ίσως είναι απλός: η Ελλάδα είναι η μόνη από τις νικήτριες του Πολέμου που, ιδία βουλήσει, βρέθηκε στο στρατόπεδο των ηττημένων. Τον θρίαμβο της Συνθήκης των Σεβρών, της μεταπολεμικής διευθέτησης που αναδείκνυε την Ελλάδα στη μεγάλη δύναμη της Ανατολικής Μεσογείου, ακολούθησε η ήττα του Ελευθέριου Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 και η παλινόρθωση του γερμανόφιλου Βασιλιά Κωνσταντίνου στον θρόνο.

Την ώρα που όλοι οι ηττημένοι του Πολέμου έδιωχναν τους βασιλείς τους, με πρώτο και καλύτερο τον Κάιζερ Γουλιέλμο Β’, και επιχειρούσαν να ρίξουν όλη την ευθύνη στις μιλιταριστικές ηγεσίες τους, η Ελλάδα, μέσα από τη λαϊκή ψήφο, με εκλογές και δημοψήφισμα, αποφάσισε να ακολουθήσει την αντίθετη πορεία και να απομονωθεί από τους συμμάχους της, φέρνοντας στην εξουσία το 1920 αυτούς που η Αντάντ είχε εκδιώξει το 1917 .

Η απομόνωση της Ελλάδας από τους Συμμάχους της υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την ολέθρια έκβαση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η οποία κατέληξε στη Μικρασιατική Καταστροφή, τον ξεριζωμό 1,5 εκατομμυρίου Ελλήνων και τον οριστικό αφελληνισμό των μικρασιατικών παραλίων και μέρους της μικρασιατικής ενδοχώρας, που παρέμειναν ελληνικά από τα βάθη της αρχαιότητας και μέχρι το 1922.

Αντίθετα, η Κεμαλική Τουρκία υπήρξε η πρώτη ηττημένη του Πολέμου που κατάφερε να αναθεωρήσει τη δυσμενέστατη γι’ αυτήν Συνθήκη των Σεβρών και, μέσα από τον νικηφόρο αγώνα των εθνικιστών του Κεμάλ Ατατούρκ, να την αντικαταστήσει με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Το επίτευγμα αυτό, πέντε χρόνια μετά την ταπεινωτική ανακωχή στον Μούδρο της Λήμνου, με την οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία συνθηκολογούσε και παραδίδονταν στην Αντάντ, οφείλονταν σε μια σειρά από λόγους που είχαν να κάνουν με την ευφυΐα της ηγεσίας της νέας Τουρκίας και, ιδίως, του Κεμάλ, τη δύναμη που διατήρησαν οι νεοτουρκικοί πυρήνες σε όλη τη Μικρασία και οι οποίοι γρήγορα ανασυντάχθηκαν υπό τη νέα ηγεσία, την καθεστωτική αλλαγή στη γειτονική Ρωσία με την Οκτωβριανή Επανάσταση και, βέβαια, τα λάθη των Συμμάχων και, ιδίως, των Ελλήνων.

Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι, η Κεμαλική Τουρκία αποτέλεσε το πρότυπο για όλους τους αναθεωρητές της μεταπολεμικής διευθέτησης όπως αποτυπώθηκε στη Συνθήκη των Βερσαλλιών και των άλλων συνθηκών που υπεγράφησαν δορυφορικά του Παρισίου (Νεϊγύ, Τριανόν, Σαιν Ζερμέν). Όταν ήρθε η οικονομική κρίση του 1929, οι αναθεωρητές αυτοί, με πρώτο και καλύτερο τον Χίτλερ, βρήκαν την ευκαιρία να αποκτήσουν λαϊκό έρεισμα και να ανατρέψουν τη διευθέτηση, προκαλώντας έναν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως, αρχικά, ο Χίτλερ εμφανίζονταν ότι δεν επιδίωκε τίποτα περισσότερο από αυτό που κατάφερε ο Κεμάλ για την Τουρκία, μια καλύτερη (και εντιμότερη) διευθέτηση για τη Γερμανία, κάτι που προκαλούσε τη συμπάθεια πολλών Βρετανών και Γάλλων.

Γιορτάζοντας σήμερα τα 100χρονα από τη λήξη του Πολέμου αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι ο Πόλεμος δεν είναι τόσο μακρινός όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Ο Πόλεμος δημιούργησε τα νέα κράτη σε δυο μεγάλες περιοχές: τη σύγχρονη Ανατολική Ευρώπη, την περιοχή μεταξύ της Γερμανίας και της Ρωσίας, και τη σύγχρονη Μέση Ανατολή, εκεί όπου άλλοτε κυβερνούσαν οι Οθωμανοί. Και στις δυο περιοχές, και ιδίως, στη Μέση Ανατολή, αυτή η μεταπολεμική τάξη που δημιούργησε ο Πόλεμος αμφισβητείται εκ των έσω ενώ τα «αυτοκρατορικά» σχέδια κάποιων Δυνάμεων αναβιώνουν. Αλλά σε αυτή την αμφισβήτηση θα αναφερθούμε αύριο, στο τρίτο και τελευταίο μέρος αυτής της «τριλογίας» για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.