Του Δημήτρη Καιρίδη
Η κυρίαρχη άποψη της τρέχουσας κυβέρνησης των Η.Π.Α. είναι ότι οι πολυμερείς θεσμοί αποτελούν εμπόδιο για την άσκηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και της αμερικανικής κυριαρχίας διεθνώς. Με την έννοια αυτή, όπως και η Ρωσία, οι Η.Π.Α. προτιμούν να διαπραγματεύονται με κάθε μια ευρωπαϊκή χώρα χωριστά, όπου το ισοζύγιο ισχύος είναι συντριπτικά υπέρ τους, παρά με την Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο, όπου, ιδίως σε οικονομικά και εμπορικά θέματα, η Ε.Ε. είναι ισότιμη των Η.Π.Α. Κατά συνέπεια, οι Η.Π.Α. που συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης από την αρχή της στις αρχές της δεκαετίας του 1950, εμφανίζονται να θέλουν την ανακοπή της, ακόμα και τη διάλυση της Ε.Ε. Αυτό αποτελεί μια γιγαντιαία αντιστροφή της αμερικανικής πολιτικής καθώς ξαφνικά η Ε.Ε. δεν θεωρείται το σημαντικότερο επίτευγμα στην ευρωπαϊκή μεταπολεμική ιστορία και ένας σημαντικός παράγοντας σταθερότητας για το διεθνές σύστημα αλλά απειλή για τα αμερικανικά συμφέροντα. Με τον τρόπο αυτό οι Η.Π.Α. είναι έτοιμες να βρεθούν απέναντι στους πιο σημαντικούς συμμάχους τους, με τους οποίους μοιράζονται τις ίδιες φιλελεύθερες αξίες και μια σειρά από γεωστρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα.
Η τάση αυτή ενισχύεται από δυο ακόμα σκέψεις που φαίνεται να κυριαρχούν στο μυαλό, όσο μπορεί κανείς να καταλάβει, του Τραμπ. Η μια σκέψη ισχυρίζεται ότι οι σύμμαχοι των Η.Π.Α. εκμεταλλεύονται τις Η.Π.Α. για ίδιον όφελος. Αντί να συνεισφέρουν στην κοινή αμυντική προσπάθεια ανάλογα με τον πλούτο τους, επιμένουν να υποχρηματοδοτούν τον στρατό τους και να βασίζονται στην αμερικανική υπεροπλία για την ασφάλειά τους. Λέγεται ότι ο Τραμπ είναι αποφασισμένος να διακηρύξει ότι η εγγύηση τους άρθρου 5 της συνθήκης του ΝΑΤΟ, που προβλέπει ότι αν κάποιος μέλος του ΝΑΤΟ δεχτεί εξωτερική επίθεση τότε τα υπόλοιπα μέλη θα προστρέξουν σε βοήθεια, θα ισχύει για τις Η.Π.Α. μόνο για τις χώρες που ξοδεύουν πάνω από 2% του ΑΕΠ τους, όπως η Ελλάδα, αλλά όχι η Γερμανία και η Ιταλία. Κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από τη συνθήκη αλλά ο Τραμπ δεν ενδιαφέρεται για τις συμβατικές δεσμεύσεις προκειμένου να ασκήσει πίεση προς τους Ευρωπαίους να ξοδέψουν περισσότερο, κάτι για το οποίο υπάρχει ομοφωνία στην Ουάσινγκτον και για το οποίο είχαν προσπαθήσει και προηγούμενοι πρόεδροι. Το σημαντικό, ωστόσο, είναι ότι για τον Τραμπ οι συμμαχίες των Η.Π.Α. δεν είναι κεφάλαιο που πρέπει να διαφυλαχθεί και να καλλιεργηθεί αλλά βάρος που μπορεί εύκολα να το ξεφορτωθεί.
Η δεύτερη σκέψη του Τραμπ είναι ότι ο βασικός ανταγωνισμός που αντιμετωπίζουν οι Η.Π.Α. δεν είναι γεωστρατηγικός αλλά οικονομικός και, μάλιστα, εμπορικός. Η Ευρώπη δεν είναι ένας γεωστρατηγικός σύμμαχος της Αμερικής αλλά ένας εμπορικός ανταγωνιστής που έχει μεγάλα πλεονάσματα, ιδίως η Γερμανία, με την Αμερική. Ο Τραμπ θέλει να αγνοεί τα αμερικανικά πλεονάσματα στις υπηρεσίες και τα κέρδη που αποκομίζουν οι αμερικανικές επιχειρήσεις αλλά και οι ιδιώτες επενδυτές από τα αξίας 16 τρισεκατομμύρια δολάρια αμερικανικά κεφάλαια που έχουν επενδυθεί στην Ευρώπη.
Όλα αυτά μας επηρεάζουν άμεσα. Μέχρι τώρα η Αμερική ήταν έτοιμη να παρέμβει στο Αιγαίο για να αποφευχθεί μια ενδεχόμενη κλιμάκωση στην ένταση με την Τουρκία, όπως το έκανε το 1996 στην κρίση των Ιμίων. Ακόμα περισσότερο, ο Πρόεδρος Ομπάμα ασχολήθηκε επι μακρόν με την ελληνική οικονομική κρίση και συνέβαλε αποφασιστικά στην αποφυγή ενός καταστροφικού Grexit. Αν η πιθανότητα ενός Grexit επέστρεφε, ο Τραμπ όχι μόνο δεν θα συνέβαλε στην αποφυγή του αλλά θα το καλόβλεπε προκειμένου να αποδυναμωθεί η ευρωζώνη και, ει δυνατόν, να καταρρεύσει η ευρωπαϊκή ενοποίηση.