Του Δημήτρη Καιρίδη,
Η απόφαση για την απελευθέρωση των δυο Ελλήνων αξιωματικών αιφνιδίασε ευχάριστα το πανελλήνιο και έφερε το πρώτο καλό νέο του καλοκαιριού στον Αλέξη Τσίπρα και στην πολλαπλώς δοκιμαζόμενη κυβέρνησή του. Το ερώτημα είναι αν αυτή η εξέλιξη σηματοδοτεί μια γενικότερη βελτίωση των πάντα δύσκολων ελληνο-τουρκικών σχέσεων.
Η Τουρκία βρίσκεται υπό πίεση και φαίνεται πως η τουρκική κυβέρνηση επιχειρεί να κλείσει τα διάφορα ανοικτά μέτωπα που την αποσπούν από την κύρια πρόκληση την οποία αντιμετωπίζει και δεν είναι άλλη από την επιβαρυμένη σχέση της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και ιδιαίτερα τον Αμερικανό Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Στο πλαίσιο αυτό, η Άγκυρα υποδέχτηκε με ικανοποίηση τις δηλώσεις μιας σχετικής υποστήριξης της Άνγκελα Μέρκελ και διάφορων άλλων Ευρωπαίων ηγετών.
Αυτό άλλωστε είναι και το μεγάλο στοίχημα για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν: γνωρίζει ότι μόνη η στήριξη της Ρωσίας και κάποιων αραβικών εμιράτων του Περσικού Κόλπου δεν αρκεί. Χρειάζεται την Ευρώπη, περισσότερο από ποτέ. Τόσο για να μην βρεθεί απομονωμένος στο ΝΑΤΟ όσο και γιατί η Ευρώπη είναι ο βασικός οικονομικός εταίρος της Τουρκίας και σίγουρα πολύ πιο σημαντικός από ότι οι Η.Π.Α.
Στο πλαίσιο αυτής της αναθέρμανσης του τουρκικού ενδιαφέροντος για την Ευρώπη ερμηνεύεται και η τελευταία τουρκική κίνηση για την απελευθέρωση των δυο Ελλήνων. Δεν είναι τυχαίο ότι μια μέρα αργότερα, η τουρκική δικαιοσύνη παρέτεινε την κράτηση του Αμερικάνου πάστορα, ο οποίος βρίσκεται στο επίκεντρο της αμερικανο-τουρκικής κρίσης.
Η Τουρκία παραμένει η μεγάλη πρόκληση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις έχουν αποκτήσει ένα πρωτόγνωρο βάθος την τελευταία εικοσαετία, κι αυτό είναι το κεκτημένο του Ελσίνκι. Αυτό φάνηκε με την κατάρρευση της τουρκικής λίρας και τις αρνητικές συνέπειες που αυτή είχε στο τουριστικό ρεύμα από την Τουρκία στην Ελλάδα, στις ελληνικές επενδύσεις στην Τουρκία αλλά και στις τουρκικές στην Ελλάδα αλλά και σε πολλούς ακόμα τομείς.
Όμως, η αλήθεια είναι ότι δεν έχει υπάρξει εξομάλυνση στο πολιτικό επίπεδο. Η βαριά κληρονομιά του ανεπίλυτου Κυπριακού, η περίπλοκη γεωγραφία του Αιγαίου, η περιφρόνηση της Τουρκίας προς σημαντικές ρυθμίσεις του διεθνούς δικαίου και τόσα άλλα ζητήματα καθιστούν την εξομάλυνση μια δύσκολη υπόθεση, όσο καλές κι αν είναι οι προθέσεις ένθεν κι εκείθεν. Θα χρειαστεί μεγάλη και συστηματική προσπάθεια και μια ευρύτερη εθνική συναίνεση και στις δυο πλευρές για μια ουσιαστική βελτίωση των προβληματικών ελληνο-τουρκικών σχέσεων.
Προς το παρόν ίσως κάπως βοηθά η συνειδητοποίηση ότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, του αυξανόμενου διεθνούς οικονομικού ανταγωνισμού και των τεκτονικών αλλαγών στο διεθνές σύστημα που προκαλεί η άνοδος της Ασίας, οι ελληνο-τουρκικές διαφορές δυσχεραίνουν την προσπάθεια της Ελλάδας και της Τουρκίας να απαντήσουν με επιτυχία στις νέες αυτές προκλήσεις, προς όφελος τόσο του ελληνικού όσο και του τουρκικού λαού.