Του Δημήτρη Καιρίδη
Στις 11 π.μ. (ώρα Γαλλίας) της 11ης Νοεμβρίου 1918 τέθηκε σε ισχύ η ανακωχή στο Δυτικό Μέτωπο με την οποία τερματίζονταν οι εχθροπραξίες μεταξύ της Γερμανίας και των συμμάχων της Αντάντ. Η ανακωχή αυτή θεωρείται το ορόσημο λήξης του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Είχε προηγηθεί η συνθηκολόγηση όλων των άλλων συμμάχων της Γερμανίας, όπως της Βουλγαρίας, της Οθωμανικής Τουρκίας και της Αυστρο-Ουγγαρίας.
Χθες, εκατό ακριβώς χρόνια από την ανακωχή, γιορτάστηκε, με μεγαλοπρέπεια, το τέλος του Πολέμου στη Γαλλία, παρουσία 70 ηγετών από όλο τον κόσμο, και με οικοδεσπότη τον Γάλλο πρόεδρο, Εμμανουέλ Μακρόν. Στους εορτασμούς συμμετείχαν ο Αμερικάνος πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, ο Ρώσος, Βλαντιμίρ Πούτιν, η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, αλλά και ο Έλληνας πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας. Ο Μακρόν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να αντιπαρατεθεί ρητορικά με τον Τραμπ και να καταγγείλει τον εθνικισμό ως αντίπαλο του γνήσιου πατριωτισμού.
Στην Ελλάδα, ο Πόλεμος δεν έχει καταγραφεί με μεγάλη ένταση στη συλλογική εθνική μνήμη, αντίθετα με ότι συνέβη σε άλλες χώρες, όπως η γειτονική Τουρκία ή η Σερβία. Η Ελλάδα μπήκε στον Πόλεμο καθυστερημένα, το 1917, και οι συνολικές της απώλειες ήταν περιορισμένες, γύρω στους 3000 νεκρούς.
Αντίθετα, η Σερβία έχασε το ένα τρίτο του ενήλικου ανδρικού πληθυσμού της ενώ η Οθωμανική Τουρκία πολέμησε με ενεργητικότητα σε μια σειρά από μέτωπα, πετυχαίνοντας σημαντικές νίκες σε βάρος της Αντάντ, όπως στα Δαρδανέλια, στην Παλαιστίνη και στο Ιράκ. Για τους Τούρκους, που δεν πολέμησαν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Πρώτος Π.Π. υπήρξε η «μήτρα» για τη γέννηση της νέας, ρεπουμπλικανικής και κεμαλικής Τουρκίας. Αντίστοιχα, η μεγάλη θυσία των Σέρβων παρήγαγε το αίσθημα ηθικής υπεροχής με το οποίο επιχείρησαν να ηγεμονεύσουν στη νεοσύστατη πρώτη Γιουγκοσλαβία του μεσοπολέμου, με ολέθρια αποτελέσματα για τη σέρβο-κροατική συνύπαρξη, η οποία αποδείχτηκε ανέφικτη το 1991.
Στην Ελλάδα ο Πόλεμος προκάλεσε τον Εθνικό Διχασμό και τα δραματικά γεγονότα της περιόδου 1915-1917 με τις διπλές εκλογές, την εκδίωξη του Ελευθέριου Βενιζέλου, το κίνημα της Εθνικής Άμυνας, την παρέμβαση της Αντάντ, την εκδίωξη του Βασιλιά Κωνσταντίνου και την έκρηξη της πολιτικής βίας μεταξύ των δυο αντίπαλων στρατοπέδων, των βασιλοφρόνων και των βενιζελικών.
Η εθνική μνήμη προτίμησε να προσπεράσει τα γεγονότα αυτά και, εν γένει, όλη την ελληνική εμπλοκή στον Πόλεμο. Το ενδιαφέρον της επικεντρώθηκε περισσότερο στο τι προηγήθηκε και στο τι ακολούθησε τον Πόλεμο. Δηλαδή, στην εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων και στη Μικρασιατική Καταστροφή.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήταν οι πρώτοι σύγχρονοι, δηλαδή μαζικοί, πόλεμοι στους οποίους ενεπλάκη το σύγχρονο ελληνικό κράτος και αποτελούν τη μεγαλύτερη στρατιωτική νίκη στην ιστορία του. Μέχρι τότε, οι πόλεμοι στα Βαλκάνια του 19ου αιώνα είχαν περιορισμένη έκταση με μικρό αριθμό εμπόλεμων και θυμάτων. Αντίθετα, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ως προς την καταστροφικότητά τους, αποτελούν προεόρτιο του ίδιου του Μεγάλου Πολέμου που ακολούθησε.
Μετά από τρεις δεκαετίες εκσυγχρονισμού, μεταξύ του Συνεδρίου του Βερολίνου το 1878 και του 1912, τα βαλκανικά κράτη κονταροχτυπήθηκαν ως «ευρωπαϊκά», παρατάσσοντας οργανωμένους στρατούς εκατοντάδων χιλιάδων κληρωτών, εμπλεκόμενοι σε γιγαντιαίες, για τα μέχρι τότε δεδομένα, πολεμικές επιχειρήσεις, προκαλώντας χιλιάδες νεκρούς όχι μόνο μεταξύ των εμπόλεμων αλλά και των αμάχων, και δημιουργώντας, για πρώτη φορά, μαζικά κύματα προσφύγων καθώς εθνο-καθάρισαν, σε μεγάλο βαθμό, τη βαλκανική ενδοχώρα από την πολυ-εθνοτικότητα, πολυ-γλωσσικότητα και πολυ-θρησκευτικότητα που τη χαρακτήριζαν.
Με τους πολέμους αυτούς απελευθερώθηκε το ένα τρίτο της χώρας και μορφοποιήθηκε η σύγχρονη Ελλάδα από μια μικρή μεσογειακή απόφυση της Βαλκανικής σε μια σημαντική δύναμη της περιοχής. Ήταν, λοιπόν, φυσικό η εθνική μνήμη να επικεντρωθεί σε αυτούς παρά σε ότι ακολούθησε.