Του Δημήτρη Καιρίδη
Η ατλαντική κοινότητα ασφάλειας βρίσκεται σήμερα σε κρίση εξαιτίας της επιδείνωσης των ευρω-αμερικανικών σχέσεων, μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Η προσεχής σύνοδος του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες αναμένεται να είναι μια μεγάλη δοκιμασία για την πιο πετυχημένη συμμαχία στα παγκόσμια χρονικά.
Ο Τραμπ είναι αποφασισμένος να επιτεθεί στους Ευρωπαίους και να συναντήσει, αμέσως μετά, στις 16 Ιουλίου στη Φινλανδία, τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, για το οποίο έχει μόνο καλά λόγια να πει. Η ευρω-ατλαντική σχέση είναι η σημαντικότερη πολιτική και οικονομική σχέση στον κόσμο και αποτελεί αντικείμενο φθόνου τόσο για την Κίνα όσο και για τη Ρωσία. Ωστόσο, για τον Τραμπ και τους συμμάχους του στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, οι Ευρωπαίοι εκμεταλλεύονται την Αμερική, την ίδια ώρα που είναι έτοιμοι να συνδιαλλάγουν με το Ιράν και να καταδικάσουν το Ισραήλ.
Στο μυαλό του Τραμπ ασφάλεια και εμπόριο είναι ένα και συνδέονται άρρηκτα. Με την έννοια αυτή καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν είναι χειρότερη από τη Γερμανία. Η Γερμανία επιμένει να ξοδεύει λιγότερο από το 1,3% του ΑΕΠ για την άμυνά της. Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέρος του αμυντικού της προϋπολογισμού κατευθύνεται σε μισθοδοτικές, συνταξιοδοτικές και άλλες δαπάνες προσωπικού. Οι ΗΠΑ έχουν δίκιο να ζητούν από τους πλούσιους Γερμανούς να συνεισφέρουν περισσότερο στην κοινή αμυντική προσπάθεια της Δύσης. Αυτό το ζητούσαν και πριν τον Τραμπ.
Όμως, η αλήθεια είναι ότι για τον Τραμπ οι Γερμανοί έχουν υποπέσει σε ένα ακόμα μεγαλύτερο παράπτωμα. Η Γερμανία έχει ένα τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα που φθάνει τα 300 δισεκατομμύρια δολάρια ή το ιλιγγιώδες 10% του γερμανικού ΑΕΠ. Σημειωτέον, ότι την ίδια ώρα το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας έχει σχεδόν μηδενιστεί καθώς η χώρα αυξάνει σιγά-σιγά την εθνική της κατανάλωση.
Για τον Τραμπ, η γερμανική επιτυχία δεν μπορεί παρά να οφείλεται στις αθέμιτες πρακτικές των Γερμανών. Όλοι οι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι το γερμανικό πλεόνασμα είναι αντανάκλαση της πολύ μεγάλης εθνικής αποταμίευσης των Γερμανών σε σχέση με τις επενδυτικές τους δαπάνες. Όλοι μα όλοι οι οικονομολόγοι επίσης συμφωνούν ότι το ελεύθερο εμπόριο είναι καλό και ότι σε αυτό οφείλεται μεγάλο μέρος της τεράστιας ανάπτυξης παγκοσμίως που σημειώθηκε μεταπολεμικά. Και, τέλος, όλοι οι οικονομολόγοι επίσης συμφωνούν ότι το εμπόριο των αγαθών είναι σε συντριπτικό βαθμό ελεύθερο, σε αντίθεση με το εμπόριο των υπηρεσιών που αποτελούν πολύ μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης οικονομίας και στο οποίο οι ΗΠΑ, χωρίς να το ομολογούν, τα πάνε πολύ καλύτερα (εκπαίδευση, υγεία, χρηματο-οικονομικά κλπ).
Με άλλα λόγια, αν οι ΗΠΑ έχουν πρόβλημα με το εμπορικό τους έλλειμμα θα πρέπει να αυξήσουν την εθνική τους αποταμίευση, δηλαδή να μειώσουν την εθνική τους κατανάλωση. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει διευρύνοντας τα δημόσια ελλείμματα μέσα από τις τεράστιες μειώσεις φόρων που ψήφισε ο Τραμπ και το Κογκρέσο. Η σημερινή παγκόσμια οικονομία είναι τόσο αλληλένδετη που η στόχευση με δασμούς κάποιων εισαγόμενων προϊόντων είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει στην αύξηση της τιμής παραγωγής πολλών εξαγόμενων προϊόντων κι έτσι θα βλάψει την εγχώρια παραγωγή, την οποία υποτίθεται ότι οι δασμοί προσπαθούν να προστατεύσουν. Τέλος, αν οι ΗΠΑ θέλουν να μιλούν για ελεύθερο αλλά και «δίκαιο» εμπόριο θα πρέπει να αρχίσουν να συζητούν και το άνοιγμα του εμπορίου υπηρεσιών.
Οι ειδικοί μπορεί να ομονοούν αλλά η πλειοψηφία της κοινής γνώμης συχνά πιστεύει το αντίθετο και επιτρέπει σε λαϊκιστές όπως ο Τραμπ να επιβάλουν την επικίνδυνη ατζέντα τους. Φαίνεται πως η Δύση, πολύ πριν «δολοφονηθεί» από μια ανερχόμενη Κίνα, είναι έτοιμη να «αυτοκτονήσει» από τα δικά της σφάλματα και την εσωτερική της διχόνοια, προς μεγάλη χαρά των αντιπάλων της.